Skip to main content
Το έργο του Νομπελίστα Γάλλου συγγραφέα και φιλόσοφου Αλμπέρ Καμύ (Albert Camus) με τίτλο “Οι Δίκαιοι” (Les Justes) σκηνοθετεί στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά η Κατερίνα Γιαννοπούλου. Γράφτηκε το 1949 και η πρώτη του παράσταση ήταν στο Théȃtre Hébertot στο Παρίσι στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στη Ρωσία του 1905 τέσσερις επαναστάτες ετοιμάζονται να δολοφονήσουν τον Μεγάλο Δούκα για να απαλλάξουν τη χώρα τους από την τυραννική και άδικη διακυβέρνησή του. Γνωρίζοντας το ημερήσιο πρόγραμμά του αποφασίζουν να ανατινάξουν την άμαξά του, καθώς πηγαίνει το βράδυ στο θέατρο για να παρακολουθήσει μια παράσταση. Κι ενώ το σχέδιο έχει καταστρωθεί σε όλες του τις λεπτομέρειες, την τελευταία στιγμή αυτό δεν εκτελείται, καθώς στην άμαξα επιβαίνουν και τα δύο ανίψια του και ο εκτελεστής διστάζει να προχωρήσει στη δολοφονία των παιδιών. Η ματαίωση αυτή της επίθεσης δημιουργεί διχόνοια στα μέλη της ομάδας με κεντρικό άξονα των διαφωνιών τους, τους ηθικούς κώδικες μιας επαναστατικής πράξης και κατά πόσον κάποιες πράξεις βίας μπορούν να δικαιολογηθούν από τους πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς και στόχους που εξυπηρετούν. Η δεύτερη απόπειρα κατά του Μεγάλου Δούκα, δύο μέρες μετά, είναι επιτυχημένη, με τον εκτελεστή όμως να συλλαμβάνεται και να καταλήγει στη φυλακή. Του γίνεται πρόταση από ένα μυστικό αστυνομικό να προδώσει τους συντρόφους του και να μην εκτελεσθεί, αλλά αυτός τους κρατά κρυφούς και ακολουθεί τη μοίρα του. Ο θάνατος του συντρόφου τους κάνει τους επαναστάτες να στραφούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση προς την τρομοκρατία. Η μετάφραση του Μιχάλη Πητίδη είχε ροή, συνέχεια και ακρίβεια, καταφέρνοντας να κρατήσει αναλλοίωτα και έντονα τα μεγάλα ερωτήματα με τα οποία ασχολείται το αρχικό κείμενο. Την εύστοχη και απαλλαγμένη από καθετί περιττό δραματουργία του κειμένου, καθώς και τα βίντεο επιμελήθηκε ο Γρηγόρης Λιακόπουλος.
Η Κατερίνα Γιαννοπούλου σκηνοθετεί την παράσταση εστιάζοντας συνεχώς στο δίπολο στόχοι και ηθική, πως αυτά τα δύο μπορούν να συνδυαστούν ή να συμβαδίσουν και μέχρι ποιο σημείο. Στην αρχή της πρώτης πράξης αισθάνθηκα μια αμηχανία, καθώς οι διάλογοι συνοδεύονταν από επίκληση του ονόματος του χαρακτήρα που μιλούσε, κάτι που με ξένισε και μου αποσπούσε την προσοχή από την ουσία του λόγου. Σύντομα η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε, ο ρυθμός απέκτησε μια ομαλότητα και μια ροή και ο λόγος έγινε άμεσος, δυναμικός και απόλυτα επιδραστικός. Η εκφορά του γίνεται με μια ηρεμία και μια ανακουφιστική αυτοσυγκράτηση που κάποιες στιγμές υπήρξε σαγηνευτική. Ακόμα και οι εντάσεις είναι ελεγχόμενες, αποφεύγουν τις αχρείαστες φωνητικές κορυφώσεις, αλλά γίνονται αποτελεσματικές και περνούν στο θεατή τα νοήματά τους μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων, τις ενδιάμεσες σιωπές, τη στάση των σωμάτων και την κίνησή τους. Ο εξαιρετικά δομημένος και αιχμηρός λόγος του συγγραφέα ακούγεται καθαρά και με σαφήνεια, με την εξαιρετική σκηνική χημεία των τεσσάρων ηθοποιών (ερμηνευτική, κινητική, ηχόχρωμα φωνών) να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Η σκηνοθετική προσέγγιση έχει και κινηματογραφικές πινελιές, καθώς κάποιες φορές η σκηνική δράση κινηματογραφείται και προβάλλεται σε οθόνη μέσα από προτζέκτορα, ενώ παράλληλα σε άλλες οθόνες προβάλλονται σχεδόν συνεχώς είτε στιγμιότυπα παλιών ταινιών ή φυσιολατρικά πλάνα, χωρίς όμως αυτά να διασπούν τη συγκέντρωση του θεατή, ή να κάνουν τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς που γεννά το κείμενο λιγότερο αμείλικτα. Στην παράσταση συνυπάρχουν αρμονικά ένας εγγενής ρομαντισμός με τη σκληρή και ανελέητη πραγματικότητα, η θεωρία και η πράξη, το δίκαιο και το άδικο, το ηθικό και το ανήθικο σε μία σιωπηρή μάχη επικράτησης.
Ο Βασίλης Σαφός στο ρόλο του εκτελεστή Καλιάγιεφ καταφέρνει να φωτίσει σχεδόν ιδανικά τις (συχνά αντιθετικές) πτυχές της ιδιοσυγκρασίας του ήρωά του. Σκιαγραφεί έναν επαναστάτη που δεν στερείται ηθικών αναστολών, με δόσεις κυνισμού, αλλά και μια υφέρπουσα ενσυναίσθηση, με ιδέες και πάθη, αλλά και κώδικες τιμής και αξιοπρέπειας. Όλα αυτά με μια αφοπλιστική αμεσότητα κι έναν εσωτερικό δυναμισμό, με καθαρή και ήρεμη άρθρωση, έναν λόγο μεστό και αιχμηρό και πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων. Τα συναισθήματα καθρεφτίζονται στο βλέμμα του και την εκάστοτε στάση του σώματός του. Η Γωγώ Παπαϊωάννου είναι η Ντόρα, η φωνή της λογικής και το συμβιβαστικό πνεύμα της ομάδας. Γίνεται ο κυματοθραύστης των αντίθετων ρευμάτων και φωνών και παίζει ρυθμιστικό ρόλο στις ισορροπίες της ομάδας. Η ερμηνεία της έχει απλότητα, συνέπεια και εκφραστικότητα, δείχνοντας ότι έχει κατανοήσει σε βάθος τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της και τις λεπτές συναισθηματικές του αποχρώσεις. Ο Γιώργος Κισσανδράκης ερμηνεύει τον Μπόρις, τον αρχηγό της ομάδας και κατευναστικό παράγοντα των διαφόρων τάσεων της ομάδας. Με σωστούς τονισμούς και ελεγχόμενο ηχόχρωμα φωνής, όπου η αποφασιστικότητα βαδίζει χέρι χέρι με την προσήλωση στο στόχο της ομάδας, μια υφέρπουσα ένταση που ενίοτε γίνεται ορατή στην κίνησή του και σωστή σκηνική καταγραφή των εσωτερικών του συγκρούσεων, αποτυπώνει με ευκρίνεια τον χαρακτήρα που του ανατέθηκε. Ως μυστικός αστυνομικός που προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καλιάγιεφ έχει τον απαιτούμενο κυνισμό και την αλαζονική αύρα της εξουσίας. Ο Μιχάλης Πητίδης υποδύεται τον Στεπάν που αντιπροσωπεύει την πιο ακραία φωνή της ομάδας, με έναν ανεξέλεγκτο ιδεαλισμό και ροπή προς τη βία. Παρά τις κάποιες ερμηνευτικές του υπερβολές, έδωσε έναν πειστικό ήρωα που αυτοπαγιδεύεται στη μεγάλη επιθυμία του για προσφορά στην επανάσταση και τα ιδανικά της, ορμητικό, ασυμβίβαστο, αλλά συχνά αδίστακτο.
Τα σκηνικά της Νίκης Ψυχογιού κάλυψαν με εξαιρετική οικονομία το διαθέσιμο χώρο, προσφέροντας το πλεονέκτημα της γρήγορης εναλλαγής των σκηνών, αλλά και την απουσία οτιδήποτε περιττού θα χαλούσε την ισορροπία τους. Τα κοστούμια της ίδιας ήταν σύγχρονα, λειτουργικά και σε απλές γραμμές, χωρίς να ενοχλούν σε τίποτα το μάτι του θεατή. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα σε ένα δημιουργικό διάλογο με τις σκιές, δημιούργησαν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα που ταίριαξε ιδανικά με την αιχμηρότητα του λόγου του κειμένου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, παρακολούθησα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση ενός δυναμικού κειμένου του Καμύ, που απαλλαγμένη από καθετί περιττό, εστίασε στον πυρήνα και την ουσία των ερωτημάτων και των προβληματισμών που θέτει ο συγγραφέας. Η σκηνοθετική προσέγγιση κράτησε τις ισορροπίες του ρυθμού, επένδυσε στις εκφράσεις (χρησιμοποιώντας εύστοχα και την κινηματογράφηση) και άφησε το κείμενο να ακουστεί με καθαρότητα και σαφήνεια. Οι τέσσερις ηθοποιοί με την πολύ καλή σκηνική τους συνεργασία, αλλά και το ατομικό τους ταλέντο, εναρμονίστηκαν με το σκηνοθετικό όραμα, δίνοντάς μας μία πολύ αξιόλογη θεατρική δουλειά για το φετινό χειμώνα.

fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!