Η Κατερίνα Μαντέλη γεννήθηκε στην Πάτρα και σπούδασε θέατρο στην Αθήνα στην «Δραματική σχόλη Θεάτρου Αθηνών». Η σκηνοθεσία την κέρδισε αμέσως και γι΄αυτό το λόγο συνέχισε τις σπουδές της πάνω στον κινηματογράφο και την τηλεόραση στο Film Director Trebas Institute Montreal του Canada. Έχοντας σκηνοθετήσει έργα στο θέατρο και ταινίες στον κινηματογράφο, φέτος καταπιάνεται με το αριστούργημα του Ρώσου μυθιστοριογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ιβάν Τουργκένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή», που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στο Διάχρονο Θέατρο της Μαίρης Βιδάλη.
Συνέντευξη στη Μάρω Καστράτου
«Ένας μήνας στην εξοχή» του Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ. Πως προέκυψε η συνεργασία με τη Μάιρη Βιδάλη.
Όταν το φθινόπωρο η Μαίρη Βιδάλη μου έστειλε το έργο του Ιβάν Τουργκένιεφ «Ένας μήνας στην εξοχή» και το διάβασα, σκέφτηκα πως έχω μπροστά μου, ένα ρεαλιστικό παραμύθι, που είναι τόσο επίκαιρο, όσο και διαχρονικό.
Ο Ιβάν Τουργκένιεφ που θεωρείται πρόδρομος του Τσέχωφ και πολλών άλλων κολοσσών της ρωσικής δραματουργίας, με το έργο του «Ένας μήνας στην εξοχή» θίγει μέσα από την ηθογραφική του αφήγηση μεταξύ άλλων, το θέμα της πλήξης. Ήρωες που περιφέρουν την πλήξη τους, μαζί με τις βαλίτζες τους. Για να ξεφύγεις από την πλήξη και να έχεις μια ευτυχισμένη ζωή, απαιτείται εξέγερση. Εξέγερση απέναντι στο κατεστημένο, στις παλιακιές νοοτροπίες… ακόμα και στα όσα πίστευες, ως πρέπει, εσύ ο ίδιος..Η ανατροπή φέρνει την ευτυχία σε σένα, αλλά και στους γύρω σου… Όσοι δεν σε νοιώθουν, απλά δεν σε αγαπούν πραγματικά..
Αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει.. Αυτό ίσως να είναι και το μήνυμα του έργου, αφού μας δείχνει με ανάγλυφο ύφος, την δυστυχία του εγκλωβισμού, αντί το φτερούγισμα της ψυχής, να γίνει γέφυρα προς την ευτυχία..
Kαι πως προσεγγίσατε ένα τόσο σπουδαίο κείμενο;
Με πολύ σεβασμό και ευαισθησία προσέγγισα το έργο. Ο καμβάς του έργου, μ΄ όλα τα μελοδραματικά στοιχεία, του Τουργκένιεφ, κατορθώνει να διατηρεί την σκωπτική ματιά του, αλλά και στιγμές αλήθειας και πηγαίας συγκίνησης. Τα αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα και η θύελλα που κλυδωνίζει τις καρδιές των ηρώων του, είναι σχεδιασμένοι με τόση αγάπη, αληθοφάνεια και ψυχολογική ακρίβεια. Τίποτα δεν διορθώνεται βίαια, αψυχολόγητα, ή μηχανικά. Γι αυτούς τους λόγους λοιπόν, δεν έγιναν άσκοποι μοντερνισμοί, που τον τελευταία χρόνια πλήττουν την θεατρική παράγωγη ως μάστιγα, μόνο και μόνο για λόγους εντυπωσιασμού. Το έργο διατηρεί την γραμμή της εποχής, ώστε οι νέοι και μη μυημένοι ακόμα, στο κλασικό ρεπερτόριο, θεατές, να μπορούν να διακρίνουν την εποχή… και να μην φύγουν με σύγχυση πληροφοριών, αλλά και με την αίσθηση …ότι δηλαδή το τότε και το τώρα, το αλλού και το εδώ, δεν έχουν καμιά διαφορά σε τίποτα και πουθενά.
Ποιες οι σκηνοθετικές δυσκολίες ενός τέτοιου έργου;
Η δυσκολία εδώ ήταν να πέσω στην παγίδα, να μην ψάξω τόσο, ώστε να ανακαλύψω την ψυχοσύνθεση των ηρώων του έργου, να αδιαφορήσω για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής του και να το σχεδιάσω π.χ. ως μπουλβάρ ή να το οδηγήσω στις γνωστές ευκολίες του μεταμοντέρνου… αυτό το δήθεν διαφορετικό μόνο και μόνο για λόγους εντυπωσιασμού και να χαθεί όλη η ουσία του έργου, της εποχής και η αισθητική, του ίδιου του έργου να πάει περίπατο, μόνο και μόνο για να δείξω πόσα πολλά εργαλεία έχω στην εργαλειοθήκη μου και γνωρίζω πώς να τα χρησιμοποιώ γύρω από την τέχνη μου… Νομίζω πως το ίδιο το κείμενο σε βάζει στον δικό του δρόμο… αν ήθελα να κάνω κάποιο άλλο είδος θα έβρισκα ένα έργο άλλου είδους, γιατί να χαλάσω αυτό…Θέλω να ευχαριστήσω την Μαίρη Βιδάλη που με εμπιστεύτηκε για ακόμα μια φορά. Όλοι μαζί βάλαμε ένα στοίχημα. Η θα το κερδίσουμε, η θα το χάσουμε. Αν το κερδίσαμε, όλοι μαζί, η το χάσαμε, εσείς θα το κρίνετε… Ευτυχώς έχω στο πλάι μου άξιους ηθοποιούς, όπως την μοναδικά ευαίσθητη πρωταγωνίστρια Μαίρη Βιδάλη, το βραβευμένο ηθοποιό Πέτρο Αποστολόπουλο, τον έμπειρο Δημήτρη Δρακόπουλο. Τους ηθοποιούς που έχουν αφήσει επιτυχώς το αποτύπωμα τους στο θεατρικό σανίδι όπως τη Λαμπρινή Λίβα, τον Κωνσταντίνο Νιάρχο, τη Βέρα Μακρομαρίδου, τον Τάσο Μπλάτζιο, τη Ρούλα Αντωνοπούλου, τον Τάκη Δεληγιάννη. Καθώς και μια γνήσια καλλιτέχνη, που έπαιξε στο πιάνο και τραγουδά, με μοναδική ευαισθησία , ρώσικα τραγούδια της εποχής του Τουργκένιεφ, την κοντράλτο Αλμπίνα Ζαχαριάδου. Την σκηνογράφο μας Ιωάννα Κατσιαβού και βεβαίως το στήριγμα μου την Αδαμαντία Μαντελένη.
Γιατί σκηνοθέτις και όχι ηθοποιός;
Αυτή η ερώτηση έχει μια πολύ απλή απάντηση. Ως σκηνοθέτις μπορώ να είμαι και λίγο ηθοποιός. Εννοώ πως όλοι οι ρόλοι, περνάνε από μέσα μου, με όλες τις διακυμάνσεις τους και όλα τα χαρακτηριστικά τους… έτσι μπορώ να καταλάβω και να βοηθήσω, τους ηθοποιούς μου όταν χρειάζεται, προς την σωστή κατεύθυνση για να οικοδομήσουν το ρόλο. Από την άλλη ίσως να πιστεύω πως το αν είσαι καλός ηθοποιός, αμέσως φαίνεται στην σκηνή και δεν υπάρχει άλλοθι για το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής σου δυνατότητας. Ενώ ως σκηνοθέτις, δύσκολα μπορώ να αποδείξω στον εαυτόν μου, πως δεν αξίζω. Γιατί πάντα θα έχω ένα άλλοθι… π.χ δεν έχω σκηνοθετήσει στο Εθνικό και άρα ποτέ δεν είχα τα πάντα εξασφαλισμένα ώστε να ξετυλίξω το «ταλέντο μου», αν έχω, και έτσι να φανεί αν αξίζω η όχι… Καλό άλλοθι έτσι; … Αυτό λοιπόν μου επιτρέπει να ονειρεύομαι πως μπορώ ακόμα να συγκαταλέγομαι στους δημιουργούς, αναπόδεικτα…
Πέρα από θέατρο, δημιουργείτε και κινηματογράφο. Ποιες οι διαφορές μεταξύ της σκηνοθεσίας ενός θεατρικού και ενός κινηματογραφικού έργου.
Δεν θα έλεγα πως οι διαφορές είναι τεράστιες, αλλά είναι πολλές. Ο κινηματογράφος εμπεριέχει την θεατρική παιδεία. Και τα δυο είδη χρειάζονται τεχνικές γνώσεις και όραμα. Ο κινηματογράφος όμως είναι γεμάτος από τεχνικές που θα πρέπει να τις κατέχεις πολύ καλά, για να μπορέσεις να αφηγηθείς μια ιστορία, ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει ο θεατής. Στο Θέατρο, το έργο αρχίζει και τελειώνει μπροστά στα μάτια του θεατή και η συναισθηματική εξέλιξη των ηρώων και η δράση, συμβαίνει με μια συνέχεια ρεαλιστική. Αντίθετα στον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης επιλέγει πια στιγμή, της συναισθηματικής εξέλιξης θα κρατήσει και θα δώσει στο θεατή… πχ. Λέμε, πως ο ηθοποιός στο κινηματογράφο κλαίει σήμερα, για το χαστούκι που θα φάει αύριο ή δίνει σήμερα ένα παθιασμένο φιλί στον άνθρωπο που θα ερωτευτεί αύριο ή πεθαίνει σήμερα από τη σφαίρα που θα τον κτυπήσει αύριο. Άρα τα ρακόρ της συναισθηματικής εξέλιξης, της συνέχεια της δράσης πρέπει να τα έχει πολύ καλά στο μυαλό του, ώστε να τα μεταφέρει σωστά στους ηθοποιούς, αλλά και σε όλο το τιμ, που μαζί δημιουργούν ένα κινηματογραφικό έργο. Ακροθιγώς και πολύ επιγραμματικά σας αναφέρω κάποιες διαφορές… βέβαια είναι πολλές, αλλά αυτές, αφορούν στη εκπαίδευση των μαθητών, περί διαχωριστικών γραμμών μεταξύ των δυο ειδών.
Συνεργασίες που θυμάστε με ιδιαίτερη αγάπη;
Τη συνεργασία μου με το Ντίνο Δημόπουλο, με το Ντίμη Δαδήρα, με τον Κώστα Καραγιάννη, με τον αγαπημένο μου δάσκαλο και αργότερα συνεργάτη Βίκτωρα Παγουλάτο, τη Μελίνα Μερκούρη, την εξαιρετική παρέα και διδαχή από το Μάνο Κατράκη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, το Γιώργο Ζερβουλάκο, το Χριστόφορο Χριστοφή, τη Μπέττυ Αρβανίτη, τηνΒέρα Κρούσμα, τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο, την Πέγκυ Τρικαλιώτη, τη Μέλπω Ζαρόκωστα, τον Πάνο Χατζηκουτσέλη, τη Γιωργία Ζώη, το Στέλιο Γεράνη, το Γιάννη Ιωάννου την Καλλιόπη Βέτα και βέβαια τη Μαίρη Βιδάλη. Είναι τόσοι πολλοί όμως οι συνεργάτες που θα χρειαζόταν να μιλώ ώρες για αυτούς.. τους θυμάμαι όλους με αγάπη.
Το 2016 γράψατε το σενάριο και σκηνοθετήσατε το Ντοκιμαντέρ «Γενεύη, η πόλη των εμιγκρέδων». Πως αποφασίσατε να καταπιαστείτε με ένα τέτοιο ιδιαίτερο θέμα;
Ήθελα να κάνω ένα ταξίδι στο παρελθόν, αλλά και στο σήμερα, στην πόλη του χρήματος και των ευκαιριών. Να συγχρωτιστώ με ανθρώπους που παλεύουν για τις αξίες και την ελληνική παιδεία, σε έναν τόπο με τελείως διαφορετική κουλτούρα από την δική μας… Εκεί έζησε ο Ιωάννης Καποδίστριας από το 1822 έως 1827
Οι Γενοβέζοι με ένα χάλκινο άγαλμα, του Ουσμάν Σόου, που είναι στημένο στο πεζοδρομημένο κομμάτι της Redes Alpes, λίγο πιο κάτω από τον κεντρικό σταθμό των τραίνων, στέλνουν ένα αντιρατσιστικό μήνυμα. Μια απλή και λιτή επιγραφή κάτω από τα σκαλοπάτια, μας λέει : Ο Ουσμάν Σόου Ντακάρ (Σενεγάλη) 1935
«Ο Μετανάστης. Για να γίνει η σιωπή τους λόγος.»
Ένα μείγμα ντόπιων κατοίκων και μεταναστών ζει πολύ αρμονικά στην Γενεύη, γιατί η Ελβετία είναι μια πάρα πολύ φιλόξενη χώρα, για τους μετανάστες.
Έτσι με ξεναγούς μου, τους Έλληνες της Ελληνικής παροικίας και τα επιτεύγματα των συμπατριωτών μας, προσέγγισα τον τόπο και την ιστορία του, με άλλο βλέμμα. Διαπίστωσα πως όπου ζουν Έλληνες, υπάρχει μια άλλη ποιότητα στον πολιτισμό.
Στην Γενεύη, δεν είναι μόνον οικονομικοί μετανάστες οι συμπατριώτες μας. Κάποια φωτεινά μυαλά βρέθηκαν εκεί για να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες και την ελληνική παιδεία, όπως μόνον οι Έλληνες ξέρουν να χαρίζουν απλόχερα. Γι αυτούς τους υπέροχους Έλληνες λοιπόν, μπήκα στον πειρασμό να δημιουργήσω ένα ντοκιμαντέρ, έχοντας τους, ως φωτεινούς φάρους σε αυτό μου το ταξίδι.
Το ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος σας γοητεύει πολύ;
Θα έλεγα πως έχει ένα διαφορετικό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, αλλά και άλλη κινηματογραφική αφήγηση… Η δράση δημιουργείται, μέσα από την ίδια την πραγματικότητα… δεν είναι προϊόν φαντασίας …Είναι όμως η προσωπική ματιά και η «γωνία λήψης» που βλέπεις «υποκειμενικά» την πραγματικότητα ως δημιουργός.
Ναι με γοητεύει πολύ…μπαίνω βαθιά μέσα στη μελέτη της ιστορίας κάθε χώρας, κάθε τόπου, κάθε ανθρώπου. Ξέρεις, μέσα από κάθε άνθρωπο αναδύεται μια άλλη περιγραφή της ιστορίας αυτό είναι πολύ γοητευτικό. Οι προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων εν τέλει δημιουργούν την ιστορική μας μνήμη και την αναθεώρηση της ίδιας της ιστορίας. Ο κάθε άνθρωπος βλέπει τόσο διαφορετικά τα γεγονότα δίπλα του και αυτό είναι μαγικό και πολύ ενδιαφέρον συγχρόνως.
Τα μελλοντικά σας καλλιτεχνικά σχέδια;
Να τελειώσω κάποια ντοκιμαντέρ που έχω ήδη γυρίσει. Να μ΄ αξιώσει ο Θεός να σκηνοθετήσω έργα που ήθελα κάποτε ως ηθοποιός να παίξω. Δηλαδή έργα, μεγάλων κλασικών και καταξιωμένων συγγραφέων αλλά και έργα νεοελληνικά, άπαικτα με μέγεθος και αξίες που προάγουν τον πολιτισμό και το πνεύμα!
Ταυτότητα της παράστασης
Τίτλος Έργου: «Ένας μήνας στην εξοχή»
Συγγραφέας: Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ
Διασκευή: Ιβάν Ντοντακόφ
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μαντέλη
Τραγούδι: Αλμπίνα Ζαχαριάδου
Σχεδιασμός φωτισμού: Γιώργος Δανεσής
Σκηνογραφία: Ιωάννα Κατσιαβού
Καλλιτεχνική διεύθυνση: Αδαμαντία Μαντελένη
Ηθοποιοί:
Μαίρη Βιδάλη (Ναταλία Πετρόβνα Ισλάγιεφ)
Πέτρος Αποστολόπουλος (Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Ρακίτιν)
Δημήτρης Δρακόπουλος (Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Μπελάγιεφ)
Βέρα Μακρομαρίδου (Βέρα)
Κωνσταντίνος Νιάρχος (Ιγκάντι Ίλιτς Σπιγκέλσκι)
Τάσος Μπλάτζιος (Αρκάντι Σεργκέγιεβιτς Ισλάγιεφ)
Λαμπρινή Λίβα (Άννα Σιμιόνοβνα Ισλάγεφ)
Ρούλα Αντωνοπούλου (Λιζαβέττα Μπογκτάνοβνα)
Τάκης Δεληγιάννης (Αφανάσυ Ιβάνοβιτς Μπολσιντσώφ)
Διάρκεια παράστασης: 120 λεπτά (με διάλειμμα)