Συνάντησα τον Αλέξη Σταμάτη, στο φιλόξενο καφέ «Φίλιον» στο Κολωνάκι. Κάναμε και οι δύο αλλαγές στο πρόγραμμά μας, προκειμένου να καταφέρουμε να βρούμε έναν κοινό χρόνο συνάντησης. Η συζήτησή μας κράτησε πολλή ώρα και ήταν πολύ ευχάριστη, αλλά και πολύ ρεαλιστική.
Αλέξη, η συνάντησή μας μάς δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε λίγο για την παράσταση που ετοιμάζεις και που θα ανεβεί στο θέατρο του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη, όπως και για το καινούργιο σου βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγο.
Ναι. Και, εδώ υπάρχει μια σύμπτωση: Η παράσταση κάνει πρεμιέρα στις 17 Νοεμβρίου, την ημέρα, ακριβώς, που κυκλοφορεί και το βιβλίο.
Καλή επιτυχία και στα δύο.
Ευχαριστώ.
Να ξεκινήσουμε από την παράσταση. Αν δεν κάνω λάθος, η συγγραφή του έργου έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.
Ναι, είναι αλήθεια. Είχα γράψει ένα άλλο έργο που λεγόταν «Δακρυγόνα». Ο Άρης Τρουπάκης που το σκηνοθετούσε είχε δώσει μία συνέντευξη που μού άρεσε πάρα πολύ. Εκείνη την εποχή, έγραφα ένα μυθιστόρημα το οποίο είχε τίτλο «Μπορείς να κλάψεις μέσα στο νερό;» Ο ήρωας του είναι ένας σκηνοθέτης. Κάποια στιγμή, στο βιβλίο, ο πατέρας του διαβάζει τη συνέντευξη τού γιου του. Αυτή η συνέντευξη, λοιπόν, στο μυθιστόρημα έχει πολλά κοινά στοιχεία και είναι επηρεασμένη από την πραγματική συνέντευξη του Άρη. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή είναι η πρώτη φάση. Η δεύτερη φάση έχει ως εξής: Τον Οκτώβριο του ’13, πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, μία εκδήλωση που λεγόταν «Greece is the word» δηλαδή «Η Ελλάδα είναι η λέξη» Ήταν αφιερωμένη στην χώρα μας, στον πολιτισμό της και στην κρίση που περνάει. Εμένα, με κάλεσαν να μιλήσω ως πεζογράφος. Συζητήσαμε ενώπιον του κοινού, μαζί με την Ιωάννα Καρυστιάνη, την Βικτόρια Χίσλοπ και το μεταφραστή Ντέιβιντ Κόνολι. Στο τέλος της εκδήλωσης, υπήρχε ένα κομμάτι που λεγόταν entertainment. Η διοργανώτρια ήξερε ότι είμαι και θεατρικός συγγραφέας και μου ζήτησε ένα δεκάλεπτο απόσπασμα από ένα έργο μου, για να το παρουσιαστεί στα πλαίσια της εκδήλωσης. Προτιμούσε κάτι που να έχει σχέση με την κρίση. Εγώ σκέφτηκα ότι δε θα είναι ωραίο να απομονώσω ένα κομμάτι από ένα θεατρικό μου, διότι ο θεατής δε θα καταλάβει τι συμβαίνει. Έτσι, αποφάσισα να γράψω κάτι καινούργιο και μου ήρθε στο νου αυτή η συνέντευξη. Δημιούργησα και ένα δεύτερο ρόλο, που δεν υπήρχε στο βιβλίο: Τη δημοσιογράφο που παίρνει τη συνέντευξη από το σκηνοθέτη. Έφτιαξα και ένα παρελθόν ανάμεσα στους δυο τους. Αυτό, λοιπόν, το δεκαπεντάλεπτο μονόπρακτο παίχτηκε, στα Αγγλικά, στο Southbank Centre, που είναι από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κέντρα στο Λονδίνο, σε μια αίθουσα πεντακοσίων ατόμων, ασφυκτικά γεμάτη. Έπαιζαν η Εύα Σιμάτου, η οποία παίζει και τώρα τη δημοσιογράφο και ο Νίκος Πουρσανίδης, ο οποίος μένει μόνιμα στην Αγγλία. Δεν είχαμε πολλές δυνατότητες. Ούτε πολλές πρόβες κάναμε. Παρόλα αυτά, αυτή η μικρή παράσταση είχε τεράστια επιτυχία. Στο British Theatre Guide, ένα από τα πιο έγκυρα sites που υπάρχουν για τα θέατρα στον κόσμο, γράφτηκε ένας ύμνος! Βλέποντας, αυτήν τη μεγάλη απήχηση, όταν γύρισα στην Ελλάδα, σκέφτηκα να φτιάξω ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο. Είπα ότι αυτή η σκηνή θα είναι το τρίτο του μέρος. Δημιούργησα και έναν επιπλέον χαρακτήρα, έναν ηθοποιό. Έτσι, έγινε ένα έργο κανονικής διάρκειας το οποίο -ας πούμε- έχει τις ρίζες του, στην εμπειρία που σας περιέγραψα..
Πες μας λίγο και για το τρίτο πρόσωπο.
Υπάρχει μια παράσταση που σκηνοθετεί ο κεντρικός ήρωας, ο Μιχάλης, ένας ανερχόμενος νέος σκηνοθέτης, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα πολύ καλό όνομα στο χώρο. Έχει γράψει ο ίδιος και το έργο. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας εξαιρετικός μεσήλικας ηθοποιός, από τους μεγαλύτερους της γενιάς του. Έχει, όμως, πρόβλημα εξάρτησης, από το οποίο προκύπτει μια δυσκολία στις συνεργασίες του. Δεν τον παίρνουν στις δουλειές, διότι δεν τον εμπιστεύονται. Ο Μιχάλης, όμως αποφασίζει να του αναθέσει το ρόλο και έτσι, επιστρέφει στη σκηνή. Εκεί, εμπλέκεται και η δημοσιογράφος, η οποία έχει παρελθόν με τον ηθοποιό, αλλά και με το σκηνοθέτη. Οι τρεις τους είχαν ξαναβρεθεί μια πολύ έντονη μέρα του 2011, όταν γινόταν ο χαμός με τα δακρυγόνα και η Αθήνα, το βράδυ, ήταν σα βομβαρδισμένη πόλη. Και ανάμεσά τους, κάτι είχε μείνει εκκρεμές. Στη διάρκεια της συνέντευξης που του παίρνει, λέγονται πράγματα που έχουν να κάνουν με το θέατρο, με την παράσταση που σκηνοθετεί, αλλά και με τον ίδιο τον ηθοποιό. Κάποια στιγμή, γίνεται και μία ανατροπή. Αλλά, το βασικό ζήτημα είναι μεταξύ τους. Τι γίνεται μέσα στις ψυχές τους και ποια είναι η σχέση τους. Δηλαδή, η γενική «κρίση» επεκτείνεται, πέρα από το κοινωνικό και στο προσωπικό και στο θεατρικό επίπεδο. Η επιφάνεια του έργου φαίνεται περίπου όπως την περιέγραψα, αλλά στα «εντόσθια» του συμβαίνουν πολύ περισσότερα και διαφορετικά πράγματα. Είναι σαν ένα παγόβουνο του οποίου βλέπεις την κορυφή, αλλά η υπόστασή του είναι ο τεράστιος υποθαλάσσιος όγκος του.
Και, αρχικά, ως ποιητής.
Βλέπω όμως ότι τα τελευταία χρόνια θεωρείς το θέατρο ως ένα αποτελεσματικό μέσο έκφρασης. Σε βοηθάει να πεις πράγματα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα λες με το πεζογράφημα;
Η περίπτωση μου είναι λίγο περίεργη, γιατί εγώ προέρχομαι από καλλιτεχνική οικογένεια. Γεννήθηκα μέσα στο θέατρο.
Η μητέρα σου είναι η Μπέτυ Αρβανίτη, η οποία εξακολουθεί να ανεβάζει εξαιρετικές παραστάσεις, στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας.
Έχω παρακολουθήσει στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας δεκάδες πρόβες του Μίνου Βολανάκη ο οποίος ήταν και πολύ καλός φίλος μου. Γενικώς, όπως αντιλαμβάνεσαι, έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που σχετίζονται με το θέατρο. Θα περίμενε κανείς ότι ένας άνθρωπος που γράφει και έχει ένα τέτοιο background, λογικά, θα οδηγηθεί κάποια στιγμή, στη θεατρική γραφή. Εγώ, όμως, άρχισα με ποίηση και συνέχισα με πεζογραφία. Εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου, βασικά, πεζογράφο. Αυτό που μου συνέβη όψιμα είναι το εξής: Εγώ ζούσα από τα βιβλία μου και από την αρθογραφία μου. Όταν, λόγω της κρίσης, απολύθηκα από την εφημερίδα όπου δούλευα, είπα ότι κάτι πρέπει να κάνω. Αυτό που ήξερα στη ζωή μου ήταν να γράφω. Δύο δρόμοι μου άνοιγαν, λοιπόν: Ο θεατρικός και ο εκπαιδευτικός. Ξεκίνησα να παραδίδω μαθήματα δημιουργικής γραφής, τα οποία μου αρέσουν πάρα πολύ. Τα κάνω με έναν εντελώς δικό μου τρόπο, πολύ ειλικρινή. Δεν πιστεύω, βέβαια, ότι η γραφή διδάσκεται. Αλλά, γίνεται ένα είδος σεμιναρίου, ένα είδος κατάδυσης μέσα στη λογοτεχνία. Από την άλλη, το θέατρο μού προσέφερε την απελευθέρωση από μια δουλειά γραφείου. Αυτό που κάνει ο συγγραφέας είναι και πολύ ενδιαφέρον και τελείως ελεύθερο. Δεν έχει ούτε παραγωγούς, ούτε φροντιστές, ούτε τίποτα. Τα κάνει όλα μόνοςτου. Ο μόνος ενδιάμεσος είναι ο εκδότης του, αλλά η βασική δουλειά γίνεται από τον ίδιο, σε ένα γραφείο.
Στο θέατρο, η διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη.
Το θέατρο, είναι «πληθυντικού αριθμού». Έρχεσαι σε επαφή με πολλούς άλλους συντελεστές. Παραδίδεις το κείμενο στο σκηνοθέτη και στους ηθοποιούς, με την ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν. Εγώ πηγαίνω πάρα πολύ συχνά στις πρόβες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επεμβαίνω. Αλλά, αν μου ζητηθεί η γνώμη μου, τη λέω.
Μάλιστα. Και έτσι, διατηρείς συνεχώς επαφή με το έργο σου.
Το θέατρο είναι ένας τόπος δημιουργικός. Έχει, βέβαια, χιλιάδες άγχη και χιλιάδες προβλήματα
Σου δίνει την προοπτική να ασχοληθείς και με θέματα, που στο πεζογράφημα δεν μπορούν να αναπτυχθούν όσο θα ήθελες;
Εγώ ασχολούμαι με όλα τα είδη. Το πιο δύσκολο -και με διαφορά- είναι το θέατρο. Διότι, εκεί, μία λέξη, ένα απλό «ναι», τοποθετημένο σωστά ή λάθος αλλάζει τα πάντα. Στο μυθιστόρημα, έχεις την πολυτέλεια να κινείσαι στο μυαλό τού ήρωα, να μπαίνεις και να βγαίνεις, να παίζεις παιχνίδια με το χρόνο. Και στο θέατρο γίνεται αυτό, αλλά το θέατρο είναι κάτι ζωντανό. Εξαρτάται από χίλιους παράγοντες. Είναι μία τελείως διαφορετική τέχνη, η οποία είναι διαλογική. Βέβαια, για να λειτουργήσεις καλλιτεχνικά, ο τρόπος είναι διαφορετικός.
Δηλαδή, χρειάζεται να ακολουθηθεί μια πολυεπίπεδη διαδικασία, προκειμένου να ολοκληρωθεί η παράσταση. Να συμπεράνω, λοιπόν, ότι το αρχικό κείμενο μπορεί να έχει διαφορές από αυτό που βλέπει ο θεατής στη σκηνή;
Ό,τι δικό μου έχει παιχτεί ως τώρα, είχε ένα ογδόντα με ενενήντα τοις εκατό του αρχικού κειμένου. Αλλά, εμένα και το πενήντα τοις εκατό να μείνει, δε με πειράζει καθόλου. Ακόμη και το είκοσι τοις εκατό!
Άρα, μιλάμε εξ’ ορισμού για μια κατάσταση πολύ δημιουργική. Μιλάμε για μια εξελικτική διαδικασία.
Ακριβώς: «Work in progress». Με τα χρόνια, νομίζω ότι έχω κατακτήσει κάπως περισσότερο αυτόν την πολύ δύσκολη τεχνική τού να γράφει κανείς θέατρο, χωρίς να πέφτει σε παγίδες και χωρίς να επεξηγεί. Υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία τα θεωρώ αυτονόητα. Δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μία ατάκα που είναι στον αέρα. Η κάθε λέξη πρέπει να έχει νόημα και να συμβάλει στην εξέλιξη της πλοκής. Επίσης καθετί που λέγεται δεν είναι αυτό που υπονοείται. Σε κάθε σκηνή, υπάρχουν πολλά «υπόγεια» νοήματα. Υπάρχει πάντα ένα άλλο κείμενο, κάτω από το κείμενο. Καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι αυτό για ένα έργο δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδων λέξεων.
Πολύ δύσκολο και πολύ ουσιώδες. Θα σου κάνω μία ερώτηση, λίγο πιο πρακτική. Μέχρι στιγμής έχεις γράψει ολιγοπρόσωπα έργα που παίχτηκαν –κατά κανόνα- σε μικρούς χώρους. Αυτό σημαίνει ότι έχεις πάντα στο μυαλό σου τα προβλήματα και τους οικονομικούς περιορισμούς μιας μεγαλύτερης παραγωγής; Θα ήθελες να γράψεις ένα πολυπρόσωπο έργο, με περισσότερα πρόσωπα και σκηνικούς χώρους;
Βεβαίως. Μέχρι τώρα, δεν έχει συμβεί ακόμη αυτό, διότι έχω συνεργαστεί με θέατρα όπως η δεύτερη σκηνή του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας και το Θέατρο Τέχνης, όπου μου ζητήθηκε ένας μονόλογος. Το ίδιο και στο θέατρο Χώρα και τώρα στο Ίδρυμα Κακογιάννη. Αλλά, υπάρχει ένα έργο μου, το οποίο δεν έχει παιχτεί ακόμη. Λέγεται «Μελίσσια» και είναι ένα έργο με έξι πρόσωπα.
«Μελίσσια» δεν είναι και ο τίτλος του βιβλίου σου;
Ναι. Έχουν κάποια συγγένεια. Θα ήθελα πάρα πολύ να ανέβει αυτό το έργο μου. Αλλά, το κόστος παραγωγής είναι σημαντικό. Υπάρχει, πάντως, μία πολύ καλή προοπτική. Θα δούμε.
Εύχομαι η προοπτική να ευοδωθεί και να το δούμε σύντομα, επί σκηνής. Με αφορμή τον τίτλο αυτού του έργου, που είναι ίδιος με τον τίτλο του βιβλίου σου, που είναι υπό κυκλοφορία, ας μιλήσουμε λίγο και για αυτό.
Το βιβλίο έχει τον ίδιο τίτλο, διότι ουσιαστικά είναι εμπνευσμένο από το θεατρικό. Αλλά, είναι εντελώς διαφορετικές οι προσεγγίσεις. Δηλαδή, για να το πούμε απλά, όταν έχεις ηρωίδα μία ηλικιωμένη γυναίκα, αν παιζόταν το έργο στη σκηνή, θα έκανε κάποιες ενέργειες και θα έλεγε ορισμένα λόγια. Στο μυθιστόρημα, έχει αρκετούς εσωτερικούς μονολόγους και αρκετά flash back. Καταλαβαίνουμε όλη της την προηγούμενη ζωή, τι σκέφτεται για το μέλλον, πώς αντιμετωπίζει τους ανθρώπους γύρω της. Αυτά είναι πράγματα που μία ηθοποιός θα τα έδειχνε με τελείως διαφορετικούς κώδικες.
Ναι. Η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα μυθιστόρημα και σ’ ένα θεατρικό έργο είναι ευνόητη.
Το συγκεκριμένο έργο παρόλο που η πλοκή του αφορούσε εκατόν τριάντα χρόνια ελληνικής ιστορίας -με επίκεντρο, βέβαια, τη σημερινή κρίση- είχε την ιδιαιτερότητα ότι δεν αναφερόταν μέσα σ’ αυτό ούτε ένα γεγονός, ούτε ένα όνομα, ούτε καν η ονομασία της Αθήνας. Ήθελα να δω αν το διάβαζε ένας Νορβηγός αναγνώστης, παραδείγματος χάριν, θα το έβρισκε ενδιαφέρον; Θα τον «κρατούσε» μέχρι το τέλος; Είναι και ένα πολύ μεγάλο μυθιστόρημα. Γύρω στις πεντακόσιες σελίδες. Εδώ, μιλάμε για ένα μικρότερο έργο, το οποίο εκτυλίσσεται σε ένα δωμάτιο. Έχει να κάνει πολύ με τη μνήμη, την απώλεια, την οικογένεια, το τραύμα, το αίμα και την απώθηση. Μέσα σε μία κατάσταση, με έναν κώδικα επικοινωνίας πολύ ανθρώπινο, υπάρχουν κάποια «παιχνίδια» μεταξύ των προσώπων, τα οποία κάνουμε όλοι μας στην πραγματική μας ζωή. Τίποτα δεν είναι εκτός πραγματικότητας. Τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο. Δε θέλω να βάζω σε ένα βιβλίο κατασκευασμένες συμπεριφορές και από μηχανής θεούς. Νομίζω ότι, έτσι, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θα συζητηθεί, διότι είναι τελείως διαφορετικό από τα υπόλοιπα.
Όπως το ακούω, το περιμένω κι εγώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και ελπίζω να έχει μεγάλη επιτυχία.
Ευχαριστώ.
Μου είπες προηγουμένως ότι μεγαλώνοντας μέσα στο θεατρικό χώρο και παρακολουθώντας πολλές πρόβες -και ειδικά με τον Μίνωα Βολανάκη, ο οποίος συνεργαζόταν με την μητέρα σου επί σειρά ετών- επηρεάστηκες από το θέατρο και ήταν επόμενο να γράψεις για αυτό.
Ναι. Και ήταν περίεργο ότι άργησα αρκετά να γράψω.
Πάντως, συνέβη, κάποια στιγμή. Βγήκε από μέσα σου και έγραψες θεατρικά έργα, έστω και αργά. Στην πεζογραφία, από πού δέχτηκες επιρροές;
Α, μάλιστα. Εγώ ήμουν ένα παιδί χωρισμένων γονέων. Ο πατέρας μου, ως αρχιτέκτονας, είχε μια βιβλιοθήκη πιο συμβατική, με εγκυκλοπαίδειες και κλασικά βιβλία. Η μητέρα μου, που ήταν πιο νέα, είχε μια βιβλιοθήκη με «πειραματικά» βιβλία. Ανάμεσά τους, Ιονέσκο, Μπέκετ κτλ. Εγώ ήμουν βιβλιοφάγος, από μικρός. Διάβαζα την «Οδύσσεια», όταν ήμουν τριών ετών. Διάβαζα, πριν πάω σχολείο. Για αυτό και εκεί, είχα διάφορα προβλήματα συμπεριφοράς. Επειδή, βαριόμουν στη διάρκεια του μαθήματος. Επίσης, είχα και ένα άλλο «χαρακτηριστικό»: Παρατηρούσα τον εαυτό μου να κάνει πράγματα. Δηλαδή, έπαιζα ποδόσφαιρο και ενώ ήμουν μέσα στο παιχνίδι, ένιωθα σα να υπάρχει μια κάμερα μέσα στο μυαλό μου, που έβλεπε όλο το παιχνίδι από ψηλά. Δηλαδή ήμουν συγχρόνως και μέσα και έξω από τα πράγματα.
Δηλαδή, εξωτερικός παρατηρητής, παράλληλα με τη συμμετοχή.
Ναι. Απόλυτη συμμετοχή και απόλυτη παρατήρηση, ταυτόχρονα. Κάποια στιγμή, φοβήθηκα ότι κάτι δεν πάει καλά, με όλη αυτή τη συμπεριφορά. Επίσης, ήμουν φαν του θεάτρου της Δευτέρας. Το άκουγα από το ραδιοφωνάκι μου, αλλά δημιουργούσα στο μυαλό μου κι ένα άλλο έργο. Με όλα αυτά να συμβαίνουν παράλληλα, άρχισα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα. Η ποίηση είναι μία – κατά κάποιον τρόπο- ενστικτώδης δημιουργία. Είναι κάτι που βγαίνει, που «σκάει» από μέσα σου. Παρόλο που χρειάζεται και πολλή δουλειά, μετά από αυτό. Έγραφα, με τρόπο αρκετά λυρικό. Τα θέματα δεν ήταν της ηλικίας μου, από ό,τι μου λέγανε και οι άνθρωποι, γύρω μου. Εγώ, όμως, συνέχιζα. Ντρεπόμουν και λίγο. Ήταν λίγο παράξενο ένα αγόρι να γράφει ποίηση και παράλληλα να παίζει ποδόσφαιρο. Αλλά, αυτό το κομμάτι της ποίησης ήταν πολύ ιδιαίτερο και πολύ προσωπικό. Κάποια στιγμή, είχα μια ενθάρρυνση από τον ποιητή Κώστα Παπαγεωργίου, ο οποίος διάβασε τα ποιήματά μου και μού είπε ότι πρέπει να τα εκδώσω. Για μένα, το να βγάλω αυτό το τελείως ταπεινό βιβλιαράκι ήταν μία μοναδική στιγμή! Δε θα την ξεχάσω ποτέ.
Σε ποια ηλικία, έγινε αυτό;
Γύρω στα τριάντα. Μέχρι τότε, έκανα σπουδές αρχιτεκτονικής. Αποδείχτηκαν και αυτές -από μία άλλη πορεία- φοβερά χρήσιμες! Διότι, η αρχιτεκτονική, έτσι όπως την σπούδασα, τουλάχιστον, εγώ, με μεταπτυχιακά στην Αγγλία, ήταν μία τέχνη ουσίας. Θυμάμαι ότι είχαμε και θεωρητικά μαθήματα όπως Φιλοσοφία, Κοινωνιολογία, Ιστορία της Τέχνης, Σύνθεση, με πολύ σημαντικούς καθηγητές. Γυρίζω στην Ελλάδα, δουλεύω κάνα δυο χρόνια, γνωρίζω την πιάτσα και παθαίνω σοκ. Εκείνον τον καιρό είχα και κάποια προσωπικά προβλήματα, κάποιες δικές μου εξαρτήσεις, για τις οποίες έχω μιλήσει. Λοιπόν, κάνω αυτό που έκανε ο συνονόματός μου ο Μέγας Αλέξανδρος. Κόβω το γόρδιο δεσμό. Τα κόβω όλα. Και δουλειά και εξαρτήσεις και σχέσεις! Και λέω, τώρα θα κάνω αυτό που αγαπάω. Αυτό που αγαπάω είναι η συγγραφή και θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτό.
Πολύ ωραία. Το οποίο βέβαια ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο.
Πολύ μεγάλο ρίσκο και εντελώς τρελό, για την εποχή! Διότι, εγώ είχα την απαίτηση και να ζω από τα βιβλία μου!
Στα βιβλία σου, ασχολήθηκες αρκετά και με τον κόσμο του θεάτρου.
Ναι. Μου έχουν πει ότι αρκετοί ήρωες μου είναι καλλιτέχνες και όντως είναι.
Στο μυθιστόρημα σου «Σαν τον κλέφτη, μες στη νύχτα» η ιστορία είναι καθαρά θεατρική.
Είναι επηρεασμένο από τον Μίνωα Βολανάκη. Από την παράσταση «Η κυρία από τη θάλασσα» που σκηνοθέτησε στο θέατρο τής μητέρας μου. Τότε, έκανα και διάφορα ταξίδια, για τα βιβλία μου. Ήταν η εποχή που υπήρχε μια αθωότητα και ένα τρελό κέφι. Ας πούμε για να γράψω το «Μπαρ Φλωμπέρ», ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει μεταφραστεί σε εφτά – οκτώ γλώσσες, έκανα το ταξίδι Βερολίνο – Φλωρεντία -Βαρκελώνη. Για να γράψω το «Σαν τον κλέφτη μέσ’ στη νύχτα», όπου τοποθέτησα τη δράση στη Νορβηγία, ταξίδεψα μέχρι το Όσλο, πήγα στο σπίτι του Ίψεν. Έκανα τέτοια πράγματα. Δηλαδή ζούσα μια ζωή ολίγον…
Ολίγον, καλλιτεχνική; Ίσως να μην υπάρχει ακριβώς η λέξη που ψάχνεις.
Ήταν μια ζωή ταυτόχρονα μποέμ και επικεντρωμένη σε ένα στόχο.
Για αυτό, λέω «καλλιτεχνική»…
Ναι. Τεράστιας καλλιτεχνικής επιθυμίας, την οποία δεν έχω χάσει ποτέ. Τώρα, έχουν αλλάξει, βέβαια, ορισμένα πράγματα. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες. Αλλά, το πάθος παραμένει! Και αν μου δινόταν η αφορμή, το ίδιο θα ξανάκανα…
Πολύ ωραία. Αυτό είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία: Το πάθος.
Απλά, τώρα, έχει προστεθεί και η πείρα! Θα σου πω ένα παράδειγμα. Κάποια στιγμή, σε ένα προγενέστερο μυθιστόρημα, ήθελα να τοποθετήσω το τέλος του, στο Καμερούν. Υπήρχε ένας φίλος που έμενε εκεί, για να με φιλοξενήσει και να μου κάνει την ξενάγηση. Τελικά, αποφάσισα να μην πάω. Απλώς, έκανα μια μεγάλη κουβέντα μαζί του και έγραψα ογδόντα σελίδες για το Καμερούν, με τη φαντασία μου. Άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τη χώρα μού είπαν ότι είναι εκπληκτικές! Δηλαδή, πολλές φορές, δε χρειάζεται να επαληθεύουμε τα πράγματα…
Ή μπορούμε να τα αφηγηθούμε με άλλο τρόπο…
Ναι. Με τρόπο όχι καθαρά δημοσιογραφικό. Ακριβώς, αυτό που λες.
Μου είπες ότι, από μικρός, ήσουν βιβλιοφάγος. Από συγγραφείς, ποιος σε επηρέασε;
Εδώ είναι το πρόβλημα. Με επηρέασαν τόσοι πολλοί…
…που δεν μπορείς να τους ξεχωρίσεις;
Απλά, θα πω διάσπαρτα ονόματα. Οι μεγάλοι συγγραφείς. Πρώτος ήταν ο Όμηρος. Μετά, πέρασα σε κάποια διαβάσματα, τα οποία ήταν αναγκαία, αλλά, τα απέρριψα αμέσως. Και πήγα, κατευθείαν, στον Ντοστογιέφσκι και στον Τσέχωφ, δηλαδή στη ρώσικη σχολή που με ενδιαφέρει και με επηρέασε πάρα πολύ. Ακολούθησε η γαλλική ποίηση. Οι καταραμένοι ποιητές: Ρεμπώ και Μπωντλαίρ. Γενικά, το «καταραμένο» έπαιζε πάρα πολύ, μέσα μου. Πέρασα μια περίοδο που ήμουν επηρεασμένος από τους Μπιτ. Αυτήν την περίοδο την έχω πλέον απορρίψει πλήρως, με μοναδική εξαίρεση τον Μπάροουζ, που δε θεωρώ ότι είναι Mπιτ. Είναι ένας μέγας συγγραφέας, ο οποίος και θα αναγνωριστεί πολύ αργότερα.
Ναι, αλλά και αυτός έγραφε κάτω από επήρεια.
Κάτω από επήρεια, την οποία έλεγχε. Είχε γιατρό, από δίπλα. Ήταν ακριβώς όπως ο Φελίνι, ο οποίος έκανε την «Ιουλιέτα των πνευμάτων» έχοντας πάρει LSD, αλλά με παρακολούθηση γιατρού. Βέβαια, δε θεωρώ πως πρέπει κανείς να κάνει τέτοια πράγματα. Έχω περάσει κι εγώ από τέτοιες καταστάσεις, αλλά αμφισβητώ αυτό το μοντέλο του καλλιτέχνη ο οποίος πρέπει να είναι λίγο… κάπως.
Μαζί με τους υπόλοιπους αυτής της σχολής, έχεις απορρίψει και τον Κέρουακ;
Ήταν ένας άνθρωπος ταλαιπωρημένος, ο οποίος είχε ταλέντο αλλά δεν μπορούσε να συντονίσει τίποτα. Απλώς, έγραφε ακατάσχετα. Δημιούργησε, βέβαια, την κίνηση των Μπιτ. Απελευθέρωσε τους ανθρώπους και όχι τόσο τα βιβλία.
Δε διαφωνώ. Αλλά νομίζω ότι ο Κέρουακ…
Φαντάσου ότι εγώ, τον Κέρουακ, τον είχα αφίσα στο δωμάτιο μου και τον «προσκυνούσα». Όπως, είχα αφίσα και τον Τζιμ Μόρισον. Ήμουν τέτοιας κοπής άτομο και όλα αυτά οδηγούσαν σε ένα modus vivendi, το οποίο ήταν -από ένα σημείο και μετά- αυτοκαταστροφικό. Δεν έπαψα να αγαπώ τον Τζιμ Μόρισον. H ροκ μουσική είναι ένα μεγάλο κομμάτι τής ζωής μου.
Από Έλληνες πεζογράφους ή ποιητές;
Από Έλληνες ποιητές, έχω διαβάσει –εννοείται- όλον τον κανόνα. Εμένα με αφορούν περισσότερο ποιητές οι οποίοι είναι της λοξής ματιάς, όσον αφορά τη χρήση της γλώσσας. Νομίζω ότι η πρώτη μου επιρροή ήταν ο Σολωμός. Αλλά και όλοι οι σύγχρονοι ποιητές. Νομίζω ότι έχουμε πάρα πολύ υψηλή ποίηση! Το δίπολο Ελύτης- Σεφέρης εναλλασσόταν στις προτιμήσεις μου. Έχω καταλήξει ότι με αφορούν πολύ περισσότερο τα τελευταία ποιήματα του Ελύτη, παρά τα πρώτα. Ο Σεφέρης νομίζω, ότι πραγματικά «κάθεται» μέσα μου όλο και περισσότερο, όσο μεγαλώνω.
Από Έλληνες ποιητές όχι τόσο μεγάλης εμβέλειας;
Δηλαδή;
Ο Λειβαδίτης, ας πούμε;
Ο Λειβαδίτης είναι ένας πολύ καλός ποιητής, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει «κακοποιηθεί» από το διαδίκτυο. Κάποιες ευαίσθητες ψυχές, αγόρια και κορίτσια, ανεβάζουν αποσπάσματα από τα ποιήματά του, τα οποία παραλλάσσουν και δεν καταλαβαίνουν το νόημά τους. Όπως ήταν, κάποτε, η Κατερίνα Γώγου «ιέρεια» των νέων, τώρα έχει γίνει ο Λειβαδίτης. Αυτά που έγραψε παραμένουν, βέβαια, πολύ αξιόλογα.
Από άλλους ποιητές, λοιπόν, ποιος είναι ο αγαπημένος σου;
Είναι ο Βύρων Λεοντάρης.
Είναι ωραίο να ακουστεί ένας επίσης πολύ καλός ποιητής αλλά όχι τόσο γνωστός στο ευρύ κοινό.
Ο Βύρων Λεοντάρης, πραγματικά, πρέπει να ακουστεί. Είναι καταπληκτικός! Στους αγαπημένους μου ποιητές, δεν μπορώ να μην αναφέρω τη θεία μου, την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, που είναι και η αιτία της ύπαρξης μου, διότι γνώρισε τον πατέρα μου στη μητέρα μου. Την θεωρώ μια ποιήτρια παγκόσμιας εμβέλειας! Επίσης, μιας που αναφερόμαστε στην ποίηση, υπάρχει μία νέα γενιά ποιητών για την οποία πρέπει να μιλήσουμε. Είναι μια γενιά παιδιών κάτω από τα τριάντα, τα οποία λειτουργούν με ένα δικό τους τρόπο. Κάνουν συνάξεις σε μπαρ και οργανώνουν βραδιές ποίησης, μεταξύ τους. Επίσης, δουλεύουν πολύ μέσω διαδικτύου. Έχω παρακολουθήσει λίγο τη δουλειά τους και έχω δει ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Εγώ , μόνο το έχω ακούσει αυτό το κύκλωμα.
Ναι, υπάρχει ένα κύκλωμα καινούργιο, σ’ αυτόν το χώρο. Διότι, πλέον η απαξίωση της ποίησης είχε φτάσει στο έσχατο σημείο. Έχουμε τον εξαιρετικά αξιόλογο εθνικό μας ποιητή. Έχουμε δύο ποιητές με βραβείο Νόμπελ! Παρόλα αυτά, στα βιβλιοπωλεία, η ποίηση παραμένει στα ράφια. Κανείς δεν αγοράζει βιβλία ποίησης. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες μικρές εξαιρέσεις. Όπως το «Μονόγραμμα» του Ελύτη, που εξακολουθεί να πουλιέται, όπως και κάποιες πολύ «κλασικές» ποιητικές συλλογές.
Όσον αφορά τους ξένους ποιητές;
Διάβασα, πάρα πολύ, ξένους ποιητές και έχω δεχτεί μεγάλες επιρροές από αυτούς: Από τον Τ.Σ. Έλιοτ και όλη την αγγλική ποίηση και από αμερικάνους ποιητές, όπως ο Τζον Άσμπερι. Η αγαπημένη μου αμερικανίδα συγγραφέας είναι η Έμιλι Ντίκινσον. Και πάρα πολλοί άλλοι. Είναι αναρίθμητες οι επιρροές μου. Και δεν είναι μόνο λογοτεχνικές. Είναι και κινηματογραφικές. Και, μάλιστα, σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Ο κινηματογράφος σε επηρέασε εξίσου με τη λογοτεχνία;
Ήμουν σινεφίλ, με τα μπούνια! Έχω κάνει και μεταπτυχιακές σπουδές στον κινηματογράφο. Κάποτε, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Όταν ήμουν στην Αγγλία, πήγαινα κάθε μέρα σε τρία έργα. Οι αγαπημένοι μου είναι η παλιά φρουρά. Δηλαδή, οι Ιταλοί και κυρίως ο Φελίνι και ο Αντονιόνι, τους οποίους θεωρώ κορυφές. Επίσης, ο Κιούμπρικ και η αμερικανική σχολή, από τον Σκορσέζε και μετά. Επίσης, με πολλή χαρά, πρέπει να προσθέσω ότι βλέπω και τη νέα ελληνική γενιά σκηνοθετών να έχει πολύ αξιόλογες παρουσίες: Ο Γιώργος Λάνθιμος, ο Αλέξανδρος Αβρανάς, ο Πάνος Κούτρας, ο Χρήστος Δήμας, που μας κάνει και το τρέιλερ της παράστασής μας, ο Άγγελος Φραντζής, ο Βαρδής Μαρινάκης, ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ο Έκτορας Λυγίζος, ο οποίος είναι και θεατρικός σκηνοθέτης και πάει λέγοντας. Είναι εξαιρετικά ταλέντα και έχουν δημιουργήσει μια πολύ καλή «σχολή».
Είπες, προηγουμένως, ότι παρά τα δύο ελληνικά νόμπελ, τα βιβλία της ποίησης μένουν απούλητα στα ράφια. Γενικά, ποια είναι η στάση του κοινού της σημερινής εποχής, απέναντι στην ποίηση, στη λογοτεχνία και στο θέατρο;
Τώρα, θα σε απογοητεύσω λίγο. Πιστεύω ότι, στην Ελλάδα, το κοινό που ενδιαφέρεται για το θέατρο, το σινεμά, τη λογοτεχνία και την ποίηση είναι περίπου είκοσι χιλιάδες άτομα. Το λέω χοντρικά, αλλά ο αριθμός είναι πολύ μικρός.
Ναι. Ακόμη κι αν δεν είναι ακριβής ο αριθμός, δυστυχώς, αυτό το κοινό δεν είναι πολύ μεγάλο…
Είμαστε πάρα, μα πάρα πολύ λίγοι. Ένας στους δύο Έλληνες δεν έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή του ένα βιβλίο. Αυτή τη στιγμή, μπαίνεις σε ένα βιβλιοπωλείο και βλέπεις ότι πουλιούνται μόνο αισθηματολογικά μυθιστορήματα. Εγώ, προσωπικά, δεν έχω τίποτα εναντίον της αισθηματικής λογοτεχνίας. Αλλά, δε γίνεται όλη η εκδοτική δραστηριότητα να στηρίζεται μόνο σ’ αυτά. Ο Γιώργος Χειμωνάς -ο οποίος αποτελεί, επίσης, μια μεγάλη μου επιρροή- έλεγε ότι, τελικά, αυτά τα βιβλία βοηθάνε, διότι εξοικειώνουν το κοινό που δε διάβαζε ποτέ…
…με την έννοια της ανάγνωσης.
Ακριβώς. Αλλά, δυστυχώς, αυτό το κοινό δεν πάει πουθενά αλλού και μένει εκεί. Εγώ δεν έχω τίποτε εναντίον τους. Μάλιστα, όταν βγαίνει η βασική τους εκπρόσωπος και δηλώνει ότι δε θεωρεί ότι κάνει υψηλή λογοτεχνία, αλλά το κέφι της, τότε με γεια της και με χαρά της. Κανένα πρόβλημα. Το θέμα είναι, όμως, ότι αυτό έχει αλλοιώσει την αγορά. Όταν λέμε αγορά του βιβλίου, θα έπρεπε να εννοούμε τη λογοτεχνία, το θέατρο, τους κλασικούς… Δεν μπορεί να πουλιούνται μόνο τα αισθηματολογικά βιβλία. Είμαστε λίγο μπερδεμένοι στο μυαλό μας, οι Έλληνες σήμερα. Για αυτό, έχουν αλλοιωθεί οι καταστάσεις. Ο Έλληνας θεατής, αυτή τη στιγμή, στην τηλεόραση, δεν έχει να δει τίποτα. Οπότε, βγαίνει και πηγαίνει στο θέατρο. Αλλά, αναζητά τις εύπεπτες παραστάσεις, που κι αυτές, όμως, δεν ακολουθούν τους παλιούς κανόνες. Θα ήταν ενδιαφέρον να είχαμε ένα εμπορικό θέατρο όπως ήταν πριν πολλά χρόνια, στο οποίο πήγαινες για ψυχαγωγία και όχι για χάχανο.
Εντάξει. Βέβαια, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Λίγες αλλά υπάρχουν.
Λέω για τον μέσο όρο. Υπάρχει μια εμπορική παράσταση, αυτή τη στιγμή την οποία μετά χαράς θα πάω να δω. Και την κάνω πολύ κέφι. Αλλά, καλό είναι να υπάρχει πάντα ένα μίνιμουμ επίπεδο.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο θλιβερό συμπέρασμα -και δεν είναι η πρώτη φορά που το διαπιστώνουμε- ότι έχουμε πρόβλημα με την παιδεία μας και με την εκπαίδευση μας.
Ακριβώς. Πριν καταλήξουμε σ’ αυτό, που είναι η κορωνίδα, πρέπει να πούμε ότι αυτή η υπέρ-πληθώρα των παραστάσεων είναι ένα φαινόμενο που δεν νομίζω ότι το αντέχει πλέον η πιάτσα. Είναι κάτι που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Από την άλλη, όμως, -επειδή το ίδιο γίνεται και στις εκδόσεις- μάς δείχνει την τρομερή ανάγκη των νέων ανθρώπων να εκφραστούν καλλιτεχνικά.
Διότι, όντως, η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών που κάνουν παραστάσεις και εκδίδουν βιβλία είναι νέοι, σε ηλικία.
Ναι. Κάποιοι τα κάνουν αυτά. Κάποιοι δεν πληρώνονται για αυτά. Κάποιοι αφιερώνουν όλο το χρόνο τους σ’ αυτά. Κάποιοι τα γουστάρουν αυτά. Και είναι στον αέρα όλα αυτά τα παιδιά! Δεν υπάρχει καμία εκπαίδευση, καμία σχολή. Εγώ έμαθα να γράφω θεατρικά έργα μόνος μου. Όταν έψαξα, διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει παγκοσμίως ούτε ένα βιβλίο που να σου διδάσκει το πώς να γράψεις θέατρο. Το μόνο που μπορείς να διαβάσει κανείς είναι Στανισλάβσκι και οι επίγονοί του. Να προσεγγίσει το θέατρο μέσω της διαδικασίας της υποκριτικής. Για τη συγγραφή, δεν υπάρχει τίποτα. Όσο για τη θεατρική παιδεία, υπάρχουν δυο τρεις δραματικές σχολές που αξίζουν. Αλλά, γενικότερα, υπάρχει μία εκμετάλλευση όλων αυτών των παιδιών που έχουν όνειρο να γίνουν ηθοποιοί και τελικά η ανεργία στον κλάδο τους αγγίζει το ενενήντα τοις εκατό!
Τεράστιος αριθμός ηθοποιών και τεράστια ανεργία.
Υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν και δεν πληρώνονται. Υπάρχουν παιδιά που συμμετέχουν ταυτόχρονα σε τρεις δουλειές, για να επιβιώσουν. Και πάλι, από όλες τις δουλειές, βγάζανε κάτι λίγα χρήματα και ας τρέχουν όλη μέρα. Δεν είναι ζωές αυτές. Καταρχάς, δεν μπορείς να κάνεις κατά τη γνώμη μου…
…τρεις παραστάσεις, ταυτόχρονα.
Ναι. Δύο, ίσως, μπορείς. Αλλά, τρεις είναι κάτι το αδιανόητο! Για να γίνει μια παράσταση αξιώσεων, πρέπει να ασχολείσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ με το έργο.
Και, πολλές φορές, επί μήνες
Ακριβώς. Δεν μπορείς να πεις ότι έντεκα με μία το πρωί, παίζω σ’ ένα παιδικό, μετά πηγαίνω σε πρόβα για κάτι που θα ανεβεί στο μέλλον και το βράδυ παίζω στην κανονική μου παράσταση. Δε γίνεται έτσι.
Τι μπορούμε να ευχηθούμε ως κατάληξη για αυτή την κατάσταση;
Ευχόμαστε, όλη αυτή η τεράστια επιθυμία για έκφραση, η οποία ξεχειλίζει από τα νέα παιδιά να βρει την αρωγή που της αρμόζει. Διότι, δεν υπάρχει καμία αρωγή από το κράτος. Και δε λέω για τις παλιές εποχές, με τις επιχορηγήσεις. Αλλά δεν υπάρχει πια ούτε καν ένα πρόγραμμα που υπήρχε παλαιότερα, το οποίο επιχορηγούσε τις μεταφράσεις για τα βιβλία που είχαν γίνει δεκτά από εκδοτικούς οίκους τού εξωτερικού. Ας πούμε ότι κάποιοι ξένοι εκδοτικοί οίκοι δέχονται, συνολικά, δέκα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων. Το πρόγραμμα που υπήρχε επιχορηγούσε την κάθε μετάφραση με πέντε χιλιάδες ευρώ, το πολύ. Δηλαδή, το κράτος έδινε πενήντα χιλιάδες ευρώ το χρόνο, για να υπάρχει παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Και, όμως, αυτό το πρόγραμμα κόπηκε! Ο Έλληνας συγγραφέας είναι πια εντελώς πεταμένος στη γωνία! Κάποτε, έγραψα ένα άρθρο που το συσχέτισα με την Eurovision. Είπα ότι αυτό το πρόγραμμα κόστιζε όσο το μισό φουστάνι της Βίσση. Από τη μία, πετιούνται λεφτά και από την άλλη -στο χώρο του βιβλίου και του θεάτρου- δεν υπάρχουν ούτε τα στοιχειώδη! Νιώθουν εντελώς απαξιωμένοι και ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός και ο συγγραφέας.
Και, κυρίως, ο ποιητής.
Ο ποιητής… Αλλά και στο θεατρικό χώρο, γίνονται περίεργα πράγματα σε σχέση με τις παραγωγές. Δεν καταλαβαίνω πλέον τι συμβαίνει. Είναι τόσο τεράστια η περιπέτεια που περνάς, που αναρωτιέσαι αν αξίζει να μπεις σε μια κατάσταση εντελώς ανοργάνωτη, όπου δεν μπορείς να κάνεις και τη δουλειά σου, όπως πρέπει. Τουλάχιστον, ως πεζογράφος, έχω την εμπειρία του συγγραφέα ο οποίος ολοκληρώνει το βιβλίο του, με τον τρόπο που επιθυμεί.
Και τι πρέπει να γίνει για να διορθωθούν όλα αυτά;
Η ευχή είναι: Επαγγελματισμός, συσπείρωση και κάποια –έστω και μικρή- βοήθεια από το κράτος. Σκεφτείτε ότι αυτή τη στιγμή, το Γαλλικό Ινστιτούτο, με τις δράσεις που έχει αναπτύξει, κάνει περισσότερα πράγματα από το Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο είναι ανύπαρκτο! Γενικά, όμως, εμένα το μότο μου είναι: «Πάμε παρακάτω. Αυτά έχουμε; Μ’ αυτά θα παλέψουμε!». Υπάρχει ένα επεισόδιο μέσα στο βιβλίο για τον συνθέτη Ολιβιέ Μεσιάν, που ήταν έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κάποια στιγμή, βρήκε εκεί τρεις συγκρατουμένους! Ο ένας έπαιζε τσέλο, ο άλλος βιολί και ο τρίτος κλαρινέτο. Ο ίδιος, ο Ολιβιε Μεσιαν έπαιζε πιάνο… Δηλαδή, τέσσερα όργανα που είναι άσχετα μεταξύ τους. Με αυτά, κάθισε και έγραψε κουαρτέτο για το τέλος του κόσμου. Είναι ένα κομμάτι ανατριχιαστικό, το οποίο έπαιζε στους συγκρατούμενους του. Το ακούς και σού σηκώνεται η τρίχα. Εγώ, αυτό το ερμηνεύω ως εξής: Αυτά μου δίνεις, φίλε; Μέσα στο ναδίρ, μέσα στο καταγώγιο, μέσα στο Άουσβιτς; Ε, μ’ αυτά, εγώ θα σου γράψω την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, όπου θα είναι όλα καλά στο μέλλον.
Η ανθρώπινη φύση έχει μια εγγενή αισιοδοξία και βρίσκει τον τρόπο να ξεπεράσει όλα τα προβλήματα.
Αλέξη, σ’ ευχαριστώ πολύ για τη συζήτησή μας. Εύχομαι καλή επιτυχία στο θέατρο και στο βιβλίο σου και να κάνεις πραγματικότητα τα σχέδια που μου ανέφερες.
Και από μένα, ευχές για σένα. Ευχαριστώ πολύ!
Η φωτογραφία του πορτρέτου είναι του Τάκη Σπυρόπουλου.