Είναι ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς της νεότερης γενιάς που ποτέ δεν φοβάται να μιλήσει έξω από τα δόντια και να εκφέρει την άποψή του με ειλικρίνεια. Ο Κώστας Αποστολάκης τη φετινή χρονιά υποδύεται στη σκηνή του θεάτρου Αθηνά, τον Βαγγέλη Μπουφέ, έναν αγαθό χωριάτη που μπλέκει ερχόμενος στην Αθήνα, ενώ παράλληλα θα τον δούμε και στη μεγάλη οθόνη στην ταινία «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» όπου θα υποδυθεί τον Βαγγέλη, τον αδερφό της Ευτυχίας. Ο ηθοποιός μίλησε στα Θεατρικά Προγράμματα για το θέατρο αλλά και για τη σκληρότητα που βιώνουμε στην εποχή μας.
Συνέντευξη στη Βίκυ Διαμάντη
-Δεν θα με τρελάνεις εσύ εμένα… Υπήρχε πρόβλημα μέχρι να ανέβει… Κόντεψε να σας… τρελάνει…
Όχι δεν κόντεψε να μας τρελάνει αυτό το έργο αλλά το προηγούμενο. Αυτό έχει τρελάνει όσους έχουν έρθει να το δούνε. Είναι μία κωμωδία που θυμίζει έντονα τις ασπρόμαυρες ελληνικές κωμωδίες. Έχουμε πολύ ωραία χημεία στη σκηνή και με τα παιδιά, γιατί και τον Πούλη και τον Σπαντίδα τους γνωρίζω πολλά χρόνια. Ο Παναγιώτης ο Καποδίστριας και ο Γιαμάλογλου έγραψαν ένα πολύ ωραίο σενάριο. Και ο Βασίλης Θωμόπουλος που σκηνοθετεί το χειρίστηκε σαν να είχε να κάνει με μία ασπρόμαυρη κωμωδία. Μέσα από αυτό το έργο προβάλλονται ήθη, αξίες, ενώ υπάρχει γρήγορος ρυθμός στην εξέλιξη για να μην κουράζεται ο θεατής.
-Μίλησες για ήθη και αξίες. Ζούμε σε μία εποχή που αναζητούμε ήθη και αξίες;
Φυσικά. Χάσαμε τα ήθη και τους δεσμούς και τώρα τα ξαναζητάμε, την ντομπροσύνη στο σύντροφό μας, στον πατέρα μας, τη μάνα μας, την οικογένειά μας και έχουμε μάθει να λέμε ψέματα και χωρίς λόγο. Ψέματα ολκής που λέγαμε και πλέον είναι συνηθισμένος ο εγκέφαλος να μη λέει την αλήθεια.
-Πώς έφτασε όμως εκεί ο εγκέφαλος;
Ναι είναι ενδιαφέρουσα ερώτηση… Έφτασε εκεί ο εγκέφαλος επειδή χάθηκαν οι κανονικοί δεσμοί, οι αληθινές ανθρώπινες σχέσεις και επειδή το ζόρι της κοινωνίας και τα πράγματα τρέχουν τόσο γρήγορα, ο καθένας παλεύει να βολέψει το τομαράκι του. Να το χώσει με οποιοδήποτε τρόπο να επιβιώσει και δεν τον ενδιαφέρει η αγάπη ή το συναίσθημα του διπλανού. Υπάρχει σε μία ελληνική ταινία που πρωταγωνιστεί ο Κώστας Βουτσάς και λέει μία ατάκα: «Τρούπωσα;». Αυτή είναι τεράστια ατάκα, νομίζω ότι ήταν και πολύ μπροστά η ταινία από την εποχή της, γιατί αν τότε ήταν ένα 20% που ήθελε να τρουπώσει τώρα είναι ένα 100% που θέλει να βολευτεί. Να βολευτεί με οποιοδήποτε κόστος και με τίμημα που δεν έχει να κάνει με τον αυτοσεβασμό του…
-Ο κύριος Μπουφές τι χαρακτήρας είναι;
Είναι ένας άνθρωπος που προέρχεται από χωριό. Δεν έχει μάθει να λέει ψέματα, ξέρει να λέει μόνο αλήθειες και εκεί ακουμπάει όλο το αστείο του έργου… Όπως ο ίδιος λέει κάποια στιγμή: «Δεν μπορώ εγώ ξάδερφε να λέω ψέματα γιατί κεκεδίζω…». Καλείται λοιπόν να καλύψει καταστάσεις πάνω από τις δυνάμεις του. Γιατί στην Αθήνα όπου καταφθάνει, είναι όλα ψεύτικα. Αυτός άφησε πίσω του στο χωριό τις αληθινές τις αγνές, τις καταστάσεις που μυρίζουν χώμα και εδώ τώρα έχει μπλέξει σε πράγματα που δεν του είναι γνώριμα και έτσι πλάθεται όλο το κωμικό στοιχείο του έργου. Ο θεατής καταλαβαίνει την αγνότητα και την παίρνει σαν μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Γι’ αυτό γελάει. Γιατί έχει χαθεί η αγνότητα από τη ζωή μας.
-Μήπως είναι ένας άνθρωπος που έρχεται από το παρελθόν στο σήμερα και νιώθει εντελώς έξω από τα νερά του;
Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσαμε να πούμε ότι έρχεται και από το παρελθόν με όλα αυτά που κουβαλάει μέσα του. Γιατί γυρίζει και λέει: «Εγώ δεν θέλω πολλές γυναίκες. Εγώ θέλω μία και να είναι καλή». Στην εποχή που ζούμε αυτή η φράση είναι εντελώς ετεροχρονισμένη. Ανήκει σε άλλη εποχή. Γιατί σήμερα ζούμε την ευτυχία της αφθονίας. Έχουμε πολλά πράγματα μαζεμένα και δεν ξέρουμε πού να εστιάσουμε. Αλλά «ουκ εν τω πολλώ το ευ» που έλεγαν και οι αρχαίοι. Είμαστε μόνοι μας μέσα σε χίλια άτομα. Ζούμε τη μοναξιά αν και έχουμε τόσους ανθρώπους γύρω μας. Και ο βοσκός που βόσκει τα πρόβατά του και δεν έχει ψυχή γύρω του δεν νοιώθει μοναξιά. Αυτό το οξύμωρο μπορεί να μας κάνει να καταλάβουμε πολλά.
-Τι ήταν αυτό που σε δυσκόλεψε στο να πλάσεις αυτό το ρόλο;
Δεν νομίζω ότι υπήρχαν πράγματα που με δυσκόλεψαν. Μπορώ να σου πω τι με ευκόλυνε…
-Όπως;
Ότι αυτός είναι τόσο αυθόρμητος όσο και εγώ. Και εμένα πολλές φορές μου φεύγουν τα πράγματα όπως τα σκέφτομαι γι’ αυτό σκέφτομαι σε πρώτο πλάνο και τα πετάω και σε πρώτο πλάνο. Αυτό κάνει και αυτός και γίνεται ρεζίλι. Από εκεί πιάστηκα από τον αυθορμητισμό του και τον ειλικρινή του χαρακτήρα.
-Πρόσφατα προέκυψε ένα θέμα γύρω από το ποιοι παίζουν θέατρο…
Εγώ πιστεύω ότι το θέατρο επειδή είναι μη προσμετρήσιμο, είναι περισσότερο ψυχολογικό παρά πρακτικό. Το πρακτικό έχει να κάνει κυρίως με την εμπειρία. Το ψυχολογικό έχει να κάνει με την αγάπη. Αν πραγματικά υπάρχει η αγάπη δεν μπορεί κανείς να απαγορέψει σε κάποιον να ασχοληθεί με το θέατρο. Υπάρχουν πολλοί που έχουν βγάλει σχολή και έχουν πάρει και πτυχίο αλλά δεν είναι ηθοποιοί. Υπάρχουν πολλοί ηθοποιοί που δεν έχουν πάρει πτυχίο. Επειδή αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν ασχολούνται με το θέατρο, το σκέφτονται μέσα τους, το κουβαλάνε. Για μένα το θέατρο δεν είναι η σχολή που έβγαλα είναι τρόπος ζωής. Το ξέρεις ότι το σκέφτομαι περίπου 120 φορές την ημέρα; Δηλαδή, βλέπω ένα άνθρωπο να περπατάει και λέω «αυτό το περπάτημα θα μπορούσε να είναι ενδιαφέρον σε ένα ρόλο». Με απλά λόγια τα ντουλαπάκια της μνήμης μας μας κάνουν ηθοποιούς και πρέπει να νιώθεις μέσα σου ηθοποιός και πάνω στη σκηνή, να ιδρώνεις να το παλεύεις να μη βαριέσαι να δουλέψεις το ρόλο σου και να τον εξελίξεις.
-Υπάρχει καλό και κακό θέατρο;
Υπάρχει καλό και κακό θέατρο, αλλά δεν υπάρχει ποιοτικό και εμπορικό θέατρο. Υπάρχει καλό και κακό θέατρο εμπορικά και ποιοτικά. Δηλαδή μπορεί να είναι μία εμπορική παράσταση πάρα πολύ καλή και να είναι μία ποιοτική παράσταση δήθεν και κακή. Τα ακαταλαβίστικά που ο άλλος φεύγει από το θέατρο και σου λέει «είδα κάτι πολύ καλό αλλά δεν μπορώ να στο εξηγήσω» για εμένα είναι ύποπτο… Πρέπει να μπορείς να το εξηγήσεις και να μπορείς να το μεταδώσεις.
-Παίζεις και στην ταινία «Οι γαμπροί της Ευτυχίας». Είναι ριμέικ…
Ναι αν και εγώ δεν θα το έλεγα ριμέικ… Τον Άμλετ ας πούμε που είναι ένα σπουδαίο κείμενο, τον έπαιξε ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μαξιμίλιαν Σελ με φοβερές ερμηνείες. Δεν πρέπει λοιπόν να ξαναπαιχτεί ο Άμλετ; Αυτό λοιπόν που θέλω να σου πω για τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες, που έχουν πράγματι καταπληκτικά κείμενα μεγάλων γραφιάδων, όπως ο Γιαννακόπουλος ο Πρετεντέρης ο Γιαλαμάς ο Σακελλάριος ο Ψαθάς, είναι πως αυτά τα κείμενα δεν ανήκουν μόνο στην εποχή που γράφτηκαν. Φυσικά τους ρόλους έπαιξαν άνθρωποι που η ερμηνεία τους δεν αγγίζεται, όπως η Βασιλειάδου και ο Αυλωνίτης. Με σεβασμό απέναντι στην ιστορία λοιπόν του έργου θα κάνουμε και εμείς τη δική μας προσπάθεια πάνω στο θέμα.
-Σε φόβισε καθόλου ότι το ρόλο που υποδύεσαι τον υποδύθηκε ο Αυλωνίτης; Ότι συνειρμικά ο θεατής θα κάνει αυτή τη σύγκριση…
Φυσικά και φοβήθηκα και ακόμη περισσότερο ότι ο θεατής θα πει «εντάξει καλός ήταν ο Αποστολάκης αλλά δεν υπάρχει σαν τον Αυλωνίτη». Αυτό το φοβήθηκα πάρα πολύ και φυσικά δεν είμαι σαν τον Αυλωνίτη. Μακάρι να μπορούσα να ήμουν ένα κλαράκι από τη φύτρα του. Αλλά το θέμα είναι ότι και εγώ θα κάνω τη δική μου προσπάθεια, τη δική μου ερμηνεία… Είναι κρητικός ο Ευάγγελος στην ταινία και συμφώνησε και ο Στράτος Μαρκίδης να τον κάνουμε κρητικό και για έναν ακόμη λόγο… Σε όλη την Ελλάδα κανείς αδερφός δεν θα περίμενε να παντρευτεί η αδερφή του για να μπορέσει και αυτός να παντρευτεί. Στην Κρήτη αυτό ακόμη το κρατάμε.
-Πότε βγαίνει η ταινία στους κινηματογράφους;
15 Ιανουαρίου. Και πράγματι η ταινία έχει πολύ γέλιο και η καλύτερη διαφήμιση θα είναι οι ευχαριστημένοι θεατές.
-Η Ευτυχία λέει: «Έμαθα πώς ζει ο κόσμος Ευάγγελε!!!»
Αυτή είναι φοβερή ατάκα πράγματι…
-Τελικά η Ευτυχία έμαθε πώς ζει ο κόσμος και έζησε αναλόγως ή βρήκε το δικό της νόημα για τη ζωή;
Αυτό που ήθελαν να πουν ο Τσιφόρος και ο Βασιλειάδης ήταν πως η Ευτυχία έπρεπε να βρει τον εαυτό της και όχι να ζήσει όπως ζει ο κόσμος. Να ζει σαν μιμητής των υπολοίπων. Και παρατηρούμε ότι όσο το κάνει αυτό στη διάρκεια της ταινίας δεν περνάει καλά. Στο τέλος βρίσκει τον πρώτο της έρωτα που δεν είναι κανένας κούκλος ούτε κανένας πλούσιος. Είναι ένας άνθρωπος που με την αγάπη και μέσω της ενόρασης και όχι της εικόνας τη βοηθάει να βρει τον εαυτό της…
-Ζούμε όμως στην εποχή της εικόνας…
Ναι… Ειδικά η γυναίκες με όλα αυτά τα πρότυπα ομορφιάς που προάγονται μέσω της διαφήμισης, της τηλεόρασης και γενικότερα μέσω των εικόνων που μας πυρπολούν όλη μέρα. Αυτά όλα όμως της δείχνουν πώς να είναι γαμήσιμη όχι αγαπήσιμη γιατί το ξεχνάει. Όλη αυτή η φιλοσοφία της εικόνας που επικρατεί εν μέρει φυλακίζει τη γυναίκα και την απομακρύνει από τη φύση της.
-Ωστόσο για όλους η εμφάνιση παίζει ρόλο και οι άνθρωποι που δεν ευνοούνται από την εμφάνιση περνούν σε δεύτερη μοίρα…
Σίγουρα. Φωνάζουμε όλοι κατά του ρατσισμού και είμαστε στο ανώτερο στάδιο ρατσισμού που υπάρχει. Βλέπεις ότι οι «άσχημοι» τρώνε πόρτες από τα μαγαζιά, οι πιο ευτραφείς κοπέλες εμπάργκο από τους άνδρες όπως το ίδιο συμβαίνει και με τους άσχημους άνδρες που τρώνε εμπάργκο από τις γυναίκες, ακόμη και στον επαγγελματικό χώρο αυτός ο ρατσισμός ισχύει ανεξαρτήτως ικανοτήτων. Είμαστε ρατσιστές όσο ποτέ…