Ο θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μυθιστοριογράγος και δημοσιογράφος Ματέι Βίζνιεκ γεννιέται και μεγαλώνει στη Ρουμανία κάτω από το καταπιεστικό καθεστώς Τσαουσέσκου. Ποθεί να βιώσει τον αέρα της ελευθερίας και να δημιουργήσει χωρίς τις ‘χειροπέδες’ της λογοκρισίας. Το 1987 δέχεται πρόσκληση από ένα λογοτεχνικό ίδρυμα στη Γαλλία, αρπάζει την ευκαιρία και ζητά πολιτικό άσυλο. Έκτοτε εγκαθίσταται στη Γαλλία και γράφει τα έργα του στη Γαλλική γλώσσα. Ο Γαλλόφωνος Ματέι Βίζνιεκ αγαπά τους μακροσκελείς τίτλους στα έργα του, οι οποίοι από μόνοι τους αποτελούν ένα μικρό αφήγημα. Και όπως ο ίδιος δηλώνει: “Ένας τίτλος πρέπει να είναι σαν χάι-κου”.
Η ομάδα ” Young Quill” παρουσίαζει το έργο του “Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα”, σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου, στο θέατρο “Μπέλλος”. Το έργο πρωτοπαρουσιάζεται στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, από την Πειραματική Σκηνή της “Τέχνης”, τον Ιανουάριο του 2007, σε σκηνοθεσία και μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη. Ένα πολυμεταφρασμένο έργο, το οποίο το 2009 αποσπά το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου της Αβινιόν.
Το 2004, στον απόηχο της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, μετά από έναν αιμοσταγή εμφύλιο πόλεμο, ο Βίζνιεκ γράφει το έργο του: “Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα”. Ένα έργο στη μνήμη όσων χάθηκαν στα αιματοβαμμένα χώματα των Βαλκανίων αλλά και αλλαχού της γης, σε κάθε εμπόλεμη ζώνη, απ’όπου έχει περάσει ή και περνά η καυτή ανάσα του πολέμου αφήνοντας πίσω της εκαντοντάδες νεκρούς, συντρίμμια, βαθύ πόνο, ψυχικά ράκη, ανθρωπόμορφα τέρατα, αλλοτριωμένες συνειδήσεις, φαντάσματα, διαφθορά, εκμετάλλευση……….
Ο Βίζνιεκ ξετυλίγει την πλοκή του έργου μέσα από μια διαδοχή καταιγιστικών εικόνων – σκηνών που καταγράφουν τα θλιβερά επακόλουθα του πολέμου. Το οξυδερκές βλέμμα του δημιουργού εμβαθύνει στο ανοιχτό τραύμα αυτού του πολύπαθου λαού και προσεγγίζει πρόσωπα και καταστάσεις με έναν αντισυμβατικό συνδιασμό: ωμής σκληρότητας και ποιητικής ευαισθησίας. Ο συγγραφέας, ως έμπειρος ταχυδακτυλουργός της γραφής, ‘πλέκει’ περίτεχνα ένα ευφάνταστο γαϊτανάκι ετερόκλητων στοιχείων: παραλόγου, φαντασίας, τραγωδίας, ρεαλισμού, μαγικού ρεαλισμού, γκροτέσκ, ειρωνείας, λοξού χιούμορ, σκοτεινού σαρκασμού για να μπορέσει να κατανοήσει, να συναισθανθεί και να αποτυπώσει το βάθος του δράματος αυτών των ανθρώπων και ταυτόχρονα να ελαφρύνει κάπως το τραγικό κλίμα.
Τρία χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου ένας άντρας, ο Βίγκαν, και η γυναίκα του, Γιάσμινσκα, επιστρέφουν στο χωριό τους, κάπου στη Βοσνία, σαν πρόσφυγες στην πατρώα γη. Σκοπός τους να ανακαλύψουν τα οστά του γιού τους, που πολέμησε, και για να μπορέσουν να τον θάψουν με αξιοπρέπεια. Εκεί τους περιμένει το κατεστραμμένο σπίτι τους και μια τοπική κοινωνία, η οποία προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το πένθος τους. Τα πάντα πολούνται: υλικά αγαθά, πράγματα, συνειδήσεις, οστά και κρανία νεκρών. Η Ίντα, η κόρη τους, μπλέκεται κατά τη διάρκεια του πολέμου σε κύκλωμα σωματεμπορίας και εκπορνεύεται στην Ιταλία για να βιοπορισθεί η ίδια και να βοηθήσει οικονομικά τους γονείς της.
Μέσα από την τραγική ιστορία του Βίγκαν, της Γιάσμινσκα και των παιδιών τους, ο Ματέι Βίζνιεκ θέτει ηθικά διλήμματα, καίρια ερωτήματα άκρως επίκαιρα, του τότε, του σήμερα και δυστυχώς και του αύριο, παρακινώντας κάθε θεατή, να προβληματιστεί και να διερωτηθεί: ποιές είναι οι επιπτώσεις της λέξης ‘πρόοδος’ στον 21ο αιώνα, στις ανθρώπινες σχέσεις και σε κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, μετά από τόσους φρικτούς και αιμοσταγείς πολέμους των προηγούμενων αιώνων και πόσο φάλτσα μπορεί να ηχεί ο καπιταλισμός, ο οποίος στο όνομα της ‘προόδου’ και της ‘εξέλιξης’ έχει διαπράξει και διαπράττει τα μεγαλύτερα εγκλήματα.
Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσεγγίζει το έργο με μια ώριμη σκηνοθετική ματιά αναδεικνύοντας τα ρεαλιστικά και τα υπερβατικά στοιχεία του έργου καθώς και τον οξύμωρο συνδυασμό του γελοίου με το τραγικό που διαπερνά την παράσταση. Στήνει, με σαγηνευτική σκηνοθετική μαεστρία, στη μικρών διαστάσεων σκηνή του θεάτρου, μια συναρπαστική παράσταση μέσα από την οποία αναδύονται ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, χαρακτηριστικοί τύποι και δράσεις σε διάφορους χώρους εσωτερικούς και εξωτερικούς. Με εμβριθή ματιά και αξιοθαύμαστο τρόπο , η Παπαγεωργίου προβάλλει την απώλεια, τη θλίψη, τον βουβό θρήνο, τον σπαραγμό, τη συναισθηματική ένδεια, την κυνική υποκρισία, το ανείπωτο με εύγλωττες σιωπές, σημαίνουσες παύσεις, με ένα πιάτο που γλιστρά από το τραπέζι και σπάει στη μνήμη του νεκρού γιου (νεκρικό έθιμο), με μια λιγερή μαυροφόρα κοπέλα που απλώνει ματωμένα πουκάμισα καθώς κουνά μαλακά το σχοινί σιγουτραγουδώντας ένα μοιρολόι, με βαλκανικό ηχόχρωμα, σαν να νανουρίζει τις ψυχές των νεκρών ή με μια καλλίγραμη χορεύτρια, η οποία εκδίδεται επιδιδόμενη ψυχρά και ανέκφραστα σε ένα εξαντλητικό pol dancing.
Αρωγούς σε αυτό το πολυεπίπεδο εγχείρημα, η σκηνοθέτις έχει μια ομάδα άξιων συνεργατών και λαμπρών ηθοποιών. Η μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη προσφέρει, με ρέοντα καθημερινό λόγο, μια στέρεη υποδομή για να ‘ανθίσει’ μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Η Μυρτώ Σταμπούλου με φθηνά και απλά υλικά δημιουργεί ένα απόλυτα λειτουργικό και πολυσήμαντο σκηνικό. Μια φωτεινή σωλήνα μισοσκεπασμένη με σχισμένα ρούχα και λιγοστό χώμα σηματοδοτεί ένα αιματοβαμμένο σύνορο, το δάσος όπου σκάβει ο Βίγκαν για να βρει τα οστά του γιού του, ενώ ένα επικλινές τραπέζι με δύο μόνο γερά πόδια μαρτυρά το κατεστραμμένο σπιτικό, τη διάλυση μιας ολόκληρης χώρας και ταυτόχρονα το ανεπούλωτο ψυχικό τραύμα των κατοίκων της. Τα κοστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα αποτυπώνουν την εποχή και τονίζουν τις ιδιαιτερότητες κάθε ρόλου. Οι φωτισμοί του Κωστή Μουσικού συνοδεύουν κάθε σκηνή με την κατάλληλη ατμόσφαιρα ενώ η μουσική σύνθεση της Μαρίνας Χρονοπούλου είναι διανθισμένη με βαλκανικά ακούσματα αφήνοντας μια ‘επίγευση’ μοιρολογιού. Η δε, έξυπνα προσαρμοσμένη στις περιορισμένες δυνατότητες της σκηνής του θεάτρου, χορογραφία της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη επισημαίνει τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε ρόλου.
Η Μάνια Παπαδημητρίου δημιουργεί μια συγκλονιστική χαροκαμένη μάνα, λιτή, ανθρώπινη, καθόλου μελό, η οποία με αξιοπρέπεια, καρτερικότητα και βουβό σπαραγμό υπομένει τη σκληρή της μοίρα. Και στόν αντίποδα ερμηνεύει με εκρηκτικό ταμπεραμέντο μια στυγνή μαστροπό, με παγερή έκφραση και εκπληκτική πλαστικότητα στο σώμα. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος προσεγγίζει το ρόλο του πατέρα με δωρικότητα, έντονη εσωτερικευμένη δύναμη και αργόσυρτες, επιβλητικές σιωπές. Η Ελίζα Σκολίδη ξεδιπλώνει με εντυπωσιακή ευκολία ένα ευέλικτο και πολυδιάστατο ταλέντο σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους: ελκιστική εκδιδόμενη πόρνη, με εντυπωσιακές χορευτικές ικανότητες και σκευρωμένη, φαφούτα, πανούργα γριά, η όποια πλουτίζει εκμεταλλευόμενη τον ανθρώπινο πόνο. Ο Τάσος Λέκκας, ως νεκρός γιος, καταθέτει ένα αέρινο πλάσμα, ένα εύθραυστο φάντασμα που γεμίζει με θαυμαστή ενέργεια όλον τον σκηνικό χώρο μέσα σε μια αύρα μαγικού ρεαλισμού και γκροτέσκ ατμόσφαιρας. Ενώ ως εκδιδόμενη τρανς είναι ολιγότερο πειστικός. Τέλος ο Αλέξανδρος Βάρθης επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής μέσα από πολλαπλές μεταμορφώσεις. Μέσα από διαφορετικές υποκριτικές ποιότητες, με χαρακτηριστικές κινήσεις και με ποικιλομορφία στην εκφορά του λόγου πλάθει διαφορετικούς ρόλους, στα όρια της καρικατούρας.
Μια καλοδουλεμένη πσράσταση, στημένη με σοφή απλότητα, η οποία ακροβατεί, διατηρώντας μια εύθραυστη ισορροπία, ανάμεσα στο γελοίο, το τραγικό, το κωμικό και το παράλογο εγείροντας σκέψεις και προβληματισμούς στον ευαισθητοποιημένο θεατή.