«ΑΓΓΕΛΑ» του Γιώργου Σεβαστίκογλου
Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 2016 ξεκίνησε το καινούργιο ρεπερτόριο του Κ.Θ.Β.Ε. που φέρει την υπογραφή του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή Γιάννη Αναστασάκη, μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων-επιλογών του προκατόχου του Γιάννη Βούρου. Η «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου ήταν το εναρκτήριο έργο της νέας περιόδου, ένα από τα θεμελιώδη έργα του μεταπολεμικού Ελληνικού δραματολογίου. Το έργο ανεβαίνει για 2η χρονιά μετά την πρώτη παρουσίασή του στο Κ.Θ.Β.Ε. σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη, με την Μάνια Παπαδημητρίου στον ομώνυμο ρόλο. Ο Γ. Αναστασάκης ανέθεσε στον Γιώργο Παλούμπη – σκηνοθέτη της νεώτερης γενιάς , με μια επιτυχημένη πορεία στο χώρο του θεάτρου- την σκηνοθεσία της «μεσήλικης ‘Αγγέλας’» αλλά πάντα «θαλερής» («για ποιούς λόγους άραγε, αντέχει τόσο πολύ στο «χρόνο»; αναρωτιέται η Άλκη Ζέη), γραμμένη από τον Γ.Σεβαστίκογλου στην Μόσχα το 1957.
Η «Αγγέλα» είχε μια πολύ επιτυχημένη πορεία τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, με μια καθυστέρηση βέβαια. Αμέσως μετά τη συγγραφή της, το 1958, ανέβηκε στο περίφημο θέατρο Βαχτάνκοφ και μετά στο Στάλινγκραντ, στην Πράγα, στην Σόφια, στην Κύπρο και τελικά το 1964 αξιώθηκε να «πατήσει» την σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Από τότε και ειδικά μετά το 1974 ευτύχησε σε πολλά και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ανεβάσματα σε όλη την Ελλάδα παραμένοντας πάντα ένα κείμενο αγαπητό και εξαιρετικά πρόσφορο για διδασκαλία στις δραματικές σχολές.
ΤΟ ΕΡΓΟ
Ο Γ.Σεβαστίκογλου υπήρξε ένας χαρισματικός καλλιτέχνης, δάσκαλος, συγγραφέας, σκηνοθέτης, μεταφραστής, ιδρυτικό μέλος του ΘεάτρουΤέχνης του Καρόλου Κουν που στερήθηκε την πατρίδα του για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων: γι’ αυτό δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στον τόπο του όλα όσα ήταν ικανός να δημιουργήσει. Εν τούτοις, αν και μακριά από τη χώρα του σ’ αυτό το έργο αφουγκράζεται τα προβλήματα, τον πόνο, τους καημούς, την απελπισία, την ανημπόρια των λαϊκών στρωμάτων παρουσιάζοντας συγχρόνως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ελληνικής κοινωνίας τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στην επαρχία.
Η Αγγέλα, ένα ανήλικο κορίτσι, έρχεται στην Αθήνα από την επαρχία για να δουλέψει σαν υπηρέτρια σ΄ ενα αστικό σπίτι. Η προηγούμενη υπηρέτρια αυτοκτόνησε, η Αγγέλα γνωρίζει τον αδελφό της το Λάμπρο, τον ερωτεύεται και αποφασίζει να τον βοηθήσει να βρει τους αίτιους της αυτοκτονίας της αδελφής του. Γύρω τους κινείται ένας κόσμος από νταβατζήδες, αστυνομικούς, υπηρέτριες, αγαπητικούς, με τα δικά του μικρά και μεγάλα προβλήματα. Η «Αγγέλα» είναι ένα γερά δομημένο έργο, με έντονη την σεναριακή μορφή και κινηματογραφική δράση. Η δράση διαχέεται σε πολλούς χώρους στην είσοδο μιας αστικής πολυκατοικίας, στο δρόμο, στην ταράτσα, σ΄ ένα παραθαλάσσιο καφενεδάκι, και σε ένα δωμάτιο φθηνού ξενοδοχείου. Στο έργο υπάρχουν: σασπένς, παθιασμένοι έρωτες, διλήμματα, καλά κρυμμένα μυστικά. Αρχίζει με μια αυτοκτονία και τελειώνει με μια δολοφονία (;). Πρόκειται για ένα «φιλμ νουάρ στη μετεμφυλιακή Ελλάδα» όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης στο πρόγραμμα. Στην «Αγγέλα» σμίγουν δύο κόσμοι: ο «αθέατος» κόσμος των αστών-αφεντικών που αποκαλύπτεται στο κοινό μέσα από τον λόγο των υπηρετριών, των υπηρεσιών, τα δουλικά, τα δουλάκια, ανήλικα κοριτσάκια, νεαρές κοπέλες και μεγαλοκοπέλες από την επαρχία.
Ο κύριος τόπος δράσης είναι η ταράτσα, χώρος στον οποίο οδηγεί μια φτηνή σιδερένια σκάλα που φέρει το όνομα του χρήστη: σκάλα υπηρεσίας στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας. Η ταράτσα «προσφέρει» την ελευθερία στον καθάριο αέρα σε αντιπαράθεση με το «στενόχωρο δωμάτιο υπηρεσίας»-«κελί» στο διαμέρισμα των αφεντικών, τον συγχρωτισμό με τις άλλες υπηρέτριες, τη ρομάντσα στο φεγγαρόφωτο, την αναπόληση του χωριού και αγαπημένων προσώπων και τη μαγεία που δημιουργούν οι ήχοι που φθάνουν από το κοντινό υπαίθριο σινεμά. Αυτή η «ταράτσα» συγγενεύει με το «ταρατσάκι» του Ιορδάνη από την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που κατά παράξενη συγκυρία ανέβηκε το 1957 στο Θέατρο Τέχνης. Μόσχα-Αθήνα, μια άϋλη σύζευξη απόψεων, ευαισθησίας και ανθρωπιάς δυο δημιουργών για τους μη προνομιούχους της ζωής μέσα από την «ματιά» του ιταλικού νεορεαλισμου.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:
Στην παράσταση που έστησε ο Γ.Παλούμπης στη μεγάλη σκηνή του θεάτρου της Μονής Λαζαριστών έκανε μια σωστή ανάγνωση του έργου, μέσα από μια έντιμη ρεαλιστική ματιά, αλλά εκτιμώ ότι δεν κατόρθωσε να απογειώσει τη δουλειά του. Δεν τόλμησε να δοκιμάσει πράγματα που θα έδιναν μια φρέσκια πνοή, μια ανανεωτική ματιά στο κείμενο, που όπως και να το κάνουμε, έχει κάποιες «ρυτίδες». Ο Γ.Παλούμπης ακολουθώντας την κινηματογραφική δράση του έργου, την μετέφερε και εκτός σκηνής χρησιμοποιώντας δύο θεωρεία και την πλατεία βάζοντας έτσι το κοινό πιο κοντα στα δρώμενα. Το λειτουργικό σκηνικό (Κέλλυ Βρεττού) αλλά όχι ευφάνταστο με την ουσιαστική βοήθεια του φωτισμού (Βασίλης Παπακωνσταντίνου) έδωσε την πολλαπλή χρήση του χώρου. Τα κοστούμια (Κ.Βρεττού) απλά σηματοδοτούν την εποχή. Η μουσική σύνθεση (Θάνος Φερετζέλης), κατά τη γνώμη μου, έκανε τη διαφορά «παντρεύοντας» το χρώμα της εποχής με ένα πιο σύγχρονο άκουσμα. Οι ηθοποιοί προσπάθησαν, ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Θεωρώ ότι ο ρόλος της Αγγέλας για την Κατερίνα Αλέξη ήταν ένας ογκόλιθος που δεν ήξερε να τον διαχειριστεί με αποτέλεσμα να την παρασύρει σε μια υστερική μονοσήμαντη προσέγγιση του ρόλου. Ο Λάμπρος του Μιχάλη Συριόπουλου είχε στιβαρότητα, καθαρότητα, αν και κατά διαστήματα έφθανε σε ένα υπερπαίξιμο. Η Σοφία Καλημερίδου ως Άννα ήταν υπέροχη σμιλεύοντας το ρόλο της στην παραμική λεπτομέρεια. Η Μαρία Χατζηιωαννίδου, ως Γεωργία, απέδειξε, για ακόμη μια φορά, τις υποκριτικές της ικανότητες, μόνο που έβγαλε πιο πολύ την υστερία παρά το σφοδρό ερωτικό πάθος που τρέφει για τον Στράτο. Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος ως Στράτος παγιδεύτηκε στην εικόνα του λαμόγιου και δεν «έσκαψε» βαθύτερα το ρόλο. Όσο για την Νέρα της Σταυριάνας Παπαδάκη ήταν ανύπαρκτη, εν αντιθέσει με την Πέλλα Μακροδημήτρη που κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες ως Φανή.
Τελικά, ο Γ.Παλούμπης παρουσίασε μια ευπρόσωπη δουλειά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, που ωστόσο συγκινεί το κοινό.