“Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπο σας …. είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους;”.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Σχεδόν είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τη συγκεκριμένη παράσταση της Ομάδας Εδάφους.Και όμως για κάποιους το 1995 φαντάζει ακόμα τόσο κοντά…
Το 1986 ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ίδρυσε μαζί με την Αγγελική Στελλάτου την Ομάδα Εδάφους, ένα χορευτικό σχήμα του οποίου την πλήρη επιμέλεια είχε ο ίδιος. Με την Ομάδα Εδάφους ανέβασε αρκετές παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Δύο χρόνια μετά την ιστορική πλέον “Μήδεια” και ένα χρόνο σχεδόν μετά το θάνατο του “εθνικού” μας Μάνου Χατζηδάκη, η Ομάδα Εδάφους παρουσιάζει σ’ένα παλιό εργοστάσιο της ΔΕΗ πλάι στο ποτάμι στο Νέο Φάληρο τον Οκτώβριο του 1995 μια εξίσου δυνατή και ατμοσφαιρική παράσταση το “Ενός Λεπτού Σιγή”.
Η νέα τους δουλειά γίνεται ένας εμπορικός και καλλιτεχνικός θρίαμβος ξεπερνώντας τις προγραμματισμένες παραστάσεις και γεμίζοντας πάντα την αμφιθεατρική εξέδρα των τετρακοσίων πενήντα θεατών. Το θέαμα έχει χαρακτήρα δίπτυχου: περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος το “Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα” από το ποιήμα “Λάζαρος” του Δημήτρη Καπετανάκη και μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη με σοπράνο τη Τζένη Δριβάλα και στο δεύτερο μέρος “Τα τραγούδια της αμαρτίας : Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος” του Μάνου Χατζηδάκη, σε στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Χρονά. Στο πιάνο ο Κωστής Παπαδάκης και στη φωνή ο Ανδρέας Καρακότας και ο Δώρος Δημοσθένους.
Στο έργο βασιλεύει η λυρική μελαγχολία του στίχου του Ντίνου Χριστιανόπουλου (Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπο σας …. είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους), η οποία στη συγκεκριμένη παράσταση ανασημασιοδοτείται ως μνημόσυνο για τον Μάνο Χατζηδάκη και τα νεαρά αγόρια, θύματα του AIDS.
Στο πρώτο μέρος της παράστασης Ενός Λεπτού σιγή, λειτουργεί ως μουσικό υπόστρωμα ένα ημίωρο ρέκβιεμ, του Κουμεντάκη, ενώ στο δεύτερο, ωριαίας διάρκειας, ακούγονται με φωνή και πιάνο μελοποιημένα τα δεκατρία ωμού ερωτισμού ποιήματα του Χριστιανόπουλου και ένα του Γιώργου Χρονά. Θέμα των τραγουδιών αποτελεί «η σκοτεινή πλευρά του έρωτα μεταξύ ανδρών, με θεμελιώδες μοτίβο την απελπισία της μοναξιάς». Έτσι συνυπάρχουν ο λυρισμός της μελαγχολίας του μουσικού Χατζηδάκη με την απελπισία της ποίησης του Χριστιανόπουλου. Ο Γιώργος Κουμεντάκης μελοποιεί το λιμπρέτο Λάζαρος του Δημήτρη Καπετανάκη το οποίο ο τελευταίος έγραψε με την επίγνωση του θανάτου του (στα 32 του χρόνια από λευχαιμία). Πρόκειται για ένα νεκρώσιμο άσμα οπού «ο χτύπος αυτός σημαίνει θάνατο’. Ένα μνημόσυνο γι’ αυτούς που φεύγουν άδικα σε νεαρή ηλικία. Ο Κουμεντάκης αναφέρεται στους τρόπους σύνθεσης του Ρέκβιεμ: «Το συνέθεσα μέσα σε δυόμισι εβδομάδες. Αυτό με βοήθησε να μην αποκτήσει «καλλιέπεια» η μουσική. Έμεινα μόνο στα συναισθήματα μου που ήταν πολύ δυνατά και δημιουργήθηκε ένα έργο τραγικού περιεχομένου, με κύριο στοιχείο τον φόβο. Έκανα εκλογή ενός μόνον τέμπο και κράτησα έναν αργό. εσωτερικό, σταθερό ρυθμό πένθιμου εμβατηρίου, που μου έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω μια πολύ στερεή φόρμα, όπου το περιεχόμενο να κινείται ελεύθερα και να υπάρχουν στιγμές απρόβλεπτες: ένα σασπένς – το άγχος της αρρώστιας. Το έργο βγήκε με πολύ μεγάλη ευκολία συνθετικά και με πολύ μεγάλη δυσκολία συναισθηματικά».
Για τη δομή του θεάματος Ενός Λεπτού σιγή επελέγη, κατά τον Παπαϊωάννου, ο «βυζαντινός» τρόπος: στο πρώτο μέρος ο θάνατος, στο δεύτερο η ζωή, έστω και μέσα στην απελπισία, αρχιτεκτονικά περνάμε από τον γοτθικό ρυθμό του πρώτου μέρους, με τη δυτικότροπη μουσική (ρομαντικός 19ος αιώνας) του Κουμεντάκη στο βυζαντινό χαρακτήρα του δεύτερου μέρους.
Από το άρθρο του Κωνσταντίνου Κυριάκου ( Λέκτορας Θεατρολογίας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών) στο έντυπο CAMERASTYLO παραθέτουμε:
Στο πρώτο μέρος της παράστασης κυριαρχεί (σκηνογραφικά και χορογραφικά) η αίσθηση της κλίμακας, ενώ στηρίζεται κυρίως σε μια εικόνα και στην επαναλαμβανόμενη κίνηση. Σε μια απότομη σκάλα, όπου τα σκαλοπάτια μοιάζουν με ξυράφια, παίρνουν σχήμα οι χορογραφικές παραλλαγές της ίδιας εικόνας: ενός ανθρώπινου καταρράκτη από τσακισμένα σώματα. Το θέμα της κλίμακας, εμπνευσμένο από το όραμα του βιβλικού Ιακώβ που έβλεπε τους καταραμένους να γκρεμίζονται και τους αγγέλους να ανεβαίνουν στον ουρανό, επανέρχεται ανασημασιοδοτημένο ως τρίτο θέμα (Σκαλοπάτια) στην Ανθρώπινη δίψα (1999). Η επανάληψη της ίδιας εικόνας γίνεται με γρήγορες εναλλαγές, αποτελεί ένα γρήγορο μοντάζ εικόνων. Πρόκειται για τις παραλλαγές μιας πτώσης, όπου τα εικοσιένα αγόρια (δώδεκα χορευτές και εννέα αθλητές της αναρρίχησης) μοιάζουν με απρόσωπη ανδρική μάζα. Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος του θεάματος κυριαρχεί η πολυδιάστατη κίνηση, τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες της καθημερινής ζωής γίνονται ευδιάκριτα από το θεατή, σχηματίζεται ένα ψηφιδωτό προσώπων από την ακολουθία των εικόνων. Η ανθρώπινη μάζα του πρώτου μέρους εξατομικεύεται. «Αν το πρώτο μέρος είναι ένας καταρράκτης, μια καταιγίδα, το δεύτερο είναι οι σταγόνες της βροχής που στάζουν από τα φύλλα, όταν η καταιγίδα κοπάσει και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου προβάλουν».
Στο Ενός Λεπτού σιγή προείχε η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ερωτισμού, με αργές και τελετουργικές κινήσεις, όπου ο φωτισμός απέδιδε στις στάσεις των σωμάτων προοπτική όπως στη ζωγραφική, επιβεβαιώνοντας την καταγωγή του Παπαϊωάννου από το χώρο των εικαστικών τεχνών. Όσον αφορά στην εικαστικότητα των παραστάσεων της «Ομάδας εδάφους» και τη σταδιακή μεταστροφή αναφέρεται σε συνέντευξη του χορογράφου: «Ως τώρα η ομορφιά της εικόνας ήταν μάλλον υπερβολική. Τώρα προσπαθούμε οι στιγμές της ομορφιάς και οι στιγμές της ποίησης να γίνονται σαν από ατύχημα, σαν από σύμπτωση επάνω στη σκηνή. Η σύνθεση παρουσιάζεται σαν να έτυχε, σύμφωνα με την τάση που επικρατεί στα σύγχρονα εικαστικά ρεύματα, αλλά και τη φιλοσοφική διάθεση του έργου».
Για τη συνύπαρξη Χατζηδάκη και Χριστιανόπουλου σχολιάζει σε κατοπινή του συνέντευξη ο Παπαϊωάννου, ανιχνεύοντας και μια κινηματογραφικών αναφορών σχέση εκλεκτικών συγγενειών: «Η ποίηση που μελοποίησε ο Χατζιδάκις ήταν ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (και ένα ποίημα του Γιώργου Χρονά, επίσης), με άλλα λόγια, όπως με μια δυτικότροπη ζωγραφική ο Τσαρούχης ωραιοποιούσε το πεζοδρόμιο, ωραιοποιούσε την αντρική, λαϊκή ερωτική μορφή της Μεσογείου μέσα από αναγεννησιακά πρότυπα με βυζαντινές επιρροές, έτσι και η μουσική του Χατζηδάκη έκανε πιο εύληπτους και πιο λυρικούς τους πολύ δραματικούς στίχους του Χριστιανόπουλου. Ο Χριστιανόπουλος είναι παζολινικός, ενώ ο Χατζιδάκις περισσότερο βισκοντικός. Στον Παζολίνι, όπως νομίζω και στον Χριστιανόπουλο, ο ερωτισμός προέρχεται από αυτή καθεαυτή τη σκληρότητα και όχι από την εξιδανίκευση της ομορφιάς. Στον Βισκόντι θα δεις τον Τάτζιο από το Θάνατο στη Βενετία με πολύ μέικ απ. Στον Παζολίνι βλέπεις τα παιδιά του δρόμου σε εξωφρενικά γκρο πλαν. Eίναι πιο σέξι… (…) Οι Έλληνες για τους οποίους μιλάει στους στίχους του ο Χριστιανόπουλος και τους οποίους ζωγράφιζε ο Τσαρούχης είναι σήμερα οι Αλβανοί».
Οι συνέπειες του έρωτος εν κινδύνω στα χρόνια του AIDS χαρακτηρίζουν το πρώτο μέρος της παράστασης Ενός Λεπτού σιγή, με έμφαση στη θρησκευτικών αναφορών εικονογράφηση. Τα ημίγυμνα και άρρωστα ανδρικά σώματα πορεύονται, με το κρεβάτι τους ως Σταυρό στους ώμους, στο Γολγοθά των νάιντις, ενώ ένας Άγγελος Θανάτου θρηνεί την απωλεσθείσα νεότητα τους. Στο δεύτερο μέρος, τα ίδια κορμιά, άλκιμα τώρα, εξαπολύονται στις εσχατιές της σεξουαλικότητας. Με έκτυπη στη στάση την ανάγκη της επαφής ασκούνται στις παραλλαγές της ηδονής πάνω στο μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, που μετασχηματίζεται σε προβλήτα ζευγαρώματος, σοκάκι, πεζοδρόμιο και αγία τράπεζα.
Στην αφαιρετική σκηνογραφία της Λίλης Πεζανού προέχει στο πρώτο μέρος το επικλινές σχήμα για την εξυπηρέτηση των αλλεπάλληλων πτώσεων (μεγάλη φαρδιά ξύλινη ψηλή σκάλα), ενώ στο δεύτερο κυριαρχεί ένα μακρύ πλατύ τραπέζι. Έτσι διαμορφώνεται μια διαφορετική δυναμική θεάματος και κοινού. Από την άλλη πλευρά αλλάζει και η εικόνα των συμπεριφορών: οι εσταυρωμένοι του πρώτου μέρους γίνονται άγγελοι – ζεϊμπέκηδες, οι ακροβάτες του θανάτου, παλαιστές του έρωτα. Στο δεύτερο μέρος κυριαρχεί στην απόδοση της ανδρικής ομορφιάς η αισθητική του Τσαρούχη: «Πήρα την αίσθηση την τσαρουχική, που την γνώριζα αρκετά καλά, και χρησιμοποίησα τις προσωπικές μου μνήμες: στην εφηβεία μου και στα πρώτα χρόνια της νεότητας μου γνώρισα αυτό τον περιθωριακό κόσμο για τον οποίο μιλούσε και ο Τσαρούχης και ο Παζολίνι και ο Χριστιανόπουλος, ίσως σε λίγο πιο ήπιους τόνους, ωστόσο ανήκω στην τελευταία φουρνιά που γνώρισε αυτό που συνέβαλε στους δρόμους.». Στο δεύτερο μέρος, μέσω της εικονογράφησης των ποιημάτων, υφίστανται όλες οι παραλλαγές των αισθησιακών αποτυπώσεων και ομοερωτικών προτύπων.
Από τα Νέα, στις 22.9.1995 παραθέτουμε: Ο συνθέτης δούλεψε με τον νεαρό χορογράφο – σκηνοθέτη για δύο μήνες, το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε, δούλεψαν και πάλι μαζί για άλλες δεκαπέντε μέρες, ο θάνατος του όμως άφησε τη δουλειά ανολοκλήρωτη, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σκέφτηκε πολύ αν θα έπρεπε να επιμείνει στο σχέδιο και πως θα το ολοκλήρωνε πρακτικά. Στην περίοδο που συζητούσαν είχε πει στον Μάνο Χατζηδάκη ότι «δεν θα ένιωθε έντιμος αν, ζωντανεύοντας τον κόσμο του Χριστιανόπουλου, δεν αναφερόταν στον τρόπο που ο τρόμος της νύχτας έχει πια μεταβληθεί από το AIDS σε τρόμο του θανάτου. Είχαν καταλήξει, με πρόταση του συνθέτη, να βάλει στην παράσταση αυτές τις «εικόνες καταστροφής», που ήθελε και δεν ταίριαζαν με τα τραγούδια, ανάμεσα τους, πάνω σε μουσική που εκείνος θα συνέθετε».