Ο Χάρης Αττώνης είναι ένας ηθοποιός με ήθος, ταλέντο και δημιουργική καλλιτεχνική πορεία. Πολύ αγαπητός σε φίλους και συναδέλφους σε κερδίζει όχι μόνο με τις ερμηνείες του αλλά και με την προσωπικότητά του.
Μετά από μια σειρά πολύ πετυχημένων και απαιτητικών θεατρικών εμφανίσεων στις παραστάσεις “Armadale” και “I Am My Own Wife”, φέτος πρωταγωνιστεί στην παράσταση ” The Oh Fuck Moment”, την περφόρμανς που παρουσιάστηκε με εξαιρετική επιτυχία για πρώτη φορά στην Αθήνα τον χειμώνα του 2012, σε σκηνοθεσία Γαβριέλλας Τριανταφύλλη, στο BIOS!
Πάμε να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα…
Σπούδασες παραστατικές τέχνες και media στα De Montfort University και University of Surrey-Roehampton της Αγγλίας, καθώς επίσης και υποκριτική στη σχολή του Σύγχρονου Θεάτρου Αθήνας του Γιώργου Κιμούλη. Γιατί αποφάσισες να συνεχίσεις τις σπουδές σου στην Ελλάδα και να μην εργαστείς ως ηθοποιός στην Αγγλία; Η προοπτική του να εργαστείς στο εξωτερικό ως ηθοποιός, ειδικά τώρα την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι κάτι που περνάει από το μυαλό σου;
Η αρχική μου επιθυμία ήταν να συνεχίσω τις σπουδές στο εξωτερικό και να εργαστώ εκεί. Πριν γυρίσω Ελλάδα, είχα ήδη δουλειά στο έργο Our Coyntry’s Good του Timberlake Wertenbaker, που ανέβαζε μια καθηγήτριά μου στο Fulham Theatre του Λονδίνου. Αυτό ήταν μια καλή ευκαιρία να μπω στα πράγματα, μια και προέκυψε μέσα από τη σχολή αυτή η δουλειά και ίσως να με έβλεπε κάποιος ατζέντης, γιατί κάπως έτσι λειτουργεί εκεί. Μα για προσωπικούς λόγους αποφάσισα να παραιτηθώ και να γυρίσω Ελλάδα, με τη σκέψη να επιστρέψω όμως άμεσα για μεταπτυχιακά – όπως και έκανα. Έδωσα εξετάσεις και στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη, μα τα χρήματα για τα δίδακτρα ήταν εξωπραγματικά κι έτσι γύρισα Ελλάδα για τα καλά. Σαφώς και περνάει συχνά από το μυαλό μου η σκέψη να γυρίσω και να δοκιμάσω την τύχη μου ξανά και πιο αποφασισμένα μα κάτι τέτοιο θα ήταν παράτολμο και ηρωικό. Αν δεν έχεις κάποιο μπάτζετ ή κάποια σημαντική επαφή, θα καταλήξεις μάλλον να δουλεύεις σε μαγαζί με ρούχα ατέλειωτα ωράρια, να μένεις με άλλους 8 και να κοιτάζεις τις ακροάσεις από τις εφημερίδες, σαν απειλές. Ακούγεται πολύ ρομαντικό όλο αυτό μα στην πράξη δεν είναι. Αν τα παρατούσα και σκεφτόμουν να κάνω κάτι άλλο, ίσως υπήρχαν καλύτερες προοπτικές στο εξωτερικό. Προσπαθώ να παραμένω ρεαλιστής.
Ποια εφόδια θεωρείς απαραίτητα για κάποιον που θέλει να ακολουθήσει τον δρόμο της υποκριτικής;
Πείσμα, όρεξη για μελέτη, γενικότερη πνευματική και σωματική καλλιέργεια, οικονομική άνεση, ή όρεξη για δουλειές – πολλές και άσχετες – όνειρα, γερό στομάχι, ομαδικό πνεύμα, προσωπική φιλοδοξία, τρέλα, να τα έχει βρει κανείς με τον εαυτό του και να έχει καλή σχέση με τον ψυχολόγο του.
Όπως και στο I’m my own wife έτσι και στο Armadale ερμηνεύεις παραπάνω από έναν χαρακτήρες στην ίδια παράσταση. Πόσο δύσκολο είναι να μεταπηδάς, συχνά αστραπιαία, από τον έναν ρόλο στον άλλο, και τί αποκόμησες από αυτή την εμπειρία;
Σίγουρα δεν ήταν εύκολο σε καμία από τις δύο περιπτώσεις. Για το I Am My Own Wife, χρειάστηκε να δουλέψω σκληρά, να μελετήσω, να κάνω ειδικά μαθήματα ορθοφωνίας με τη σπουδαία Άννα Παγκάλου για να βρω τις τόσες φωνές και με την πολύτιμη βοήθεια του σκηνοθέτη μου, Ιωσήφ Βαρδάκη και των υπόλοιπων υπέροχων συνεργατών να καταφέρουμε το ακατόρθωτο. Ήταν μια ευλογία για μένα αυτή η παράσταση και με δίδαξε πολλά πράγματα. Το πού βρίσκομαι και πού θέλω να φτάσω, τί υποχρέωση έχουμε απέναντι στον κόσμο με αυτό που του προσφέρουμε, να παραμένουμε ειλικρινείς και άμεσοι. Είναι μια ζωντανή επικοινωνία, μια σχέση που πρέπει να την τιμάς, όπως και κάθε είδους σχέση. Και θα την κουβαλάω στην καρδιά μου για πάντα. Η Σαρλότε, η βασική ηρωίδα του I Am My Own Wife, έχει γίνει φίλη μου και με δίδαξε πολλά. Για τη ζωή μου και το θέατρο, εν γένει. Το ίδιο και το Αρμαντέιλ. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης με εμπιστεύτηκε και με βοήθησε με πολλή αγάπη και αφοσίωση. Είναι απόλαυση για μένα να μεταπηδώ από τον ένα ρόλο στον άλλο, να αλλάζω τα κουστούμια, συχνά μέσα σε δευτερόλεπτα, τις φωνές, την κινησιολογία. Μα μεγαλύτερη απόλαυση είναι να διαπιστώνω διαρκώς πόσο πολύτιμη είναι η αγάπη όλων των συνεργατών για την υλοποίηση αυτής της δουλειάς. Ο ένας παρακινεί τον άλλον, χαίρεται να τον βλέπει πάνω στη σκηνή. Για μένα το Αρμαντέιλ είναι μεγάλη σχολή και “θεραπεία”.
Στο Armadele υποδύεσαι μεταξύ άλλων τον αιδεσιμότατο Μπροκ. Ποιά η σχέση σου με τη θρησκεία;
Πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη, που αρνούμαι θαρρώ να την ορίσω, μα σίγουρα δεν πιστεύω με την κλειστή χριστιανική έννοια. Από μικρός είχα μια σχέση περίεργη με την εκκλησία, έχω πολλές εμπειρίες μια και έβρισκα συχνά καταφύγιο σε αυτήν, μου άρεσε η τελετουργία, το μυστήριο, οι ψαλμοί, το λιβάνι – ήταν σαν ένα ταξίδι σε κόσμους άυλους και φανταστικούς. Δε μου άρεσαν όμως, τις περισσότερες φορές, οι άνθρωποί της. Αυτοί με έδιωξαν μακριά. Κι από τότε πιστεύω στην αγάπη, στην εμπιστοσύνη, στη μουσική, σε κάτι ανώτερο που έχουμε μέσα μας και μας ενώνει, που είναι ικανό να μας μεταφέρει σε ανώτερα πνευματικά, εκστατικά επίπεδα όταν δεν επιλέγουμε να ζούμε μόνο για τα πάθη και τα απολύτως γήινα. Μου είναι ασύμφορο να πιστεύω ότι με το που κλείσουμε τα μάτια μας, τελειώνουν όλα. Δε μου βγάζει νόημα αυτό. Κι όσο χάνεις δικούς σου ανθρώπους, όσο περνούν τα χρόνια, έχεις ανάγκη να πιστεύεις σε αυτό. Εγώ τουλάχιστον.
Τί πραγματεύεται η παράσταση “The Oh Fuck Moment” στην οποία πρωταγωνιστείς στο Bios και για ποιούς λόγους επέλεξες να συμμετάσχεις στη συγκεκριμένη παράσταση.
Την παράσταση την ήξερα από το πρώτο της ανέβασμα, πριν 2 χρόνια, μα δεν είχα προλάβει να την δω. Είχα όμως στο μυαλό μου μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το τι μπορεί να πραγματεύεται, αν και εξ ίσου γοητευτική. Όταν λοιπόν η Γαβριέλλα Τριανταφύλλη με κάλεσε το καλοκαίρι για να μου προτείνει να παίξω, με το που διάβασα το κείμενο, μπήκα τόσο μέσα σε αυτό, που της απάντησα αμέσως ναι. Τη Γαβριέλλα την ήξερα από τη σχολή, πολλά χρόνια πριν, τη Γιούλα Μπούνταλη από την ταινία “A Blast” που έχει γράψει το σενάριο, οπότε ήταν μια εξαιρετική συγκυρία. Το έργο με γοήτευσε αμέσως, βρήκα πολλά κοινά σημεία με τη δική μου ζωή και όταν κλήθηκα να γράψω και μια δική μου ιστορία, έγινε πολύ πιο προσωπικό το όλο εγχείρημα. Είχα ανάγκη να έρθω τόσο κοντά στον κόσμο, να αφήσω όποιο “ρόλο” πίσω μου και να του απευθύνομαι ως Χάρης. Είναι κάτι εντελώς κόντρα από όσα έχω κάνει τα τελευταία χρόνια, η υποκριτική μας πρέπει να είναι “αόρατη” και δεν είναι τυχαίο που ο κόσμος φεύγοντας μας λέει “ευχαριστώ” αντί για “μπράβο” – μια και νιώθει ότι μοιραζόμαστε μαζί του τις εμπειρίες μας και τη δική μας φιλοσοφία για τα λάθη.
Το “The Oh Fuck Moment” χαρακτηρίζεται ως performance, το οποίο μαζί με το devised theatre αποτελούν σήμερα σημαντικό κομμάτι του θεάτρου και ολοένα και περισσότεροι, τόσο διεθνώς γνωστοί θίασοι, όσο και νέοι θίασοι, ακολουθούν αυτό το τρόπο δημιουργίας. Πόσο σε γοητεύει το συγκεκριμένο είδος θεάτρου και ποιές οι δυσκολίες του συγκριτικά με πιο κλασικές καθιερωμένες θεατρικές μορφές;
Να πω ότι, το devising είναι μια πρακτική πρόβας, μια άσκηση, μια διαδικασία που σκοπό έχει να φέρει τους ηθοποιούς αντιμέτωπους με τη δημιουργικότητά τους και να τους επιτρέψει να ανασυνθέσουν ενδεχομένως και ολόκληρο το κείμενο. Δεν είναι είδος θεάτρου, ή δε θα έπρεπε να είναι. Το τελικό προϊόν θα έπρεπε να είναι μια ολοκληρωμένη παράσταση και όχι αποδομημένες απόπειρες πρόβας και αυτοσχεδιασμού. Μπορείς δηλαδή να δεις το πιο κλασικό κείμενο, την πιο κλασική παράσταση που να έχει όμως δουλευτεί devised. Εκεί εντοπίζω και το πρόβλημα. Υπάρχει μια σύγχυση και ελλιπής γνώση για το τι είναι devised, τι performance και τι θέατρο. Από την άλλη, από τη στιγμή που όλα έχουν δοκιμαστεί και όσο υπάρχει κοινό που αρέσκεται να παρακολουθεί τις πιο ακραίες εκδοχές παράστασης, το θεωρώ απολύτως αποδεκτό και στο χέρι των δημιουργών το πώς θα σχηματίσουν, θα χαρακτηρίσουν, θα επισφραγίσουν το υλικό και το τελικό τους αποτέλεσμα. Αυτό που δε βρίσκω αποδεκτό είναι το να ξέρεις τι πας να δεις και φεύγοντας να το κρίνεις σαν κάτι άλλο, πώς θα το έκανες εσύ ενδεχομένως, πώς θα ήθελες να είναι, και να ηθικολογείς για την έμπνευση ενός άλλου ανθρώπου.
Πρόσφατα έκανες γυρίσματα για τη νέα ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, “A Blast!”. Τί πραγματεύεται η ταινία και ποιός είναι ο ρόλος σου;
Η ταινία πραγματεύεται τη ζωή μιας νέας γυναίκας και πού αυτή οδηγείται μετά τα όσα της συμβαίνουν με την οικογένειά της, τα οικονομικά της, τα ίδια τα αδιέξοδά της. Ο δικός μου ρόλος, αν και μικρός, ήταν για μένα από τα πιο όμορφα και αξιόλογα πράγματα που έχω κάνει. Δουλέψαμε για καιρό με το Σύλλα Τζουμέρκα και την Αγγελική Παπούλια, κάνοντας πρόβες με φοβερή έμπνευση και λεπτομέρεια, και τα γυρίσματα ήταν άκρως επαγγελματικά και με φοβερό ενδιαφέρον για μένα. Ο Σύλλας και η Γιούλα Μπούνταλη που συνυπογράφουν το σενάριο, είναι δυο άνθρωποι με φοβερή γνώση και αγάπη για το αντικείμενό τους – πέραν της προσωπικής τους γλύκας – και νιώθω πολύ τυχερός που ήρθαν στο δρόμο μου.
Τον Ιανουάριο του 2015 θα συμμετάσχεις και στη σειρά “Ηρωίδες” που θα προβληθεί στο Mega. Τελικά τηλεόραση, σινεμά ή θέατρο. Ποιό αγαπάς πιο πολύ;
Ναι, ο Στέφανος Μπλάτσος που σκηνοθετεί της “Ηρωίδες” με έχει βοηθήσει ήδη πολύ στην προσέγγιση του ρόλου και η Αλεξάνδρα Κ* που υπογράφει το σενάριο μού έχει γράψει έναν υπέροχο χαρακτήρα που θα ζήλευα έτσι κι αλλιώς αν τον έβλεπα παιγμένο από άλλον. Τόσο με την ταινία, όσο και με τη σειρά νομίζω ότι βρίσκομαι σε πολύ καλά χέρια μια και οι συντελεστές αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν και έχουν βαθιά γνώση του αντικειμένου τους. Οπότε δε γίνεται να μην αγαπάω και τα δύο όσο και το θέατρο, κάτω από τόσο ευνοϊκές συνθήκες. Στην ταινία και στη σειρά είμαι “πρωτάρης” σχεδόν, ενώ στο θέατρο έχω πολύ μεγαλύτερη εμπειρία. Θεωρώ και τα τρία, εξ ίσου, κομμάτια της δουλειάς μου και όταν γίνονται με σωστό τρόπο, όπως τώρα, μου δικαιολογείται απόλυτα γιατί διάλεξα να κάνω ό,τι κάνω, όπως το κάνω.
Ποιά είναι η πιό αγαπημένη σου θεατρική δουλειά που ξεχωρίζεις ως τώρα, αλλά και η καλύτερη συνεργασία που είχες μέχρι στιγμής, και ποια στοιχεία κάνουν για σένα μια συνεργασία ιδανική;
Λίγο πολύ μίλησα ήδη για αγαπημένες μου δουλειές και τους λόγους που μια συνεργασία είναι ιδανική. Ας μου επιτραπεί να μην ξεχωρίσω μία μόνο δουλειά – εκτός από το “I Am My Own Wife”, που όπως προανέφερα ήταν σταθμός και για τη ζωή και για τη δουλειά μου. Μόλις ξεχώρισα όμως. Από την άλλη, ιδανική είναι για μένα μια συνεργασία που ξεκινάει από κοινή επιθυμία, κοινούς στόχους και κοινό προορισμό. Οι άνθρωποι γνωρίζουν τη δουλειά τους, δεν έχουν απωθημένα και δε βγάζουν τις όποιες ανασφάλειές τους στους άλλους. Αντιθέτως, ο ένας πιάνει τον άλλον από το χέρι και τον τραβάει μπροστά. Χαίρεται με τα καλά του, προβληματίζεται με τις δυσκολίες του και πατούν όλοι γερά στη γη. Δεν κάνουμε μια δουλειά μη ανθρώπινη, μα συχνά οι συνθήκες μπορεί να είναι απάνθρωπες. Θα πρέπει να μάθουμε να αντέχουμε, να επιμένουμε και να μη στοχοποιούμε την ίδια τη δουλειά, την ίδια τη δημιουργία, το ίδιο το θέατρο για τους κακούς φορείς τους.
Υπάρχει κάποιος «ρόλος – απωθημένο» που θα ήθελες να ερμηνεύσεις στο μέλλον;
Προσπαθώ να μην έχω απωθημένα και να χαίρομαι όσα μου δίνονται. Σίγουρα θα ήθελα να δοκιμαστώ σε ρόλους πιο “κλασικούς” μια και αγαπάω πολύ συγκεκριμένους συγγραφείς. Ο Ριχάρδος ο Γ΄είναι ένας ρόλος που αγαπώ από τη σχολή και γενικότερα όλος ο Σαίξπηρ, ο Τσε από την Εβίτα επίσης – μια και το μιούζικαλ θα μένει για μένα αγάπη μεγάλη, και ο συγκεκριμένος ρόλος τραγουδιέται διαρκώς μες στο κεφάλι μου – καθώς και διάφορα άλλα που δεν τα λέω για την ώρα γιατί ίσως τα φέρει το άμεσο μέλλον.
Έχεις τιμηθεί με το Βραβείο Κοινού της Athens Voice το 2012 για την ερμηνεία σου στην παράσταση “I Am My Own Wife”. Πιστεύεις στις βραβεύσεις;
Πιστεύω στις επιβραβεύσεις. Από όπου κι αν προέρχονται. Το βραβείο της Athens Voice ήταν βραβείο που ψηφίστηκε από τους αναγνώστες της, άρα από τους θεατές της παράστασής μας, άρα έχει μεγάλη αξία για μένα – ειδικά αφού οι άλλοι συνυποψήφιοι ήταν εξαιρετικοί συνάδελφοι, και σίγουρα πιστεύω ότι άξιζαν εξ ίσου το βραβείο. Μεγαλύτερη επιβράβευση, όμως για μένα, είναι ότι ακόμα με σταματάνε στο δρόμο και μου λένε για τη Σαρλότε. Άγνωστοι άνθρωποι που ήρθαμε κοντά μετά από 2 ώρες σε μια σκοτεινή αίθουσα. Αγωνιζόμαστε όλοι, ειδικά στην εποχή μας, να προσφέρουμε, να δημιουργήσουμε, να σπρώξουμε τη γενιά μας μπροστά, κι αυτό θέλει διαρκή επιβράβευση. Είμαστε όλοι, οι καλύτεροι της γενιάς μας.
Σκηνοθέτησες μαζί με τον Φ. Κανακάρη τα “Σύγχρονα Αθηναϊκά Παραμύθια” (Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης). Αν δεν κάνω λάθος αυτή είναι και η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά. Τί θεωρείς πιο δύσκολο, το να σκηνοθετείς ή το να ερμηνεύεις ένα ρόλο; Η σκηνοθεσία είναι στα άμεσα σχέδια σου;
Η πρόσκληση μου έγινε από τον Κώστα Τσαούση, εκδότη του Metropolis Press, να σκηνοθετήσω 10 σύγχρονα παραμύθια. Εγώ, ακριβώς επειδή δε νιώθω σκηνοθέτης, ζήτησα την πολύτιμη βοήθεια του εξαιρετικά ικανού και χαρισματικού φίλου μου, Φίλιππου Κανακάρη και κάτω από πολύ ιδιαίτερα και περιορισμένα πλαίσια και λίγο χρόνο, φτιάξαμε μια παράσταση με πολλή αγάπη και δημιουργικότητα. Η τελευταία, ειδικά, οφείλεται στο ταλέντο όλων των περφόρμερ που δούλεψαν για αυτήν. Παρ’ όλο που στην Αγγλία σπούδασα και σκηνοθεσία, δεν μπορώ να πω ότι με γοήτευσε ποτέ το ίδιο με την υποκριτική, και για αυτό όσες φορές μου έχει ζητηθεί, το σκέφτομαι μεν, αλλά σχεδόν πάντα αρνούμαι να το τολμήσω. Δεν ξέρω για το μέλλον και για το τι ανάγκες μου δημιουργούνται – και τώρα σκέφτομαι διάφορα πράγματα έντονα που εμπεριέχουν και τη σκηνοθεσία – μα νομίζω ότι για την ώρα προτιμώ να αφήνομαι στα χέρια ανθρώπων που εμπιστεύομαι και εγώ να κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα, κάτω από την καθοδήγησή τους.
Όσο μεγαλώνουμε, λένε πως βλέπουμε πιο καθαρά τα μειονεκτήματά μας. Ποιο από αυτό θα ήθελες να πετάξεις με την πάροδο του χρόνου;
Την ανυπομονησία μου, ίσως. Την αναποφασιστικότητά μου. Την πρόθεσή μου διαρκώς να συγχωρώ, να μη λαμβάνω υπόψη μου κακότροπες συμπεριφορές, να ξεχνώ εύκολα, να νιώθω ενοχές για πράγματα που δεν έχουν να κάνουν με μένα. Μα κυρίως το ότι το να μένουμε μερικές φορές μόνοι, μπορεί να είναι και ευλογία.
Και ποιό στοιχείο του χαρακτήρα σου δε θα ήθελες να χάσεις ποτέ;
Το χαμόγελό μου. Την αίσθηση ότι είμαι ακόμα παιδί. Την αθωότητα που ακόμα συχνά αντιμετωπίζω τον κόσμο.
Τί νοσταλγείς από το παρελθόν; Tί λαχταράς για το μέλλον;
Νοσταλγώ όλα όσα με διαμόρφωσαν, τις μυρωδιές, τα χρώματα, τους ήχους, τις εικόνες, τα πρόσωπα, τις σχέσεις, τις αγκαλιές, το στόλισμα του δέντρου με οικογένεια και φίλους, το ότι βρισκόμαστε γιατί δε γίνεται αλλιώς. Τα ίδια λαχταρώ για το μέλλον.
“The Oh Fuck Moment” «…ένας υπέροχος εορτασμός των λαθών μας.»
Μετάφραση: Γιάννης Βογιατζής
Σκηνοθεσία: Γαβριέλλα Τριανταφύλλη
Σκηνικά/ Κοστούμια: Ελένη Στρούλια
Μουσική: Palov & Mishkin
Κείμενα/ Eρμηνεία: Χάρης Αττώνης, Γιούλα Μπούνταλη
Πληροφορίες παράστασης
Πάνω από το BIOS
Πειραιώς 84, Αθήνα 104 35
21 0342 5335
Διάρκεια παραστάσεων: 14 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου 2014
Παραστάσεις: Παρασκευή – Κυριακή
Έναρξη: 20.30
Διάρκεια: 70’
Τιμή Εισιτηρίου: 10 ευρώ (ενιαίο)