Ο ταλαντούχος και πάντα δημιουργικός σκηνοθέτης Αλέξανδρος Κοέν μας εκπλήσσει, γι’ άλλη μια φορά ευχάριστα, μεταφράζοντας και σκηνοθετώντας το λιγότερο γνωστό στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα έργο του Σαίξπηρ «Κυμβελίνος» στο θέατρο Εξαρχείων.
Έργο της ωριμότητας του Σαίξπηρ ο «Κυμβελίνος» καταφέρνει να συγκεντρώσει πολλές από τις αρετές των αριστουργημάτων του ποιητή: καταιγιστική πλοκή, υψηλό χιούμορ, κορυφαίες κωμικές στιγμές – και πάνω απ’ όλα μια αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή. Μια σπουδαία κωμωδία τοποθετημένη από τον σκηνοθέτη στο γνώριμο πλαίσιο των αμερικάνικων ταινιών του 1960 – γεμάτη κρυφούς έρωτες, προδοσίες, μεταμφιέσεις, περιπλανήσεις, δολοπλοκίες, αφελείς εραστές, ραδιούργες μητριές και φόντο την οικονομική κρίση της Ευρώπης.
Η επιλογή του συγκεκριμένου έργου, η αγάπη του για τον σπουδαίο Άγγλο ποιητή και συγγραφέα και η φρέσκια σκηνοθετική ματιά του Αλέξανδρου φαίνεται πως δικαιώνονται, αν κρίνουμε από την αθρόα προσέλευση του κοινού, που οδήγησε ήδη στην παράταση των παραστάσεων.
Συνέντευξη για τα Θ.Π στη Μάρω Καστράτου.
Αλέξανδρε, φέτος επέλεξες να σκηνοθετήσεις ξανά Σαίξπηρ – και μάλιστα ένα έργο του που παρουσιάζεται σπάνια στην ελληνική σκηνή, τον «Κυμβελίνο». Να θυμίσουμε στο αναγνωστικό κοινό μας ότι έχεις σκηνοθετήσει στο παρελθόν άλλα δύο έργα του μεγάλου δραματουργού: το «Πολύ κακό για το τίποτε» και τον «Τίμωνα τον Αθηναίο». Προφανώς είναι ο συγγραφέας που σ’ εμπνέει και σε συγκινεί περισσότερο απ’ όλους.
Όσο περνούν τα χρόνια και αποκτώ περισσότερη οικειότητα με τα κείμενά του, με γοητεύουν όλο και πιο πολύ. Ανακαλύπτω σε αυτόν τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης ψυχολογίας που έχει συλλάβει – χωρίς, βέβαια, να κάνει ψυχολογικό θέατρο. Φτιάχνει υψηλό ποιητικό θέατρο, και βάζει στο επίκεντρό του τον Άνθρωπο σε όλες του τις αποχρώσεις και τις διακυμάνσεις.
Επέλεξες να τοποθετήσεις αυτό το σπουδαίο έργο στο πλαίσιο των αμερικάνικων ταινιών του 1960.
Ακριβώς. Το έργο είναι μια μυθιστορία: δηλαδή, ένα παραμύθι. Εμείς μάθαμε να θεωρούμε παραμύθια όλες εκείνες τις κλασικές κινηματογραφικές ταινίες των περασμένων δεκαετιών που ήταν γεμάτες από τα γνωστά συστατικά του έρωτα, της αγωνίας, της προδοσίας, των μηχανορραφιών, της περιπέτειας… Ακριβώς αυτά είναι και τα συστατικά αυτού του συναρπαστικού σαιξπηρικού έργου, οπότε η μεταφορά του στο ρεαλισμό του 1960 φαίνεται πως λειτουργεί στην παράσταση.
Όπως αναφέρεις, μέσα από τη μελέτη του «Κυμβελίνου» και τη σκηνοθετική σου ματιά ανακάλυψες τη συναρπαστική περιπέτεια ανθρώπων που εγκαταλείπουν ό,τι πρόσφερε ασφάλεια στη ζωή τους, για να βρουν αυτό που βαθιά επιθυμούν – με οποιοδήποτε τίμημα. Εσύ έχεις βρει αυτό που επιθυμείς; Εγκαταλείπεις συχνά τις φαινομενικές ή πραγματικές δικλίδες ασφαλείας σου για να μπεις σε πιο τολμηρά μονοπάτια;
Δε θεωρώ τον εαυτό μου τολμηρό. Ωστόσο στο θέατρο ούτε τις δικλίδες ασφαλείας τηρώ ούτε τον ασφαλή δρόμο ακολουθώ ως προς την επιλογή ρεπερτορίου. Τα έργα που έχουμε ανεβάσει είναι συνήθως πολυπρόσωπα, με κείμενα κλασικά που έχουν απαιτητικά καλλιτεχνικά κριτήρια και υψηλό κόστος παραγωγής. Τώρα, που κοντεύουν δύο μήνες απ’ όταν ανέβηκε η παράσταση, φαίνεται πως το πείραμα ν’ ανεβάσουμε ένα σχεδόν άγνωστο έργο του Σαίξπηρ πέτυχε, γι’ αυτό και η παράσταση παίρνει παράταση. Ως προς τη ζωή, βέβαια, δεν υπήρξα ιδιαίτερα τολμηρός. Μάλλον άφησα εκείνη να με κατευθύνει. Υπήρξα τεμπέλης στη ζωή. Ναι, στο θέατρο μάλλον δουλεύω περισσότερο απ’ ό,τι στη ζωή.
Θέατρο Εξαρχείων. Ένα ιστορικό θέατρο ξανά σε λειτουργία μετά από τέσσερα χρόνια.
Υπέροχη στιγμή. Ένα θέατρο όπου εγώ –όπως και πάρα πολύς κόσμος– έχω απίστευτες μνήμες ως θεατής. Δυο σπουδαίοι άνθρωποι και καλλιτέχνες, ο Τάκης Βουτέρης και η Αννίτα Δεκαβάλλα, μου κάνουν την τιμή να με φιλοξενούν στη στέγη τους. Ο χώρος από μόνος του κουβαλάει απίστευτη ενέργεια. Το Θέατρο Εξαρχείων είναι εκείνο που μάς γνώρισε κορυφαία άγνωστα έργα κορυφαίων πασίγνωστων συγγραφέων· οι παραστάσεις του βαθιά ριζωμένες στο ρεαλισμό αποπνέουν πάντα μια υψηλή ποίηση. Νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ και δημιουργώ μέσα σε αυτό το χώρο, και πολύ τυχερός που ο Τάκης και η Αννίτα είναι σύμμαχοί μου. Εξαιρετικά γενναιόδωροι άνθρωποι.
Πέρα από τον Σαίξπηρ ποιοί άλλοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς και τα έργα τους που θα ήθελες να σκηνοθετήσεις;
Είναι πάρα πολλοί. Είναι όλοι αυτοί οι συγγραφείς που κουβαλούν μεγάλες ιδέες, μεγάλες προσωπικότητες και ακριβή ποίηση. Δε θα καινοτομήσω, αν πω πως λατρεύω τον Ίψεν αλλά και τους Γερμανούς συγγραφείς του δέκατου όγδοου αιώνα.
Ασχολείσαι παράλληλα με τη μετάφραση έργων πέρα από τη σκηνοθεσία. Μάλιστα θεωρείς, όπως έχεις πει, τη μετάφραση των έργων ως στάδιο προεργασίας της σκηνοθεσίας. Τελικά ποια είναι τα στοιχεία μιας άρτιας μετάφρασης, και κατά πόσο βοηθά ο σκηνοθέτης να είναι και ο μεταφραστής του έργου;
Άρτια μετάφραση δεν υπάρχει. Ας πούμε πως μια καλή μετάφραση είναι εκείνη που προδίδει στο μικρότερο βαθμό το πρωτότυπο, και διευκολύνει ηθοποιό και θεατή ν’ αντιληφθούν ευκολότερα τα νοήματα του κειμένου. Όσο για τον σκηνοθέτη που μεταφράζει… νομίζω πως το κάνει εκ του πονηρού. Είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος να φτάσεις σε βάθος στο κείμενο. Είναι σαν να έχεις κάνει πολλές μυστικές συναντήσεις με τον ίδιο τον συγγραφέα και να σου έχει εξομολογηθεί κάποια από τα μυστικά του. Σε πρακτικό επίπεδο… είναι καθοριστική η επιλογή μετάφρασης γιατί είναι ένα πρώτο στάδιο σκηνοθεσίας. Την απολαμβάνω πολύ αυτή τη διαδικασία. Και την κάνω πάντα έχοντας στο μυαλό μου την παράσταση για την οποία γίνεται – είτε τη σκηνοθετώ εγώ είτε άλλος σκηνοθέτης.
Τα τελευταία χρόνια έχεις επιλέξει τη σκηνοθεσία ως μέσο έκφρασης και δημιουργίας. Θα σε δούμε και στη σκηνή μελλοντικά με την υποκριτική σου ιδιότητα;
Ευελπιστώ πως όχι. Δεν την εξάσκησα και ποτέ αυτή την ιδιότητα παρά μόνο στα χρόνια της σχολής που είχα την τύχη να δουλέψω σε δουλειές της δασκάλας μου της Μίρκας Παπακωνσταντίνου σε πολύ μικρούς ρόλους. Ύστερα απ’ αυτό σπούδασα σκηνοθεσία, εργάστηκα πολλές φορές ως βοηθός σκηνοθέτη, άρα άρχισα να βλέπω το θέατρο από την άλλη πλευρά. Θαυμάζω απίστευτα τους ηθοποιούς, αλλά καθόλου δε με φαντάζομαι στο ρόλο τους. Έχω περάσει οριστικά στην αντίπερα όχθη.
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Ίασμος και εδώ και δέκα χρόνια καθηγητής στο εκπαιδευτικό δυναμικό της ίδιας σχολής. Πώς αισθάνεσαι;
Αισθάνομαι πως εξακολουθώ τις σπουδές μου. Η διδασκαλία μού οργανώνει τη σκέψη πάνω στη δουλειά. Με βοηθάει να βρίσκω καινούργιους τρόπους προσέγγισης στην υποκριτική. Και πάνω απ’ όλα με φέρνει σ’ επαφή με κόσμο που αγαπάει το θέατρο – ο καθένας από διαφορετικό σημείο εκκίνησης. Συνεργάζομαι πολύ συχνά με ηθοποιούς που τους έχω γνωρίσει στη Σχολή, κι είναι τεράστια κάθε φορά η χαρά μου.
Ο καλλιτεχνικός σου προγραμματισμός για τη νέα σεζόν;
Περίεργη χρονιά. Ο «Κυμβελίνος» φαίνεται πως έχει μια απρόσμενη ανταπόκριση που δε μας επιτρέπει να το κατεβάσουμε στις ημερομηνίες που ήταν προγραμματισμένες. Άρα ο προγραμματισμός αλλάζει λίγο, και τις επόμενες μέρες θα οριστικοποιηθεί το επόμενο βήμα.