Αποκλειστική συνέντευξη στον Άκη Χαραλαμπίδη για τα Θεατρικά Προγράμματα.
Σε έναν κεντρικό, αλλά ήσυχο και πρασινοφυτεμένο δρόμο της Νέας Σμύρνης, βρίσκεται το διαμέρισμα του Γρηγόρη Βαλτινού. Εκεί, τον συνάντησα ένα ζεστό πρωινό του Οκτωβρίου. Καθίσαμε στο χώρο του γραφείου του. Η σύζυγός του, Εύα Μπίθα, μάς έφερε καφέ και κουλουράκια, ενώ ο υπέροχος σκύλος του σπιτιού χοροπηδούσε γύρω, γύρω και γαύγιζε προληπτικά, πριν αποφασίσει να δεχτεί τα χάδια μου και να ησυχάσει.
Α.Χ- Καλημέρα Γρηγόρη μου! Σ’ ευχαριστώ που με δέχεσαι εδώ, στο γραφείο σου για αυτήν τη συνέντευξη που θα δημοσιευτεί στον ιστότοπο που λέγεται Θεατρικά Προγράμματα.
Γ.Β. Εύχομαι καλή επιτυχία σ’ αυτόν τον ιστότοπο, που ασχολείται με ένα τόσο εξειδικευμένο και τόσο αγαπημένο θέμα.
Α.Χ- Ευχαριστούμε πολύ.
Γ.Β. Οι άνθρωποι του θεάτρου θα το στηρίξουν.
Α.Χ. Εσύ είσαι άνθρωπος του θεάτρου και –μάλιστα- με διπλή ιδιότητα. Τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, συνήθως, σκηνοθετείς τις παραστάσεις, στις οποίες πρωταγωνιστείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έχεις αναλάβει την πλήρη καλλιτεχνική ευθύνη. Τι σε οδήγησε σ’ αυτή την πράξη;
Γ.Β- Η υπερβολική μου ανησυχία και η αναζήτηση που είχα πάντα γύρω από το θέατρο. Ακόμη και πριν μπω στη σχολή του Εθνικού, μ’ ενδιέφερε να δω παραστάσεις, να διαβάσω έργα, να γνωρίσω το παρελθόν, και το παρόν του θεάτρου και -κατά συνέπεια- το μέλλον του. Θυμάμαι ότι τελείωνα από τη Δραματική σχολή στις εννέα το βράδυ και αμέσως έτρεχα να δω ένα έργο. Τότε, οι παραστάσεις ήταν πενήντα τέσσερις. Ήξερα ακριβώς ποια παράσταση παίζεται σε κάθε αίθουσα και τις έβλεπα όλες, από τις πιο καλές μέχρι και τις πιο άθλιες. Πρέπει να σου πω ότι οι πιο άθλιες με βοήθησαν πάρα πολύ στη ζωή μου, διότι με δίδαξαν τι πρέπει να αποφεύγω. Όταν πάτησα στο σανίδι, το πάθος φούντωσε ακόμη περισσότερο. Τότε, κατάλαβα ότι με τη σκηνοθεσία, θα δω το θέατρο πιο σφαιρικά και θα το κατανοήσω καλύτερα. Η πρόκληση της σκηνοθεσίας και το γεγονός ότι θα έχω την συνολική ευθύνη μιας παράστασης με γέμιζε αγωνία και φόβο. Κάποιες φορές, αναλάμβανα και περισσότερους τομείς. Δηλαδή, εκτός από τη σκηνοθεσία, έκανα και τη μετάφραση και τη μουσική επιμέλεια και –φυσικά- έπαιζα. Βέβαια, έχω σκηνοθετήσει και παραστάσεις όπου δεν έχω παίξει.
Α.Χ- Θύμισέ μου κάποιες.
Γ.Β- Είναι πολλές. Κατ’ αρχάς κάποιες φεστιβαλικές παραστάσεις. Επίσης στα θέατρα του αείμνηστου επιχειρηματία Γιώργου Λεμπέση. «Το πάρτυ» του Νιλ Σάιμον, στο Βεάκη. Το «Σάλτο μορτάλε», στο Αθήναιον, το «Χαίρω πολύ» στην ταράτσα του Λαμπέτη και πολλά άλλα. Ακόμη, στο θέατρο Μεταξουργείο της Άννας Βαγενά. Και στην πολιτιστική Ολυμπιάδα, στη Ρωμαϊκή Αγορά και, επίσης, συναυλιακές και μουσικές παραστάσεις. Έχω κάνει και μιούζικαλ. Το «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθιές».
Α.Χ- Ναι. Τις θυμάμαι όλες αυτές τις παραστάσεις.
Γ.Β- Και όλη αυτή η διαδικασία μού έκανε πάρα πολύ καλό. Πιστεύω ότι, μέσα από αυτήν, έμαθα να βλέπω τα πράγματα πιο σφαιρικά. Έμαθα περισσότερο θέατρο! Και, από τη μια πλευρά, αυτό μού δημιούργησε άγχος και αγωνία. Αλλά από την άλλη, με απελευθέρωσε κιόλας. Με έκανε να αντιμετωπίζω τα πράγματα πιο ήρεμα. Διότι, σκηνοθετώντας μία παράσταση, δουλεύεις το έργο πολύ καιρό πριν, την αναλύεις και είσαι πιο σίγουρος για τους ρόλους, αλλά και για το πού να κινηθείς. Δεν πηγαίνεις ψάχνοντας. Περνάς, μεν, τρεις μήνες αγωνίας, αλλά υποχωρεί κάπως η αβεβαιότητα η οποία είναι πάντα συνυφασμένη με τη δημιουργία της παράστασης. Συνήθως, εγώ αισθάνομαι υποχρεωμένος να έχω ολοκληρώσει την κατεύθυνση της παράστασης πριν αρχίσουν οι πρόβες. Έπειτα, στις πρόβες, περιμένω να δω τι θα γεννηθεί από τις ερμηνείες των ηθοποιών, που είναι τα επιπλέον «δώρα» της παράστασης.
Α.Χ. -Το να έχεις τη συνολική ευθύνη είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσεις και ένα συγκεκριμένο κοινό. Αυτό «πιστώνει» σε σένα την τελική εικόνα της παράστασης, σε όλα τα επίπεδα.
Γ.Β. -Ακριβώς. Αλλά, αυτό το γεγονός δε με έχει εμποδίσει να παίζω και σε παραστάσεις άλλων σκηνοθετών. Στο Εθνικό και στο Κρατικό Θέατρο, αλλά και σε ιδιωτικές σκηνές.
Α.Χ. -Στο Εθνικό, είχατε κάνει μια τεράστια επιτυχία σε παγκόσμια περιοδεία με τον «Οιδίποδα Τύραννο»
Γ.Β – Που -συμπτωματικά- είναι και ο πιο αγαπημένος μου ρόλος. Είναι, δηλαδή, ο ρόλος που με οδήγησε να γίνω ηθοποιός. Είχα διαβάσει, βέβαια, τον «Οιδίποδα». Αλλά, όταν τον είδα στο Ηρώδειο, είπα ότι αυτή τη δουλειά θέλω να κάνω.
Α.Χ- Ποιον Οιδίποδα είχες δει στο Ηρώδειο;
Γ.Β- Του Τάκη Μουζενίδη, με τον Μάνο Κατράκη.
Α.Χ- Πρέπει να αποτέλεσε μεγάλη εμπειρία, για σένα. Η παράσταση έχει μείνει ιστορική.
Γ.Β- Ναι. Με είχε συγκλονίσει.
Α.Χ- Ποια άλλη παράστασή σου θυμάσαι και είναι από τις αγαπημένες σου;
Γ.Β- «Το Στοίχημα, στο θέατρο Λαμπέτη, σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή.
Α.Χ- Είχε παιχτεί για δύο χρόνια. Συμπρωταγωνίστριά σου ήταν η Πέμη Ζούνη.
Γ.Β- Επίσης, το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν, το 1982, με την Τζένη Καρέζη, τον Κώστα Καζάκο και την Όλια Λαζαρίδου, όπου έπαιζα τον Νικ. Αργότερα το ανέβασα κι εγώ, πάλι με την Πέμη Ζούνη και ερμήνευσα τον άλλο αντρικό ρόλο του έργου, τον Τζωρτζ. Φυσικά, από τις πολύ αγαπημένες μου παραστάσεις είναι ο «Οιδίπους Τύραννος», σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου.
Α.Χ- Αυτή είναι η παράσταση του Εθνικού, με την οποία κάνατε παγκόσμια περιοδεία. Και ποια άλλη;
Γ.Β – «Ο Βιολιστής στη Στέγη» σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου
Α.Χ- Μάλιστα. Και αυτό είναι το έργο που θα το ξαναπαίξεις στο θέατρο Badminton, σε μια καινούρια μεγάλη παραγωγή, από το Πάσχα του 2015.
Γ.Β- Ναι. Ήρθε η ώρα. Και τώρα το κάνει ο Rob Ruggiero, ένας πολύ σπουδαίος σκηνοθέτης, με μεγάλη θητεία στο Broadway. Η ελληνική απόδοση είναι του Πάνου Αμαραντίδη, ο οποίος στους στίχους συνεργάζεται με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Πάτσα.
Α.Χ. –Και ποιοι θα είναι οι συμπρωταγωνιστές σου;
Γ.Β. Η Ρένια Λουιζίδου, ο Μέμος Μπεγνής, η Ιωάννα Τριανταφυλλίδη, η Μαριάννα Πολυχρονίδη, ο Τάσος Κωστής και πολλοί άλλοι.
Α.Χ. –Μιλάμε, δηλαδή, για μια μεγάλη παραγωγή.
Γ.Β. -Και για μια παράσταση εντελώς διαφορετική, από την παλιά.
Α.Χ. -Τι σημαίνει αυτό;
Γ.Β- Σημαίνει μια τελείως διαφορετική ματιά. Το σκηνοθετεί ένας άνθρωπος που έχει τεράστια εμπειρία στο μιούζικαλ και -μάλιστα- στην Αμερική που όλοι ξέρουμε ότι είναι η χώρα του μιούζικαλ! Τα σκηνικά θα είναι εντελώς διαφορετικά. Εξάλλου, η σκηνή του Badminton έχει και πολύ μεγάλες τεχνικές δυνατότητες. Ο χώρος είναι τεράστιος. Οι συντελεστές είναι όλοι διαφορετικοί. Κατά συνέπεια θα είναι και η ματιά διαφορετική. Θα είναι ένα «φρέσκο πράγμα» Και βέβαια ο αριθμός των ηθοποιών και των χορευτών θα αυξηθεί θεαματικά.
Α.Χ-Με όλα αυτά που λες, με κάνεις να ανυπομονώ. Οι δραστηριότητές σου, όμως, δεν περιορίζονται σ’ αυτήν την παράσταση. Συμμετέχεις και σε κάποιες συναυλίες.
Γ.Β- Ναι. Οι περισσότερες έχουν φιλανθρωπικό σκοπό. Είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε εμείς οι καλλιτέχνες για να βοηθήσουμε κάποιες ευπαθείς ομάδες ανθρώπων. Συμμετέχω σε μια μεγάλη συναυλία που θα γίνει στις 28 Οκτωβρίου, στο Ο.Α.Κ.Α., για να συγκεντρωθούν χρήματα, ώστε να έχουν περίθαλψη και φάρμακα οι άνθρωποι που πολέμησαν στην Κύπρο το ’64, το ’67 και το ’74.
Α.Χ- Εύχομαι να έχει μεγάλη επιτυχία αυτή η συναυλία τής οποίας ο σκοπός είναι ιερός…
Γ.Β- Συμμετέχω και σε άλλες εκδηλώσεις, είτε ως αφηγητής, είτε ως τραγουδιστής, είτε ως παρουσιαστής.
Α.Χ- Πρόσφατα, συμμετείχες και σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συναυλία στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, με θέμα την μουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Γ.Β- Ναι. Το θέμα ήταν, συγκεκριμένα, η ελληνική μουσική. Υπεύθυνος ήταν ο Μανώλης Γεωργοστάθης με την ορχήστρα του, που έχει τριάντα μπουζούκια. Ήταν μια πολύ μεγάλη επιτυχία!
Α.Χ- Καλλιτεχνικά, όλα αυτά είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα.
Γ.Β.- Ναι. Και με βγάζουν λίγο από την θεατρική εμμονή. Το να κάνω κάτι που έχει διαφορετικό ύφος και διαφορετικά «κλειδιά» από μια θεατρική παράσταση, ενισχύει γενικότερα την καλλιτεχνική μου δημιουργία. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική και με το τραγούδι με κάνει να ανανεώνω και να φρεσκάρω τη θεατρική μου ματιά. Όταν σκηνοθετώ ή όταν παίζω, ακούω μουσική μέσα μου. Λειτουργώ εντελώς ρυθμικά. Αυτό είναι κάτι που παραπέμπει στον Ροντήρη, αλλά με ένα πιο σύγχρονο τρόπο.
Α.Χ- Μια θεατρική παράσταση πρέπει να έχει -εξ’ ορισμού- ρυθμό. Πρέπει να βασίζεται σ’ αυτόν.
Γ.Β- Ακριβώς. Εγώ πιστεύω ότι και το γέλιο πρέπει να έχει ένα καθορισμένο βηματισμό μέσα στην παράσταση. Αλλιώς, αυτό-εξουδετερώνεται. Το ένα γέλιο εξουδετερώνει το άλλο. Έπειτα κωμωδία είναι η ατμόσφαιρα, η παύση, το βλέμμα, η αντίδραση. Αυτό σημαίνει κωμωδία, για μένα.
Α.Χ- Έχεις μελετήσει δηλαδή την κωμωδία στην πράξη, αλλά και στην θεωρία της.
Γ.Β- Πάρα πολύ.
Α.Χ- Αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε στο γραφείο σου, σε έναν ωραίο και ζεστό χώρο, που είναι γεμάτος από βιβλία. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από όλα τα υπόλοιπα, ασχολείσαι πολύ και με το διάβασμα.
Γ.Β- Δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Κάθε φορά που ανεβάζω μία παράσταση, πρέπει να διαβάσω και κάποια βιβλία που αναφέρονται είτε στην εποχή του έργου, είτε στο είδος του, είτε στη φιλοσοφική του διάσταση, είτε στις ψυχολογικές του προεκτάσεις και στην ψυχολογία των ηρώων.
Α.Χ- Όμως, πέρα από αυτά που σχετίζονται με το ανέβασμα μιας παράστασης, βλέπω και πολλά άλλα βιβλία. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
Γ.Β- Τι να σου πρωτοπώ, τώρα; Να ξεκινήσουμε από την ποίηση, που ήταν ένας από τους λόγους που με οδήγησαν στο θέατρο. Ο πιο αγαπημένος μου είναι ο Καβάφης. Σαφώς, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. Και, επίσης, κάποιοι ποιητές που δεν είναι τόσο διάσημοι, όπως ο Παπαδίτσας. Με συγκινεί η στράτευση του Αναγνωστάκη, αλλά πιστεύω ότι η στράτευση του Ρίτσου τον έχει αδικήσει ως ποιητή. Ο Λειβαδίτης με συγκινεί αφάνταστα. Και ο Σουρής μου αρέσει πολύ: «Αχ, κύριε Μαλακάση, ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει;»
Α.Χ- Να κάνεις μία μουσικο-θεατρική παράσταση σε κείμενα του Σουρή. Δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Γ.Β- Θα είχε ενδιαφέρον αυτό που λες. Θα πρέπει να το δω. Και από τους πρόσφατους, μού αρέσει πολύ η Κική Δημουλά. Σε ποιον, άλλωστε, δεν αρέσει η Δημουλά; Και πολλοί άλλοι… Ρώτησες τον πιο κατάλληλο άνθρωπο, για να σου αραδιάσει πάρα πολλά ονόματα.
Α.Χ- Να μου πεις, όμως, και λογοτέχνες.
Γ.Β- Μου αρέσει πάρα πολύ ο Καζαντζάκης. Δεν το συζητάω, δηλαδή. Είναι ο λογοτέχνης των παιδικών μου χρόνων. Μαζί με τον Λουντέμη, ο οποίος ενδεχομένως να έχει ξεπεραστεί λίγο. Και, επίσης, ο Καρκαβίτσας και ο Καραγάτσης. Μου αρέσουν και κάποιοι ξένοι συγγραφείς. Μου αρέσουν όλα τα είδη. Μού αρέσει, ακόμη και η αστυνομική λογοτεχνία.
Α.Χ- Ποιοι είναι, λοιπόν, οι ξένοι συγγραφείς στους οποίους αναφέρθηκες;
Γ.Β- Ο Ντοστογιέφσκι μου αρέσει πάρα πολύ! Αν δεν διαβάσεις Ντοστογιέφσκι, δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Ο Προυστ θέλει υπομονή. Είναι λίγο βαρύς. Όπως και ο Τζέημς Τζόυς. Ο Έρμαν Έσσε είναι ωραίος. Θα πρέπει να σου πω μία μεγάλη μου ανάγκη, η οποία δυστυχώς ικανοποιείται σπάνια. Μου λείπει η λογοτεχνία. Αφιερώνω πολύ χρόνο στο να βρω θεατρικά έργα. Έτσι, διαβάζω πολύ θέατρο, είτε δραματουργία, είτε θεωρία. Απαγγέλω, πολύ συχνά, ποίηση και στο ραδιόφωνο. Στην παλιά ΕΡΤ που είχαν εκπομπές λόγου, όπως και στις συναυλίες. Αυτή η «επαγγελματική» μου ενασχόληση με την ποίηση με έκανε να την πλησιάσω περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος και να την αγαπήσω απεριόριστα. Η λογοτεχνία, όμως, μού λείπει. Ένα λογοτεχνικό βιβλίο αντιστοιχεί με δέκα θεατρικά έργα, ως έκταση κειμένου και ως χρόνος ανάγνωσης. Οπότε, επιλέγω τα δέκα θεατρικά έργα που μου χρειάζονται και για τη δουλειά μου. Και, έτσι, η λογοτεχνία εξακολουθεί να μου λείπει. Επίσης, μού αρέσει πάρα πολύ το σινεμά. Παλιά πήγαινα κάθε βδομάδα, πολλές φορές. Ακόμη και κάθε μέρα. Έπαιρνα και περισσότερες ταινίες στο βίντεο. Πάρα πολλές ταινίες τις έχω δει εκεί. Τώρα έχω όλο και λιγότερο χρόνο, δυστυχώς.
Α.Χ- Με όλα αυτά που μου έχεις περιγράψει, το καταλαβαίνω πολύ καλά.
Γ.Β- Έχω κάνει και κάποια σήριαλ που έχουν στηριχτεί σε λογοτεχνικά έργα: «Ο μεγάλος θυμός», η «Πρόβα νυφικού» που είναι και το πιο αγαπημένο μου.
Α.Χ- Και τα δύο της Ντόρας Γιαννακοπούλου.
Γ.Β- Παλιότερα, είχα κάνει την «Παγίδα» του Θράσου Καστανάκη, το οποίο, όμως, δε μεταδόθηκε ποτέ. Ήταν το 1981, όταν άλλαξε η κυβέρνηση και απορρίψανε όλες τις παραγωγές που είχαν γίνει επί της προηγούμενης κυβέρνησης. Μεγάλο σφάλμα.
Α.Χ- Αν ολοκληρώσαμε με την τηλεόραση, θέλω να μου πεις πώς βλέπεις την κατάσταση στα θεατρικά πράγματα. Τι προσδοκά ο κόσμος από το θέατρο; Και τι περιμένει από σένα;
Γ.Β- Ας μην βαυκαλιζόμαστε και ας μη μιλάμε με ευχές. Το κοινό στο θέατρο έχει μειωθεί . Αυτό που έχει, επίσης, μειωθεί –και, μάλιστα, δραματικά- είναι η τιμή του εισιτηρίου. Αυτό καθιστά τις θεατρικές παραγωγές και τη θεατρική δραστηριότητα μη προσοδοφόρα. Πολλές φορές και μίζερη. Σίγουρα όμως ισχύει η ρήση που λέει ότι το κοινό, σε δύσκολες εποχές, καταφεύγει στο θέατρο. Το θέατρο αποτελεί παρηγοριά. Αυτή είναι, όμως, η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι ότι τη στιγμή που ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, ακόμα και όταν έχει τα χρήματα που κοστίζει το εισιτήριο, πολλές φορές δεν έχει τη διάθεση. Δεν έχει το κουράγιο να πάει θέατρο και να ασχοληθεί με το πνεύμα του και με την ψυχή του. Αυτό κατάφερε, τελικά, η κρίση. Αυτή είναι -αν θέλεις- η κακή πλευρά της παγκοσμιοποίησης. Έλεγαν ότι, με την παγκοσμιοποίηση, θα μοιραστεί ο πλούτος. Τελικά, μοιράστηκε η φτώχεια!
Α.Χ- Είναι, όμως, μόνο αυτοί οι λόγοι που το θέατρο αντιμετωπίζει κρίση;
Γ.Β- Όχι. Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι αυτό που χαρακτηρίζει τους Έλληνες είναι η υπερβολή, σε όλους τους τομείς: Και στη χαρά και στη λύπη και στη διασκέδαση. Φτάσαμε πια να έχουμε τετρακόσιες παραστάσεις το χρόνο. Αυτό διασπά τόσο το ενδιαφέρον του κοινού, όσο και τις δυνάμεις του θεάτρου. Δηλαδή, υπάρχει μεγάλο σκόρπισμα.
Α.Χ- Επιπλέον, παρατηρείται το φαινόμενο πολλοί ηθοποιοί να παίζουν σε περισσότερες από μία παραστάσεις, κάθε σεζόν. Μπορεί κάποιος να παίζει με μια κανονική και –ταυτόχρονα- σε ένα δευτερότριτο. Ή να παίζει, τη μισή σεζόν, σε μία παράσταση και την υπόλοιπη μισή σεζόν σε μια άλλη. Μιλάμε για το απόλυτο σκόρπισμα, όπως το λες. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα στο ελληνικό θέατρο; Τι πιστεύεις ότι θα πρέπει να γίνει;
Γ.Β- Γενικά, το θέατρο συμβαδίζει με τη ζωή. Δε θα σταματήσει ποτέ! Νομίζω ότι το θέατρο αυτό-ελέγχεται. Δηλαδή, είναι λίγο σαν την φύση, η οποία μόνη της καθορίζει τους κανόνες, τους νόμους και την οικονομία της. Έτσι λοιπόν ό,τι πρέπει να καθαριστεί και να φύγει από τη μέση, φεύγει από μόνο του. Είναι το μόνο πράγμα στο οποίο το κράτος δεν ξοδεύει χρήματα. Δεν υπάρχει μια κρατική καλλιτεχνική αστυνομία. Υπάρχει, όμως, μια αόρατη καλλιτεχνική αστυνομία στο θέατρο!
Α.Χ. -Και μια ορατή. Από τους ανθρώπους που το αγαπούν.
Γ.Β. -Το θέμα είναι ότι υπάρχουν, πλέον, πάρα πολλοί άνθρωποι που αγαπάνε το θέατρο. Και από τις δραματικές σχολές, βγαίνουν εκατοντάδες νέοι ηθοποιοί, κάθε χρόνο. Από την άλλη, ο πληθυσμός της χώρας μας έχει συρρικνωθεί και η δυσαναλογία γίνεται πιο έντονη.
Α.Χ- Δηλαδή, το εν δυνάμει κοινό που θα μπορούσε να πάει σε κάθε παράσταση είναι αναλογικά μικρότερο.
Γ.Β- Ναι. Και, επίσης, οι άνθρωποι που ασχολούνται με το θέατρο, οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι σκηνογράφοι κοντεύουν να γίνουν περισσότεροι από τους θεατές. Αυτό δε σημαίνει ότι λέω να κλείσουν τα άλλα θέατρα και να μείνω εγώ. Διαπιστώνω, απλώς, ένα φαινόμενο.
Α.Χ- Έχεις να κάνεις κάποια ευχή για το ελληνικό θέατρο; Θέλεις να μου πεις τι περιμένεις και τι ελπίζεις εσύ;
Γ.Β- Η νέα γενιά ηθοποιών παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και εξελίσσει τους υποκριτικούς κώδικες. Βέβαια, αυτό συμβαίνει πάντα. Διότι, κάθε εποχή έχει το δικό της θέατρο. Και όλα τα πράγματα, νομίζω, ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καλυτερεύουν! Βεβαίως, πάντα, πλάι στο καλό και το ποιοτικό, υπάρχει και το φτηνό και το ασήμαντο. Ο κόσμος γλιστράει προς τα εκεί, διότι ολόκληρο το κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικό περιβάλλον τον σπρώχνει σε «φτηνές» επιλογές. Είναι και η εκπαίδευση μας που είναι πολύ ανεπαρκής, με αποτέλεσμα, συχνά, να επιλέγουμε το πιο ευτελές. Πάντα, όμως, θα υπάρχει και το καλό δίπλα στο κακό. Εκείνο που εύχομαι είναι να χάνει έδαφος το αντιαισθητικό, το βάρβαρο και το ανώφελο και να κερδίζει έδαφος το καλαίσθητο, το ευγενές και το ωφέλιμο.
Α.Χ. -Είναι πολύ ωραία η ευχή σου. Σου εύχομαι κι εγώ καλή επιτυχία σε όλες τις δραστηριότητές σου και ιδιαίτερα στον «Βιολιστή» που τον περιμένουμε με ανυπομονησία.
Γ.Β. -Αμέσως μετά το Πάσχα, στο θέατρο Badminton. Κατόπιν, για δύο εβδομάδες, στο Μέγαρο Μουσικής, Θεσσαλονίκης. Και είναι πολύ πιθανό να γίνει και μια περιοδεία, από το τέλος Μαΐου.
Η ταυτότητα της παράστασης
«Ο βιολιστής στη στέγη»
(“The fiddler on the roof”)
Κείμενο: Joseph Stein
Στίχοι: Sheldon Hamick
Μουσική: Jerry Bock
Χορογραφία: Jerome Robbins
Σκηνοθεσία: Rob Ruggiero
Απόδοση κειμένου: Πάνος Αμαραντίδης
Στίχοι: Πάνος Αμαραντίδης, Γεράσιμος Ευάγγελάτος
Σκηνικά, κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική διεύθυνση: Αλέξιος Πρίφτης
Χορογραφική επιμέλεια: Parker Esse
Πρωταγωνιστούν:
Γρηγόρης Βαλτινός, Ρένια Λουιζίδου, Μέμος Μπεγνής,
Ιωάννα Τριανταφυλλίδου, Μαριάννα Πολυχρονίδη, Μίλλη Καραλή,
Χρήστος Πλαΐνης, Στέλλα Γκίκα, Ελένη Καρακάση.
Προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξης: 17 Απριλίου 2015.