Το έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη με τίτλο “Λάσπη” σκηνοθετεί στο Θέατρο Φούρνος ο Ευθύμης Χρήστου. Το έργο γράφτηκε το 2004. Μια γυναίκα επιστρέφει στο χωριό της για να μείνει στο επί χρόνια εγκαταλελειμμένο σπίτι του αδερφού της. Προς μεγάλη της έκπληξη διαπιστώνει ότι το σπίτι δεν είναι ακατοίκητο όπως περίμενε, αλλά έχει καταληφθεί από ένα ζευγάρι με ανήλικα παιδιά, οι οποίοι έχουν βρει εκεί στέγη και το έχουν κάνει μόνιμο κατάλυμά τους. Ξεπερνώντας το πρώτο της ξάφνιασμα και την αναπόφευκτη ταραχή, τους ζητά επιτακτικά να εγκαταλείψουν το σπίτι άμεσα. Αυτοί προσπαθούν να της εξηγήσουν ότι το σπίτι αυτό έγινε πλέον γι’ αυτούς το καταφύγιό τους και δεν προτίθενται να το εγκαταλείψουν, καθώς το συντηρούν και το κρατούν σε καλή κατάσταση, ενώ έχουν κάνει και κάποιες εργασίες για να το κάνουν κατοικήσιμο. Στην απειλή της γυναίκας ότι θα καλέσει την αστυνομία για να τους διώξει, της απαντούν ότι γνωρίζουν πως δεν είναι η πραγματική ιδιοκτήτρια, καθώς το σπίτι ανήκει στον αδερφό της, ότι ερχόταν σπάνια και ότι δεν έχει πραγματική δικαιοδοσία να τους πετάξει έξω. Παράλληλα, την ενημερώνουν ότι πλέον ολόκληρο το χωριό τους συμπαθεί, αφού έχουν γίνει ένα με αυτό και ότι όλοι του οι κάτοικοι, της αστυνομίας συμπεριλαμβανομένης, θα είναι στο πλευρό τους προκειμένου να συνεχίσουν να κατοικούν εκεί. Η γυναίκα διαπιστώνοντας ότι δεν έχει τη δυνατότητα να επιβληθεί, τους προτείνει να συγκατοικήσουν όλοι μαζί για λίγο καιρό και αντί ενοικίου να τη βοηθήσουν με κάποιες εργασίες στο σπίτι. Η συμβίωση αυτή θα ανατρέψει τις ισορροπίες μεταξύ τους και θα δημιουργήσει εντελώς διαφορετικά δεδομένα στις σχέσεις τους, καθώς πλέον σχεδόν τίποτε δε θα παραμείνει το ίδιο. Το κείμενο διατηρείται φρέσκο και δυναμικό σε σχέση με τις κοινωνικές συμβάσεις του σήμερα και θίγει τις εύπλαστες ισορροπίες και τους κλυδωνισμούς των ανθρώπινων σχέσεων, τις δυσκολίες της συνύπαρξης, την ανάγκη μας για σταθερότητα, το συμβιβασμό με τη μοναξιά και την αναζήτηση της κοινωνικής ένταξης και της συντροφικότητας, αλλά και την αναπόφευκτη φθορά της καθημερινότητας. Η αντιστροφή ρόλων είναι μια κατάσταση που όλοι βιώνουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή.
Ο Ευθύμης Χρήστου στη σκηνοθετική του προσέγγιση δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σκοτεινή, κλειστοφοβική, όπου το άγνωστο συμμαχεί με το λόγο, τα δεδομένα γίνονται ζητούμενα και οι ισορροπίες μεταξύ των ηρώων μεταβάλλονται διαρκώς. Το παράδοξο και το μη αναμενόμενο γίνονται ο οδηγός για μία κατάδυση στα ενδότερα της ψυχοσύνθεσης του κάθε χαρακτήρα. Στις ανησυχίες, στους φόβους, στις ανασφάλειες, στις στερήσεις, αλλά και στις επιθυμίες που άλλοτε εκφράζονται με εντάσεις και άλλοτε με σιωπή. Το σπίτι γίνεται η σταθερά, την οποία διεκδικούν ο καθένας με τον τρόπο του, σε ένα περίεργο παιχνίδι επιβολής και εξουσίας, όπου τα κέρδη και οι ζημίες αλλάζουν συνεχώς. Εκτός από την ατμόσφαιρα που προανέφερα, σκηνοθετικό επίτευγμα θεωρώ την εξαιρετική εκμετάλλευση της ιδιαιτερότητας του χώρου όπου συμβαίνουν τα γεγονότα που παρακολουθούμε, καθώς αυτός προσαρμόζεται και δένει απόλυτα με τα ζητούμενα του κειμένου, χρησιμοποιείται σχεδόν σε κάθε γωνιά του (κρυφή και φανερή), ακόμα και τα παράθυρα στο βάθος της σκηνής κι επιτείνει το μυστήριο για τις εξελίξεις. Οι εικόνες που δημιουργούνται είναι δυναμικές, ενώ η εναλλαγή των κορυφώσεων και των σιωπών κρατά το ρυθμό σε υψηλά επίπεδα. Υπήρξαν και οι ελάχιστες στιγμές φωνητικής ή σκηνικής ανισορροπίας μεταξύ των εκάστοτε πρωταγωνιστών στη σκηνή, αλλά δεν επηρέασαν στο παραμικρό τη ροή της παράστασης. Τα παιδιά της οικογένειας, αλλά και οι συγχωριανοί που παρακολουθούν τις εξελίξεις παραμένουν πάντοτε αθέατοι, γίνονται μόνο έμμεσα αντιληπτοί από θορύβους και ψιθύρους. Ο λόγος διατηρείται υπαινικτικός σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου, καθώς η πρόθεση είναι να ανακινηθεί η σκέψη και η φαντασία του θεατή, στόχος που επιτυγχάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι ανατροπές έρχονται στην κατάλληλη στιγμή και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, ενώ η εναλλαγή των συναισθημάτων αφήνει μια έντονη γλυκόπικρη γεύση, όπως άλλωστε είναι και η ίδια η ζωή.
Η Μαρία Ζορμπά αναλαμβάνει το ρόλο της γυναίκας που επιστρέφοντας στο σπίτι του αδερφού της το βρίσκει κατειλημμένο από μια άγνωστη οικογένεια. Έχει να διανύσει τη μεγαλύτερη ψυχολογική διαδρομή μεταξύ της σιγουριάς και της αβεβαιότητας, του ζενίθ και του ναδίρ και τούμπαλιν και γι΄αυτό το σκοπό επιστρατεύει το σύνολο των εκφραστικών της μέσων. Οι διακυμάνσεις της φωνής από τις υψηλές οκτάβες της αρχικής οργής και του θυμού στις χαμηλές του συμβιβασμού και της αλλαγής ρόλων είναι στην πλειοψηφία τους επιτυχημένες, το βλέμμα και οι εκφράσεις του προσώπου της αποτυπώνουν εύγλωττα τη διαδοχή της σιγουριάς και του δεδομένου από την ανασφάλεια και το ζητούμενο, ενώ η στάση του σώματος και η κίνησή της συνεχώς μεταβάλλονται μεταξύ άμυνας και επίθεσης, ώστε να αποτυπώνουν την ψυχική κατάσταση που βρίσκεται η ηρωίδα της, ανταποκρινόμενη δυναμικά στις σύνθετες απαιτήσεις του ρόλου. Ο Χρήστος Καπενής είναι ο άντρας της οικογένειας που έχει καταλάβει το έρημο σπίτι. Υιοθετεί ένα συνεπές χαμηλότονο ερμηνευτικό προφίλ, όπου φαίνεται να ελέγχει πλήρως τις μεταβάσεις του λόγου του από τη συμβιβαστική και μετριοπαθή απόχρωσή του, σε εκείνη της υφέρπουσας απειλής και επιβολής. Η κίνησή του αποπνέει αποφασιστικότητα και έχει μια αφοπλιστική απλότητα και φυσικότητα στο να αναδείξει το χαρακτήρα που υποδύεται σε καταλυτικό παράγοντα των εξελίξεων. Οι σιωπές του, αλλά και η εν γένει σκηνική του παρουσία προδίδουν μια ενδελεχή κατανόηση του χαρακτήρα που υποδύεται. Η Μιράντα Ζησιμοπούλου παίζει τη σύζυγο του ζευγαριού, η οποία κινείται σαν αερικό από γωνιά σε γωνιά του σκοτεινού σπιτιού, ταυτίζεται με τις σκιές του, ενώ γίνεται ο ψύχραιμος κυματοθραύστης του αρχικού θυμού της γυναίκας που επιστρέφει στο χωριό. Ερμηνεύει με ρεαλισμό και πειστικότητα, έχει πολύ καλή σκηνική συνεργασία με το χαρακτήρα του άντρα της και δείχνει να συμπληρώνει με επάρκεια τις αντιδράσεις και τις ενέργειές του. Με την ίδια αποτελεσματικότητα αντιμετωπίζει την αλλαγή των δεδομένων προς το τέλος του έργου και επανακτά τις ισορροπίες της. Βουβή είναι η συμμετοχή της Αλεξάνδρας Καρώνη και του Κώστα Κλάδη, με την παρουσία τους όμως να παίζει το ρόλο της στην ολοκλήρωση των εικόνων του σκηνοθέτη.
Την επιμέλεια του σκηνικού χώρου είχε ο ίδιος ο σκηνοθέτης και κατάφερε να τον εκμεταλλευθεί σχεδόν υποδειγματικά στο σύνολό του, κάνοντάς τον να δέσει με το κείμενο και να αποτελεί καθ΄όλα ενεργό κύτταρο της παράστασης. Τα κοστούμια του ίδιου ήταν απλά, χρηστικά και καθημερινά, χωρίς να τραβούν το μάτι του θεατή και να αποσπούν την προσοχή του. Ο σκηνοθέτης είχε και τη φροντίδα των φωτισμών που είχαν σημαντική συμβολή στη δημιουργία της εξαιρετικής ατμόσφαιρας που κινεί τις εξελίξεις και ενισχύει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων, αφού άλλοτε τους τραβά από τα σκοτάδια τους και άλλοτε τους βυθίζει σε αυτά. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Θεόφιλου Πουζμπούρη είχε ένταση και αισθητική και ανέδειξε τις κορυφώσεις του κειμένου. Αξίζει να ακούσετε με προσοχή το τραγούδι με το οποίο κλείνει η παράσταση.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Φούρνος, παρακολούθησα μια θεατρική δουλειά που βασίστηκε σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που έχει πολλά πράγματα να πει στο σήμερα. Η σκηνοθετική οπτική δημιούργησε μια ατμόσφαιρα ρευστή, όπου οι χαρακτήρες αποκαλύπτουν και αποκαλύπτονται και διεκδικούν ότι θεωρούν ότι τους αναλογεί από τις εύθραυστες μεταξύ τους ισορροπίες και το χώρο που μοιράζονται. Οι φόβοι, οι ανασφάλειες και οι εσωτερικές ανάγκες τους κινούν τις εξελίξεις, που δεν είναι προβλέψιμες, αλλά απευθύνουν τα ερωτήματα των ηρώων στο θεατή κινητοποιώντας τη σκέψη και τη φαντασία του. Μία από τις πολύ καλές παραστάσεις που μας προσφέρει η φετινή θεατρική σαιζόν.