Το έργο του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν (Henrik Johan Ibsen) με τίτλο “Νόρα:Το Σπίτι της Κούκλας” (Et Dukkehjem-The Doll;s House) σκηνοθετεί στο Θέατρο Altera Pars ο Πέτρος Νάκος. Γραμμένο το 1879, έκανε πρεμιέρα στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου στο Rpyal Theatre της Κοπεγχάγης. Η δράση εξελίσσεται στο σπίτι των Χέλμερ, με τη Νόρα να επιστρέφει στο σπίτι της μετά από τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια και τον Τόρβαλντ, το σύζυγό της, να την επιπλήττει χαριτωμένα ότι ξοδεύει πολλά λεφτά, αν και αυτός περιμένει στην τράπεζα που δουλεύει μια υψηλότερη θέση που θα τους εξασφαλίσει μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Στο σπίτι καταφθάνει ο γιατρός Ρανκ, έμπιστος οικογενειακός φίλος, αλλά και η Κριστίνε, παλιά φίλη της Νόρας με την οποία έχουν για κάποια χρόνια χαθεί. Οι δύο φίλες συζητούν για τα προβλήματά τους, με την Κριστίνε να ψάχνει δουλειά και να ζητά από τη φίλη της να μεσολαβήσει στον Τόρβαλντ για να της βρει, καθώς ο δικός της σύζυγός πέθανε αφήνοντάς την απένταρη. Η Νόρα της αποκαλύπτει ότι δανείστηκε λεφτά για να ταξιδέψουν στην Ιταλία με το σύζυγό της για να καλυτερέψει η κλονισμένη υγεία του, λέγοντάς του ψέμματα ότι τα πήρε από τον πατέρα της. Στο σπίτι των Χέλμερ έρχεται και ο Κρόγκσταντ, υπάλληλος του Τόρβαλντ για να συζητήσει μαζί του. Ο Τόρβαλντ δέχεται να προσλάβει την Κριστίνε και στη συνέχεια βγαίνουν για λίγο όλοι από το σπίτι αφήνοντας τη Νόρα μόνη με την οικιακή βοηθό και τα παιδιά. Ο Κρόγκσταντ επανέρχεται, αποκαλύπτει στη Νόρα ότι ξέρει για την πηγή των χρημάτων του ταξιδιού και απειλεί να ξεσκεπάσει το ψέμα της αν δε μεσολαβήσει στο σύζυγό της για να μην απολυθεί. Οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων έχουν εύθραυστες ισορροπίες, οι οποίες μεταβάλλονται συνεχώς σε μια διελκυστίνδα επικράτησης, κλιμακώνονται και οι αποκαλύψεις δοκιμάζουν τις αντοχές και τη συνοχή τους. Η σύγκρουση των Χέλμερ μοιάζει αναπόφευκτη και δημιουργεί πληγές και τραύματα και στους δύο. Η ολομέτωπη επίθεση του Τόρβαλντ στη σύζυγό του, κάνει τις μάσκες να πέσουν και δημιουργεί αγεφύρωτα κενά. Η Νόρα αναλαμβάνει τη σκυτάλη των ανατροπών και του ανακοινώνει ότι θα τον εγκαταλείψει, αφού νιώθει προδομένη και ότι τόσο αυτός, όσο και ο πατέρας της της φέρονταν σα να ήταν κούκλα. Η προσπάθεια γεφύρωσης του δημιουργηθέντος χάσματος πέφτει στο κενό. Η μετάφραση ανήκει στο σκηνοθέτη και είναι πιστή στο αρχικό κείμενο, σε στρωτή γλώσσα και αναδεικνύει τους προβληματισμούς του συγγραφέα, ενώ την περιεκτική δραματουργική επεξεργασία ανέλαβε η Μίνα Χειμώνα
Ο Πέτρος Νάκος σκηνοθετεί την παράσταση προσπαθώντας να χαρτογραφήσει τις συναισθηματικές και ψυχικές κλιμακώσεις των ηρώων του έργου, να αποτυπώσει τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ τους και να διερευνήσει τις γενεσιουργές τους δυνάμεις. Η γυναίκα και ο ρόλος της στην οικογένεια ειδικότερα και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα, είναι ο κεντρικός άξονας από τον οποίο εκπορεύονται οι σκέψεις και οι ενέργειες που την καθορίζουν και παίζουν το σημαντικότερο ρόλο στην πορεία της. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της είναι δεδομένα, αλλά ποιος ορίζει την έκταση και την έντασή τους; Η σκηνοθετική προσέγγιση έχει περισσότερο ρεαλιστικές και λιγότερο θεωρητικές κατευθύνσεις, καθώς προβάλλει την ουσία της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, χωρίς να προσπαθεί πάντοτε να την κάνει κατανοητή ή να την αιτιολογήσει. Τα συναισθήματα είναι συνεχώς παρόντα, διακριτά και οι διακυμάνσεις τους είναι συχνά δυσθεώρητες και οι κλιμακώσεις τους συνεχείς. Οι κοινωνικές συμβάσεις συχνά υπαγορεύουν συμπεριφορές και δεν έχουν μεγάλη ανοχή στις αποκλίσεις από την πεπατημένη. Πολλά θέματα που άπτονται της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας και της αναμενόμενα ανδροκεντρικής εστίασής της, δίνονται στο θεατή για προβληματισμό με τρόπο απλό και κατανοητό, χωρίς φλυαρία και χωρίς δραματικές υπερβολές. Υπήρξαν κάποιες μικρές ανισορροπίες στη διαδοχή των σκηνών και στην αποτύπωση του εσωτερικού δράματος των χαρακτήρων, αλλά σε γενικές γραμμές ο ρυθμός και το ενδιαφέρον του θεατή κρατήθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Ο έρωτας και οι ψευδαισθήσεις του, οι αλήθειες που προτιμάμε να αποφεύγουμε, καθώς και η κοινωνική και ατομική υποκρισία, η συγχώρεση, η χειραγώγηση, η ανάγκη του ανθρώπου να ρυθμίζει ο ίδιος την τύχη του, είναι ζητήματα που θίγονται και αναζητούν τα μονοπάτια να περάσουν στο θεατή και να τον κάνουν κοινωνό τους. Η απουσία ενός σαφούς χρονικού ή χωρικού πλαισίου για τα τεκταινόμενα στη σκηνή, αναδεικνύει τη διαχρονικότητα των καταστάσεων και των νοημάτων.
Η Αγγελική Κοντού διανύει με αρκετή επιτυχία τη διαδρομή μεταξύ της εύθραυστης και συχνά επιπόλαιης Νόρας στην αποφασισμένη και δυναμική ηρωίδα του φινάλε, που καταφέρνει να σπάσει τα εσωτερικά της δεσμά και να ακολουθήσει το πεπρωμένο της. Ξεκινά πολύ συγκροτημένα την ερμηνεία της, αφήνει να φανούν η παιδική και ίσως αφελής πλευρά του χαρακτήρα της με σκηνική άνεση, σε κάποιες στιγμές έδειξε να αναζητά τα ψυχολογικά της πατήματα και να αντιδρά λίγο αμήχανα στις απαιτήσεις του ρόλου, αλλά τελικά επανέκτησε τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και απέδωσε σωστά τις ψυχολογικές του ιδιαιτερότητες. Ο Πέτρος Νάκος υποδύθηκε τον Τόρβαλντ, κρατώντας μια σταθερή υποκριτική γραμμή, χωρίς αχρείαστες κορυφώσεις και φωνητικές ή συναισθηματικές εντάσεις. Δέσμιος των πατριαρχικού τύπου πεποιθήσεών του, αδυνατεί να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τη γυναίκα του και να κατανοήσει τις εσωτερικές της ανάγκες, εκρήγνυται ανεξέλεγκτα και καταφέρνει άθελά του να ανάψει τη σπίθα της εξέγερσης μέσα της. Αυθεντική και λιτά περιεκτική η συντριβή του στο τέλος της τρίτης πράξης του έργου. Η Άντα Κουγιά ως Κριστίνε συνδυάζει μετρημένο λόγο, εκφράσεις προσώπου που αποτυπώνουν τις ανασφάλειες αλλά και τους φόβους της και αυστηρή κίνηση για να δημιουργήσει μια ηρωίδα που θα επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις. Με σίγουρα πατήματα στη σκηνή, σωστή άρθρωση και πολύ καλή χημεία με την πρωταγωνίστρια, αφήνει το θετικό της στίγμα στην παράσταση. Ο Δημήτρης Δρακόπουλος (σε διπλή διανομή ο ρόλος μαζί με τον Σάκη Σιούτη ) παίζει τον Κρόγκσταντ, που γίνεται η σπίθα που ανάβει τη φωτιά στις σχέσεις των Χέλμερ και καταλύτης των εξελίξεων. Συγκρατημένος, ψυχρός και υπολογιστής όπου χρειάζεται, αλλά και σχεδόν κλινικά “ρυθμισμένος” να κυνηγήσει το προσωπικό του συμφέρον. Ο Δημήτρης Αγοράς ερμηνεύει το Δόκτωρα Ρανκ με απλή, λιτή αλλά σίγουρη σκηνική παρουσία, γίνεται η “ανάσα” μιας (έστω και στιγμιαίας) αποσυμπίεσης των δραματικών εξελίξεων της παράστασης και εκπέμπει κατανόηση, τρυφερότητα και ανθρωπιά. Η Άννα της Σοφίας Παναγιωτάκη συμπληρώνει επιτυχημένα το καστ.
Ο σκηνικός σχεδιασμός του David Ohm είναι καλαίσθητος και λειτουργικός, αντιπροσωπευτικός ενός αστικού σπιτιού και εκμεταλλεύθηκε σωστά το διαθέσιμο χώρο χωρίς να τον πνίξει, αφήνοντας μεγάλη ελευθερία στους ηθοποιούς για την κίνησή τους. Τα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα χωρίς υπερβολές, αλλά με γούστο και κομψότητα (με ιδιαίτερα προσεγμένες τις γραμμές των γυναικείων ρούχων) και σε γήινα χρώματα. Η μουσική επιμέλεια των Αγγελικής Κοντού και Πέτρου Νάκου και το ηχητικό τοπίο του Ιωσήφ Τοπαλιάν, συνόδευσαν αρμονικά το λόγο, χωρίς να μειώνουν την ποιότητά του. Η κίνηση της Ελβίρας Μπαρτζώκα συνεργάζεται έξυπνα με το κείμενο και δεν αφήνει τις εικόνες να έχουν στατικότητα και αγκυλώσεις. Οι φωτισμοί του Πέτρου Νάκου εστιάζουν σωστά στους χαρακτήρες, στα πρόσωπα και στις εκφράσεις τους, δημιουργώντας μια δημιουργικά υποβλητική ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Altera Pars παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού και διαχρονικού κειμένου που παρουσιάστηκε με μια σύγχρονη ματιά, εστίασε στο λόγο και στα ερωτήματα που αυτός θέτει. Ο ρυθμός διατηρεί μια πολύ καλή ροή και συνέχεια με ελάχιστες ανισορροπίες και ασάφειες, ενώ η ερμηνευτική ομάδα είναι προσεκτικά δουλεμένη και υπηρετεί με πιστότητα το σκηνοθετικό όραμα. Από τις πολύ καλές θεατρικές δουλειές του φετινού χειμώνα.