Ένα καινούργιο δικό τους έργο με τίτλο “Το Καινούργιο Παιδί” σκηνοθετούν στο Θέατρο Κάτια
Δανδουλάκη οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου. Πρόκειται για ένα μονόλογο γραμμένο για την πρωταγωνίστριά του, που αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας, της Δάφνης, μέσα από τις εφτά δεκαετίες της ζωής της. Γόνος μιας κατεξοχήν αστικής οικογένειας που έμενε σε ένα ρετιρέ του κέντρου, μεγάλωσε μαζί με την αδερφή της, την Ντόρα χωρίς να της λείπει τίποτε. Ο πατέρας της συντηρητικός, η μητέρα της πάντα πιο κοντά στις κόρες της συχνά διάβαζε τη σκέψη της, ή διαισθανόταν τι ήθελε να κάνει. Ζει άνετα παιδικά και μαθητικά χρόνια, μπαίνει στο Πανεπιστήμιο, γνωρίζει τον πρώτο της σύζυγο, τον Κώστα, κάνει το πρώτο της παιδί, ζει μια παράλληλη ερωτική περιπέτεια με τον Άλκη, έναν νεαρό που είχε γνωρίσει στα χρόνια της Χούντας, όταν η οικογένειά της φιλοξένησε για ένα βράδυ μια ομάδα νεαρών που τους κυνηγούσε η Αστυνομία, ο οποίος τελικά καταλήγει να παντρευτεί την αδερφή της. Δουλεύει μέχρι τη σύνταξή της στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, παίρνει το πρώτο της διαζύγιο και μετά από αρκετές ανατροπές παντρεύεται τον Άλκη ως δεύτερο σύζυγο. Με αυτόν κάνει άλλα δύο παιδιά, κερδίζουν αρκετά λεφτά, μετακομίζουν σε ένα χλιδάτο σπίτι της Εκάλης, αλλά στη συνέχεια έρχεται η οικονομική καταστροφή, η φυλάκιση του άντρα της για χρέη, η μετακόμιση σε ένα μικρό διαμέρισμα του κέντρου και μια σχεδόν αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση των δύο συζύγων. Στο μεταξύ γίνεται γιαγιά, ο γάμος της βαλτώνει, βιώνει θανάτους αγαπημένων προσώπων κι ενώ η ζωή της γίνεται όλο και πιο βαρετή και αδιάφορη, έρχεται ένα “καινούργιο παιδί” να την ανανεώσει και να της δώσει κίνητρο για ζωή. Παράλληλα, με την προσωπική ιστορία που αφηγείται, το κείμενο αποτελεί ένα κάπως απλουστευμένο παράλληλο χρονικό του πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι της κάθε δεκαετίας μέχρι το σήμερα, όπως τα βίωσε η ηρωίδα του έργου. Κάποιες αφέλειες δεν αποφεύγονται στη ροή του κειμένου, ενώ οι αρκετές και ενίοτε λεπτομερείς αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της κάθε εποχής και οι ιστορίες που αφορούν την αδερφή της ηρωίδας και τα επιχειρηματικά της πονήματα, μεγαλώνουν αναίτια τη διάρκεια του έργου και σε κάποιες στιγμές το αποπροσανατολίζουν από το στόχο του.
Δανδουλάκη οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου. Πρόκειται για ένα μονόλογο γραμμένο για την πρωταγωνίστριά του, που αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας, της Δάφνης, μέσα από τις εφτά δεκαετίες της ζωής της. Γόνος μιας κατεξοχήν αστικής οικογένειας που έμενε σε ένα ρετιρέ του κέντρου, μεγάλωσε μαζί με την αδερφή της, την Ντόρα χωρίς να της λείπει τίποτε. Ο πατέρας της συντηρητικός, η μητέρα της πάντα πιο κοντά στις κόρες της συχνά διάβαζε τη σκέψη της, ή διαισθανόταν τι ήθελε να κάνει. Ζει άνετα παιδικά και μαθητικά χρόνια, μπαίνει στο Πανεπιστήμιο, γνωρίζει τον πρώτο της σύζυγο, τον Κώστα, κάνει το πρώτο της παιδί, ζει μια παράλληλη ερωτική περιπέτεια με τον Άλκη, έναν νεαρό που είχε γνωρίσει στα χρόνια της Χούντας, όταν η οικογένειά της φιλοξένησε για ένα βράδυ μια ομάδα νεαρών που τους κυνηγούσε η Αστυνομία, ο οποίος τελικά καταλήγει να παντρευτεί την αδερφή της. Δουλεύει μέχρι τη σύνταξή της στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, παίρνει το πρώτο της διαζύγιο και μετά από αρκετές ανατροπές παντρεύεται τον Άλκη ως δεύτερο σύζυγο. Με αυτόν κάνει άλλα δύο παιδιά, κερδίζουν αρκετά λεφτά, μετακομίζουν σε ένα χλιδάτο σπίτι της Εκάλης, αλλά στη συνέχεια έρχεται η οικονομική καταστροφή, η φυλάκιση του άντρα της για χρέη, η μετακόμιση σε ένα μικρό διαμέρισμα του κέντρου και μια σχεδόν αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση των δύο συζύγων. Στο μεταξύ γίνεται γιαγιά, ο γάμος της βαλτώνει, βιώνει θανάτους αγαπημένων προσώπων κι ενώ η ζωή της γίνεται όλο και πιο βαρετή και αδιάφορη, έρχεται ένα “καινούργιο παιδί” να την ανανεώσει και να της δώσει κίνητρο για ζωή. Παράλληλα, με την προσωπική ιστορία που αφηγείται, το κείμενο αποτελεί ένα κάπως απλουστευμένο παράλληλο χρονικό του πολιτικοκοινωνικού γίγνεσθαι της κάθε δεκαετίας μέχρι το σήμερα, όπως τα βίωσε η ηρωίδα του έργου. Κάποιες αφέλειες δεν αποφεύγονται στη ροή του κειμένου, ενώ οι αρκετές και ενίοτε λεπτομερείς αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της κάθε εποχής και οι ιστορίες που αφορούν την αδερφή της ηρωίδας και τα επιχειρηματικά της πονήματα, μεγαλώνουν αναίτια τη διάρκεια του έργου και σε κάποιες στιγμές το αποπροσανατολίζουν από το στόχο του.


Ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Γαβαλά με τους κυματοειδείς πάγκους που διασταυρώνονται ήταν μάλλον απρόσωπος και δε βοήθησε πάντα την κίνηση της ηθοποιού στο χώρο. Η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου συνοδεύει το ρέοντα λόγο της πρωταγωνίστριας αρμονικά, χωρίς να τον καλύπτει και γίνεται ένα επιτυχημένο μουσικό χαλί των εναλλαγών των συναισθημάτων της. Τα video του Μιχάλη Κλουκίνα δείχνουν εικόνες από εποχές και γεγονότα που μνημονεύει η ηρωίδα, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστίασαν ορθώς σε αυτήν, είχαν αυξομειώσεις ανάλογες με τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις, φωτίζοντάς την απαλά, σχεδόν τρυφερά και χωρίς υπερβολές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Κάτια Δανδουλάκη, παρακολούθησα έναν καινούργιο μονόλογο μιας γυναίκας που φυλλομετρά τη ζωή της, θυμάται, αναπολεί και καταλήγει με ένα παιδί να γίνεται ο φάρος και το κίνητρό της για ζωή, όταν όλα δείχνουν να έχουν βαλτώσει και να έχουν χάσει το νόημά τους. Υπάρχουν λεπτομέρειες, γεγονότα και καταστάσεις που θα μπορούσαν είτε να παραλειφθούν, είτε να συντομευθούν, για να γίνει πιο σύντομη και πιο σφιχτή η παράσταση, το σκηνικό δε βοηθά πάντα, αλλά η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας κερδίζει το στοίχημα με το κοινό. Έχει προσωπικότητα, πάθος, μέτρο και σε κάποιες σιωπές της κυριολεκτικά σε ταξιδεύει στον κόσμο της, αποδεικνύοντας ότι όταν μια σπουδαία ηθοποιός μπει στην ουσία του ρόλου της, κάνει τις όποιες αδυναμίες της παράστασης να φαίνονται επουσιώδεις.