«ΟΡΕΣΤΕΙΑ» ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Σαράντα ένα χρόνια μετά τον «Θίασο» (1975) του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, μια road movie ταινία, με άμεση αναφορά στην «Ορέστεια», που διασχίζει χωροχρονικά και κοινωνικοπολιτικά την Ελλάδα, ο Γιάννης Χουβαρδάς επεχείρησε μια αναγωγή της «Ορέστειας» στην σύγχρονη Ιστορία της Ελλάδας, τον εμφύλιο, τα μετεμφυλιακά χρόνια, και κάνοντας ένα άλμα, φτάνει στο σήμερα. Ουσιαστικά απετόλμησε μια αποκαθήλωση αυτού του «ογκόλιθου» της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας μετατρέποντας τον σ’ ένα αστικό δράμα με τρεις πράξεις: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμένιδες.
Ο Χουβαρδάς σκηνοθέτησε με μεγάλη επιτυχία το 2013 στο Εθνικό Θέατρο το έργο του Ευγένιου Ο’Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1931) το οποίο επεξεργάζεται το μύθο της «Ορέστειας» σε σχέση με τον Αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο και τον οίκο των Μάννον. Πιστεύω λοιπόν ότι προσπάθησε να προσεγγίσει την σωζόμενη αρχαία Τριλογία με την ίδια περίπου λογική. Όμως, η ίδια περίπου σκηνοθετική ματιά μεταφερμένη στα «καθ’ημάς», βέβαια με άλλο «περιτύλιγμα» και εκτεθειμένη στην ορχήστρα του Αρχαιολογικού Θεάτρου δεν ευτύχησε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Το εγχείρημα είχε μια συλλογιστική που ακολουθήθηκε με συνέπεια, χωρίς πολλές παρεκκλίσεις . Όλοι οι ηθοποιοί, αναγνωρισμένης υποκριτικής αξίας, ανταποκρίθηκαν στις σκηνοθετικές οδηγίες και υπηρέτησαν επάξια τους πολλαπλούς ρόλους. Ο Λευτέρης Παυλόπουλος φώτισε σοφά την παράσταση δημιουργώντας χώρους δράσης και σκιές με ιδιαίτερες σημάνσεις.
Η διασκευή του Χουβαρδά στηρίχθηκε στην μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Μία μετάφραση με λόγο πεζό, απλό, καθόλου ποιητικό που καταργεί το Χορό και τον αντικαθιστά με δύο κορυφαίες (Σύρμων Κεκέ και Χριστίνα Μαξούρη) και έναν κορυφαίο (Πολύδωρο Βογιατζή).
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη υπηρέτησε το σκηνοθετικό πνεύμα και μετέφερε στο θέατρο της Επιδαύρου την ατμόσφαιρα ενός αστικού σαλονιού της δεκαετίας ’40 με ’50 με το πικάπ και στο βάθος της ορχήστρας δέσποζε μια ογκώδης «ντουλάπα» – αίνιγμα που με τον κατάλληλο φωτισμό αποκάλυπτε ή απέκρυπτε όσα κυοφορούνται αλλά και πραγματοποιούνται εντός της, δολοπλοκίες, ίντριγκες, φόνοι, ένα είδος προθαλάμου στην ιστορία του οίκου των Ατρειδών αλλά και της Ιστορίας της Ελλάδας.
Τα κουστούμια της Ιωάννας Τσάμη παρέπεμπαν στην ανάλογη εποχή, ντύνοντας με φυσεκλίκια τον Αγαμέμνονα (Νίκο Κουρή) ως Άρη Βελουχιώτη, την Κλυταιμνήστρα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) με λευκή ποδιά και φόρεμα κοκτέιλ ως αστή μεγαλοικοδέσποινα, την Κασσάνδρα (Άλκιστη Πουλοπούλου) μισόγυμνη, με σχισμένο καλσόν και συμπεριφορά σεξομανούς, μια υπερβολή χωρίς νόημα, τον Ορέστη (Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη) διοπτροφόρο, με αφύσικους φακούς να ανιχνεύει μια επώδυνη αλήθεια, τον Αίγισθο (Δημήτρη Ππανικολάου) με vobe de chambre, έναν ραδιούργο σφετεριστή της εξουσίας.
Τον σχεδιασμό της μουσικής, ακολουθώντας το όλο πνεύμα, έκανε ο Σταύρος Γασπαράτος επιλέγοντας χαρακτηριστικά τραγούδια της εποχής με τους Σοφία Βέμπο, Κάκια Μένδρη, Στέλλα Γκρέκα. Οι δύο πρώτες πράξεις, «Αγαμέμνων» και «Χοηφόροι» ανταποκρίθηκαν σ’ αυτό το πνεύμα.
Στην Τρίτη πράξη σύμφωνα με το σκεπτικό του Χουβαρδά όλο αυτό το πνεύμα ανασκευάζεται. Ο Αισχύλος με το τρίτο μέρος της Τριλογίας του, τις «Ευμενίδες» καταργεί το καθεστώς της αυτοδικίας, ιδρύει τον Άρειο Πάγο και εγκαθιδρύει το θεσμό της Δικαιοσύνης δίνοντας μια θεσμική λύση. Αυτό το έργο είναι, όντως, ένα δύσκολο έργο για να αποκωδικοποιηθεί και να παρουσιαστεί.
Ο Χουβαρδάς στρέφεται στο σήμερα εξοστρακίζοντας το δέος και υποσκάπτοντας τη θεσμική – θεϊκή λύση. Η σκηνοθετική του ματιά λειτουργεί ειρωνικά και υπονομευτικά ασκώντας κριτική στην πολιτική ρητορεία και στην κρίση των θεσμών της πολιτείας, της θρησκείας και της δικαιοσύνης.
Οι απαστράπτοντες θεοί: με το παγετέ της κουστούμι η Αθηνά (Στεφανία Γουλιώτη) και το λευκό στυλιζαρισμένο κουστούμι του ο Απόλλων (Νίκος Ψαράς), ως δύο υπέρλαμπροι αστέρες της τηλεόρασης, της πολιτικής, του σημερινού lifestyle προσπαθούν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους «κουκουλώνοντας» τις καταστάσεις.
Ο Απόλλων, ως κοινός πολιτικάντης, με αγωνία προσπαθεί να πραγματοποιήσει αυτό που υποσχέθηκε στον δικό του άνθρωπο, τον Ορέστη, δωροδοκώντας και εξαγοράζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Η δε Αθηνά, παιδί του πατέρα της Δία, ισορροπεί την κατάσταση βρίσκοντας μια μέση λύση για να απαλλαγεί ο μητροκτόνος Ορέστης. Το έργο τελειώνει με το χορό των Ερινύων, έναν ερμαφρόδιτο χορό, να μετατρέπεται σε χθόνιο χορό Ευμενίδων, να εξαγοράζεται, τρόπον τινά, αποκτώντας υπόγεια εξουσία.
Στο τέλος, ένα λευκό νάιλον σκεπάζει πρόσωπα και πράγματα στην ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου, καλύπτοντας και συγκαλύπτοντας όλα τα λυμένα και τα άλυτα προβλήματα. Μια ειρωνική ματιά σε ότι συμβαίνει γύρω μας, σε όσα συγκαλύπτουμε εθελοτυφλώντας.
Μια σημερινή ανάγνωση της «Ορέστειας» που κινείται πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, ξαναδιαβάζει την πρόσφατη και σύγχρονη ιστορία του τόπου μας με αμφίρροπο αποτέλεσμα αφήνοντας άλλους θεατές προβληματισμένους, άλλους απογοητευμένους, άλλους ικανοποιημένους ή και ευχαριστημένους.
Ασχέτως με την γνώμη που σχηματίζει ο κάθε θεατής μετά το σβήσιμο των προβολέων, οφείλει κανείς να δεχτεί ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς αντιμετωπίζει την Τριλογία ως ένα παλίμψηστο κείμενο στο οποίο εγγράφεται και ξαναγράφεται η «Ιστορία» με γιώτα μικρό και με γιώτα κεφαλαίο.