Παθιασμένη καλλιτεχνική προσωπικότητα, με βαθειά καλλιέργεια και ευαισθησία, σεμνός δημιουργός στο πρόσωπο του οποίου ταυτίζεται «η διαρκής εφηβεία με την συνθήκη της έρευνας» ο Γιάννης Λεοντάρης με πολλές διακρίσεις για τις μικρού μήκους ταινίες του, στο αντίστοιχο Φεστιβάλ Ταινιών Δράμας και ειδικά δύο φορές με το Α΄ Κρατικό Βραβείο, βραβευμένος και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Ντοκιμαντέρ το 2002 για το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ με τίτλο «Εγκώμιο Βραδύτητας», το 2004 στρέφεται στο χώρο του θεάτρου όπου παραμένει σκηνοθετώντας με ένα καθαρά «προσωπικό ιδίωμα».
Συνέντευξη στη Σμαρώ Κώτσια για τα Θεατρικά Προγράμματα.
Συνάντησα τον Γιάννη Λεοντάρη την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου στο ολοήμερο αφιέρωμα στον Μιχάλη Μπουλγκάκοφ, “Big Day Μπουλγκάκοφ», που διοργάνωσε το Κ.Θ.Β.Ε.. Ήρθε από το Ναύπλιο για να μιλήσει για την παράσταση του «Δον Κιχώτη» και να κάνει ένα εργαστήριο, μια εισαγωγή στη μέθοδο της Anne Bogart, για ηθοποιούς και σπουδαστές δραματικών σχολών, στο πλαίσιο της ανωτέρω εκδήλωσης. Λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεών του, η συνέντευξη έγινεμέσω e-mail. Τον ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που διέθεσε και για τον τόσο μεστό του λόγο.
Κύριε Λεοντάρη, ποια ανάγκη σας ώθησε να στραφείτε στο χώρο του θεάτρου μετά από μια επιτυχημένη πορεία δεκαεπτά χρόνων στον μαγικό κόσμο της 7ης Τέχνης;
Η τέχνη του κινηματογράφου περιέχει πολλή μοναξιά. Αυτός είναι ο πιο ισχυρός λόγος. Το οικονομικό κόστος επίσης είναι εξαιρετικά δυσανάλογο με τον αριθμό των κινηματογραφόφιλων στην Ελλάδα. Μία ταινία με ανταπόκριση 10.000 θεατών για παράδειγμα θεωρείται αποτυχία. Για τα δικά μου κριτήρια αυτό δεν ισχύει. Θα έπρεπε να υπάρχουν θεσμοί και υποδομές οι οποίοι να εξασφαλίζουν την επιβίωση και ανάπτυξη ενός κινηματογράφου τέχνης σε μία χώρα με πολύ σημαντικούς κινηματογραφιστές αυτού του είδους. Αυτό δεν συμβαίνει και είναι πολύ λυπηρό. Είναι εξαιρετικά αποκαρδιωτικό να εργάζεσαι σκληρά για αρκετά χρόνια πάνω σε μία ταινία και στη συνέχεια να επικοινωνείς μόνο με τους κριτικούς και τους εκλέκτορες των ξένων φεστιβάλ.
Αισθάνεστε ότι η σκηνοθετική σας καριέρα στον κινηματογράφο έχει κλείσει οριστικά;
Το νόημα της λέξης καριέρα μου διαφεύγει καθώς όλες μου οι επιλογές σε σχέση με τα επαγγέλματά μου – δάσκαλος, κινηματογραφιστής, σκηνοθέτης στο θέατρο – προέκυψαν ως αποτέλεσμα απρόβλεπτων συγκυριών και συμπτώσεων. Δεν θα εργαζόμουν στο Πανεπιστήμιο αν κάποτε δεν χάζευα τις αγγελίες στις εφημερίδες, δεν θα είχα ασχοληθεί με το θέατρο αν δεν είχε απορριφθεί από το Κέντρο Κινηματογράφου ένα σενάριο ήδη εγκεκριμένο από το Eurimages, δεν θα έμενα στο Ναυπλιο αν δεν είχα ερωτευτεί. Ενδεχομένως, μία απρόβλεπτη συγκυρία στο μέλλον, να με οδηγούσε και πάλι πίσω από την κάμερα.
Σκηνοθετείτε στο θέατρο και διδάσκετε Θεωρία του Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ποια από τις δύο ιδιότητες σας εκφράζει περισσότερο;
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ο συνδυασμός των δύο ήταν εφικτός. Τελευταία όμως, η δουλειά μου στο θέατρο χρειάζεται την εμβάθυνση και την ερευνητική διάσταση η οποία εμπεριέχεται στη συνεργασία με τους φοιτητές. Από το 2010 λοιπόν διδάσκω Υποκριτική και Σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο. Δεν παρακολουθώ πια τους νέους και συναρπαστικούς δρόμους της κινηματογραφικής θεωρίας. Η επαφή μου με αυτούς, περιορίζεται τώρα στη συνεργασία με υποψήφιους διδάκτορες στο πλάισιο της εκπόνησης της διατριβής τους. Εϊναι κάτι που με ενδιαφέρει γιατί υπερβαίνει τις δικές μου γνώσεις και με προχωρά. Σήμερα, η σχέση μου με το θέατρο, περνά με πολύ ουσιαστικό τρόπο μέσα από τα συμπεράσματα της δουλειάς στο Πανεπιστήμιο. Ο χώρος αυτός με γεμίζει αθωότητα και ορμή. Ίσως γιατί ποτέ δεν τον «έμαθα».
Είστε ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας «Κανιγκούντα». Ποια είναι η γνώμη σας για την συμμετοχή των θεατρικών ομάδων στην υπόθεση του θεάτρου και πολύ περισσότερο σήμερα με την οικονομική κρίση;
Οι θεατρικές ομάδες είναι ό,τι πιο νεανικό και ελπιδοφόρο για το θέατρο. Ωστόσο, η μακροβιότητά τους δεν εξαρτάται μόνο από τα μέλη τους αλλά και από τις γεωγραφικές συντεταγμένες της δράσης τους. Το ελληνικό κράτος απεχθάνεται τις συναθροίσεις και κάνει ότι μπορεί για να εξοντώσει τις πάσης φύσεως ομάδες. Η κρίση έγινε ένα καλό άλλοθι για να μετατραπούν οι θεατρικές ομάδες σε υπαλλήλους
θεατρικών οργανισμών. Θα ήθελα πολύ να έβρισκα τη δύναμη να πείσω μερικές ομάδες που αγαπώ και σέβομαι, για την ανάγκη δημιουργίας μιας κοινής θεατρικής στέγης. Ίσως αυτό συμβεί στο μέλλον.
Με ποια κριτήρια γινόταν η επιλογή των κειμένων που ανεβάζατε με την ομάδα «Κανιγκούντα»; Παρατηρούμε μια τεράστια γκάμα έργων από τη «Βοσκοπούλα»ανώνυμου συγγραφέα του 16ου αιώνα και τη «Βεγγέρα»του Καπετανάκη μέχρι τα σύγχρονα έργα όπως «Γένεσις Νο2» του Ιβάν Βιριπάεφ και «Οι έμποροι» και «Κύκλοι/Ιστορίες» του JoelPommerat.
Η επείγουσα ανάγκη ήταν το μοναδικό κριτήριο. Επρόκειτο για μία ανάγκη απολύτως προσωπική. Αν και όταν, η ανάγκη αυτή «δηλητηρίαζε» και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, προχωρούσαμε στην προετοιμασία της παράστασης.
Τι αποκομμίσατε συμμετέχοντας στον διεθνή θεατρικό στίβο με τις παραστάσεις «Ηλέκτρα» του Ούγκο Φον Χόφμανσταλ, στο Διεθνές Φεστιβάλ της Αβινιόν, το καλοκαίρι του 2008 και την «Πόλη-Κράτος» στηριγμένη στη συλλογική επεξεργασία κειμένων της ομάδας στο TheatredelaVille στο Παρίσι τον Ιούνιο του 2012 και στη Χαϊδεβέργη τον Απρίλιο του 2013;
Η Κανιγκούντα ταξίδεψε στην Αβινιόν, στο Παρίσι, στη Χαιδελβέργη και στη Νεα Υόρκη. Ταξίδεψε επίσης στη Μόσχα όπου συνεργαστήκαμε με τον Ιβαν Βιριπάεφ κατά την προετοιμασία της παράστασης «Γένεσις Νο 2». Η ομάδα ταξίδεψε επίσης στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τις Σέρρες. Τι απέμεινε από αυτά τα ταξίδια; Χαρά, εμπειρία, πίστη και υψηλές απαιτήσεις για το μέλλον.
Με ποιο σκεπτικό προσεγγίζετε σκηνοθετικά τα κείμενα επιλέγοντας διαφορετικούς θεατρικούς κώδικες και τεχνικές; Όπως για παράδειγμα στη «Βεγγέρα» υπερισχύει το έντονο στοιχείο της κλοουνερί ενώ στα έργα «Κύκλοι/Ιστορίες» και στον «Δον Κιχώτη» δουλέψατε τους ηθοποιούς σύμφωνα με τα 9 viewpoints της μεθόδου της Anne Bogart.
Αισθάνομαι ότι συντηρώ μία εφηβική σχέση με τα θεατρικά μέσα. Η συνθήκη της εφηβείας στα μάτια μου ταυτίζεται με τη συνθήκη της έρευνας. Η δουλειά μας δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά μεθοδική. Δεν γίνεται διαφορετικά. Το μείγμα των συστατικών της μεθόδου όμως εξαρτάται κάθε φορά από τους ανθρώπους και από τα κείμενα. Είναι σαν μαγικό φίλτρο. Μπορεί να πετύχει , μπορεί όμως να έχει και παρενέργειες: να μας τρελάνει, να μας αποπροσανατολίσει, να μαςεγκλωβίσει. Δε νομίζω ότι θα καταλήξω ποτέ σε μία σταθερή «συνταγή».
Τι επιδιώξατε να «φωτίσετε» με την σκηνοθεσία σας στον «Δον Κιχώτη» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ;
Το έργο αυτό έχει γραφτεί εν θερμώ. Δεν πρόκειται για ένα ψύχραιμο κείμενο.Ακριβώς γι’ αυτό είναι γεμάτο μυστικά, σιωπές και αποσιωπήσεις. Ο συγγραφέας μιλά σιωπώντας. Στην αρχή της παράστασής μας, επί σκηνής βρίσκεται ο ίδιος ο Μπουλγκάκοφ. Η ωμή βία τον μεταμορφώνει σε εξεγερμένο Δον Κιχώτη. Στο τέλος της παράστασης ο θάνατος του Δον Κιχώτη ταυτίζεται με το θάνατο του συγγραφέα. Εδώ το «μυστικό» του Μπουλγκάκοφ θεριεύει και καθιστά την απόπειρα παράστασης του κειμένου επί σκηνής μία εμπειρία κινδύνου. Η ένταξη στην παράσταση στοιχείων από άλλα έργα του συγγραφέα, όπως για παράδειγμα ο μαύρος γάτος από το μυθιστόρημα «Ο Μετρ και η Μαργαρίτα» ως φορέας του κακού, έχουν στόχο να διαβάσουν αυτό το «μυστικό». Την ίδια λειτουργία εξυπηρετεί και ο λόγος της ποίησης ο οποίος εισβάλλει αναπάντεχα στην παράσταση. Ξεγελώντας μας, με τη χρηση κωδίκων της κωμωδίας, ο αιχμάλωτος συγγραφέας μιλά προφητικά για τον επερχόμενο θάνατό του. (Ο Μπουλγκάκοφ πεθαίνει ένα χρόνο περίπου με τά τη συγγραφή του Δον Κιχώτη). Ουσιαστικά όμως πρόκειται για δολοφονία. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του πεθαίνουν χτυπημένοι από τους «ορθώς σκεπτόμενους». Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι μία κωμική «παγίδα» στην οποία πέφτει τόσο ο ίδιος ο Δον Κιχώτης όσο και ο θεατής. Βιώνουμε μαζί με τον ήρωα, τηνευχάριστη και παιγνιώδη όψη της ψευδαίσθησης. Το δεύτερο μέρος είναι «παγωμένο». Η σκληρότητα του πραγματικού εισβάλλει στη σκηνή και επιβάλλει τη βία και την «κανονικότητα», διαχωρίζοντας τα πρόσωπα του έργου σε θύτες και θύματα. Είναι αλήθεια ότι η αυστηρότητα και η ένταση στη διαφορά ανάμεσα στα δύο μέρη της παράστασης είναι μία σκηνοθετική πρόταση που επιχειρεί να αναδείξει με μεγαλύτερη σαφήνεια την απουσία «αποχρώσεων» η οποία κυριαρχεί σ’αυτό το οριακό κείμενο του Μπουλγκάκοφ.
Γιατί θελήσατε να εμπλουτίσετε το θεατρικό κείμενο του Μπουλγκάκοφ με εμβόλιμα κείμενα από την αλληλογραφία του συγγραφέα με τον Στάλιν και κείμενα Ελλήνων ποιητών που διαπραγματεύονται το θέαμ της ήττας και της ουτοπίας όπως ο Βύρων Λεοντάρης, ο Κώστας Ουράνης και ο Κώστας Καρυωτάκης;
Το αίσθημα της ήττας έχει κυριαρχήσει στην ψυχή του Μπουλγκάκοφ. Γι’ αυτόν όμως η ήττα δεν ισοδυναμεί με συνθηκολόγηση ούτε με συμβιβασμό με την εξουσία. Η ήττα χαράζει τη ρωγμή μέσα από την οποία αναβλύζει η τέχνη του συγγραφέα. Η γραφή του Μπουλγκάκοφ αντιστέκεται μέσα από την ίδια της την οδύνη. Ο ορθολογισμός της ισχύος συντρίβει τον καλλιτέχνη, όχι την έκφρασή του. Ο Μπουλγκάκοφ μιλά στον Στάλιν μέσα από τα λόγια του Δον Κιχώτη: «Το βλέμμα σας είναι κρύο και σκληρό, και ξαφνικά μουφάνηκε πως η Δουλτσινέα όντως δεν υπάρχει σ’ αυτότον κόσμο! Ναι, δεν υπάρχει! Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν θα πω αυτά τα λόγια που θέλετε να μου βάλετε στο στόμα.Ομορφότερη απ’ αυτήν δεν υπάρχει!». Υπό αυτότο πρίσμα καλείται να κοιτάξει και ο θεατης τα αυθεντικά αποσπάσματα της αλληλογραφίας από το αρχείο του Στάλιν τα οποία έχουν ενταχθεί στην παράσταση. Ως προς την ποίηση, είναι μία από τις πιο ιερές περιοχές της ζωής μου. Δεν μπορώ να βρω άλλο λόγο, ισχυρότερο για να απαντήσω στο ερώτημά σας.
Η επιστολή με την οποία ανακοινώσατε την διακοπή της λειτουργίας της ομάδας «Κανιγκούνα» (2005-2013) καταλήγει: «Οι καιροί είναι σκοτεινοί αλλά αυτό θ’ αλλάξει. Έτσι γινόταν πάντα». Κατά τη γνώμη σας ήρθε η ώρα ν’ αλλάξει αυτό το «σκηνικό»; Βιώνουμε πλέον αυτή την ελπιδοφόρα περίοδο;
Πρόκειται για πεποίθηση η οποία αντλεί τη βεβαιότητά της από τον κόσμο της φύσης και όχι από την επικαιρότητα. Η φράση αυτή αναφέρεται σε νομοτέλειες του φυσικού κόσμου. Με τον ίδιο τρόπο που ένας σεισμός δημιουργεί τσουνάμι, έτσι και η βαρβαρότητα προκαλεί το φως που θα την εξαφανίσει. Είναι το φως που περιέχεται στον έρωτα και στην εξέγερση.Το φως είναι αναπόφευκτο.
Πιστεύετε ότι το θέατρο εκτός από καλλιτεχνική πράξη είναι και πολιτική;
Η καλλιτεχνική πράξη δικαιώνεται ως τέτοια, κάθε φορά που κλονίζει τα θεμέλια της εξουσίας. Ονομάζω εξουσία, κάθε δραστηριότητα η οποία οικειοποιείται την ισχύ και την ιδιοτέλεια για να πραγματωθεί. Η καλλιτεχνική πράξη οικειοποιείται το μυστικό, την υπέρβαση, τον εκτροχιασμό, τον έρωτα και το αναπάντεχο.
Έχετε ζήσει και εργαστεί στη Θεσσαλονίκη για μεγάλο διάστημα, είστε της γνώμη της ότι το κοινό της είναι ικανό να γεμίζει τρεις πολύ μεγάλες σκηνές (Λαζαριστών, Κεντρική Σκηνή, Βασιλικό) και άλλες μικρότερες εντός και εκτός του Κ.Θ.Β.Ε.;
Όπως κάθε ευρωπαική πόλη με τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, η πόλη θα έπρεπε να έχει δύο μεγάλες σκηνές και μία μικρή. Στο κέντρο της πόλης.
Θεωρείτε ότι το κοινό της πόλης μας είναι αρκετά ανοιχτό σε καινοτόμες και τολμηρές θεατρικές προτάσεις;
Η παρουσία του Τμήματος Θεάτρου στην πόλη της Θεσσαλονίκης τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έχει εκπαιδεύσει μία νέα γενιά απαιτητικών θεατών και καλλιτεχνών με διάθεση για έρευνα. Η πόλη θα πρέπει να βρει τον τρόπο να τους κρατήσει κοντά της.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τα μελλοντικά σας σχέδια;
Θα ήθελα να μπορούσα να ταξιδέψω όπως παλιά, τότε που η εργασία μας, μας εξασφάλιζε τις ελάχιστες συνθήκες μιας αξιοπρεπούς ζωής.
Ευχαριστώ πολύ!
Και γω σας ευχαριστώ!