Ο ταλαντούχος και ταχύτατα ανερχόμενος ηθοποιός Βασίλης Τσιγκριστάρης μιλάει στα Θεατρικά Προγράμματα με αφορμή την παράσταση “The Curing Room” που παίζεται με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο VAULT.
Πολυσχιδής προσωπικότητα, με δυναμική παρουσία στον καλλιτεχνικό χώρο, παράλληλα σκηνοθετεί και γράφει, πάντα με την ίδια αγάπη με την οποία ερμηνεύει τους ρόλους που υποδύεται στη σκηνή.
The Curing Room. Πως προέκυψε η συνεργασία με τον Δημήτρη Καρατζιά και το Vault και για ποιούς λόγους είπες το ναι για τη συμμετοχή σου στο συγκεκριμένo έργο;
Κοίτα, είχα δει αρκετές δουλειές του Δημήτρη και είναι ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ πραγματικά πολύ, γιατί αντιμετωπίζει τα έργα και τους ηθοποιούς του με μεγάλο σεβασμό και αγάπη. Όταν λοιπόν μου πρότεινε να συμμετάσχω στο “The Curing Room” δεν ήταν δύσκολη η επιλογή, δεδομένου και ότι το έργο καθεαυτό-τόσο το πρωτότυπο όσο και η εξαιρετική μετάφραση του Αντώνη Γαλέου-είναι για μένα αριστουργηματικό. Οι επιλογές μου βασίζονται πάντα σε δύο βασικούς παράγοντες : Τα έργα και τους συνεργάτες. Εφόσον λοιπόν αυτοί οι δυο παράγοντες είχαν καλυφθεί, ήξερα ότι θα πετύχαινα και τον βασικό στόχο που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε σε κάθε παράσταση: κάθε δουλειά να σε πηγαίνει λίγο παρακάτω, να σε εξελίσσει. Σε αυτό συνέβαλλαν εννοείται, πέρα από τον Δημήτρη, και όλοι οι υπόλοιποι –πάρα πολύ καλοί- ηθοποιοί με τους οποίους είμαστε μαζί σε αυτή την παράσταση.
Εμφανίζεσαι γυμνός καθόλη τη διάρκεια του έργου όπως και ο υπόλοιπος θίασος. Τελικά ή σωματική ή η ψυχολογική έκθεση απαιτεί μεγαλύτερο θάρρος.
Θα πίστευε κανείς ότι χρειάζεται μεγαλύτερο θάρρος για την σωματική έκθεση, αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η σωματική έκθεση ήταν το λιγοτέρο που μας απασχόλησε νομίζω όλους. Το μόνο το οποίο κάνει η σωματική αυτή εκθεση είναι να επιτείνει λίγο περισσότερο το θάρρος που χρειάζεται η ψυχολογική έκθεση, γιατί δεν έχεις τίποτα για «να πιαστείς», τίποτα για να κρυφτείς. Και αυτό είναι μεν τρομακτικό, αλλά τελικά είναι και απίστευτα λυτρωτικό και ελευθερωτικό. Υπάρχει μία μεγάλη παγίδα στο «The Curing Room», αν δεν εκθέσεις την ψυχή σου, θα εκθέσεις το σώμα σου. Και, στην εποχή μας, αυτό θα σε κάνει τουλάχιστον γραφικό. Αυτό ήταν το ρίσκο και αυτό είναι τελικά το μεγάλο κέρδος για όλους μας, ότι κάνουμε μία «εξομολόγηση» των ηρώων και όχι πορνογραφία.
Τι σε ταυτίζει και τι σε διαφοροποιεί από τον ήρωα που ερμηνεύεις;
Ο Νιλς Σούκερουκ-ο ήρωας που ενσαρκώνω-είναι ένας άνθρωπος βαθειά ευαίσθητος, αλλά και βαθειά προσκολλημένος στις αρχές του. Προσπαθεί πάση θυσία να κρατήσει ζωντανή την ιδεολογία του, γιατί έχει πιστέψει πραγματικά στην σοβιετική ιδέα, να διατηρήσει τις αξίες του και να τηρήσει την ιεραρχία. Με αυτόν, με ταυτίζει σίγουρα η (κεκαλυμμένη) ευαισθησία του και η προσπάθεια να συγκρατήσει όρθιο έναν κόσμο που διαλύεται γύρω του. Αυτά ακριβώς είμαι κι εγώ. Αλλά με διαφοροποιεί η μεγάλη πίστη του στα ιδανικά και τις αρχές του, η επιμονή του στην τάξη. Αυτά τα στοιχεία όμως είναι που με γοητεύουν σε αυτον τον ήρωα, τον Νιλς Σούκερουκ. Και ομολογώ πως σαν χαρακτήρα τον θαυμάζω πολύ, γιατί εγώ, δεν ξέρω πού και πότε ακριβώς, έχω χάσει αρκετά τόσο την πίστη μου σε πολλές ιδέες, που αυτός δέχεται ως θέσφατες, όσο και το κουράγιο να παλέψω για αυτές τις ιδέες. Ο κόσμος που διαλύεται που έλεγα…
Η μεγάλη επιτυχία του The Curing Room που πιστεύεις ότι οφείλεται ; Στο γυμνό ή στην ουσία του έργου;
Είμαι σίγουρος ότι η επιτυχία του The Curing Room οφείλεται στην ουσία του έργου. Για να είμαι ειλικρινής, σίγουρα πολύς κόσμος αρχικά ήρθε για το γυμνό (πράγμα που ειλικρινά εγώ δεν καταλαβαίνω) όχι όμως τόσο ηδονοβλεπτικά, όσο από μεγάλη περιέργεια. Παρόλα αυτά, κανείς δεν φεύγει με την αίσθηση του γυμνού και ο περισσότερος κόσμος που έρχεται πλέον, έρχεται για να δει μια καλή παράσταση, ένα έργο δύσκολο αλλά σημαντικό, εφτά ηθοποιούς να ξεγυμνώνονται ψυχολογικά και ηθικά. Αν η επιτυχία οφειλόταν στο γυμνό, δεν θα συνεχίζαμε να είμαστε γεμάτοι. Το γυμνό είναι μια απαραίτητη συνθήκη και νομίζω ότι σοκάρει μόνο στο πρώτο άκουσμά του. Ο Δημήτρης Καρατζιάς έδωσε την μεγαλύτερη δυνατή προσοχή σε αυτό και πέτυχε να κάνει μια παράσταση που έχει επιτυχία όχι για το γυμνό της, αλλά για όλα τα υπόλοιπα.
«Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια (Βραβείο Κοινού Καλύτερης Ταινίας/Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2016). Μια ταινία που αγαπήθηκε από το κοινό όσο λίγες τα τελευταία χρόνια. Πως αισθάνεσαι που ήσουν μέρος του όλου εγχειρήματος; Ποιος ο ρόλος σου στη συγκεκριμένη ταινία και πως σε καθοδήγησε ο Σωτήρης Τσαφούλιας στην ερμηνεία του.
Αισθάνομαι κυρίως περήφανος (και ευτυχισμένος) που ήμουν μέρος αυτής της ταινίας και μέλος αυτού του εξαιρετικού συνόλου ηθοποιών. Είναι μια δουλειά που πραγματικά με τιμάει, μια ταίνια που χάρηκα πραγματικά όταν παρακολούθησα. Ο ρόλος μου είναι ο Νίκος, παιδικός φίλος του Δημήτρη (Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη) και ίσως ο μόνος που του έχει μείνει, καθώς ο Δημήτρης είναι ένας αρκετά περίεργος άνθρωπος. Ο Νίκος είναι ένας άντρας έξω καρδιά, κοινωνικός και έξυπνος που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες του φίλου του στα μεγάλα και δύσκολα θέματα που έχουν προκύψει στην ζωή του.
Τώρα για τον Σωτήρη Τσαφούλια τι να πρωτοπώ; Με βοήθησε πραγματικά στην ερμηνεία, δημιούργησε ένα ασφαλές περιβάλλον στα γυρίσματα και νομίζω ότι σε όλους τους ηθοποιούς του έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Σε κάνει να νιώθεις καλά. Είναι ένας άνθρωπος που κάνει σινεμά με πάρα πολλή αγάπη και αυτό είναι που κάνει και την ταινία του εξαιρετική. Αυτή η αγάπη του για τον κινηματογράφο είναι ίσως και που με κάνει τόσο περήφανο για την ταινία.
Μια επίσης πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά στην οποία πρωταγωνίστησες πρόσφατα, με διεθνείς βραβεύσεις μάλιστα, είναι η μικρού μήκους ταινία του Νίκου Πουρλιάρου «Half Life».
Ναι και είμαστε περήφανοι όλοι οι συντελεστές της ταινίας γιατί έχει κάνει μια πραγματικά εντυπωσιακή διαδρομή σε φεστιβάλ ανά τον κόσμό και αυτή την στιγμή είναι αναρτημένη στο επίσημο site της εφημερίδας Aftenposten στην Νορβηγία. Επειδή η ταινία αναφέρεται σε ένα ευαίσθητο θέμα, τον ιό του HIV, και τον συσχετίζει με την ανέχεια στην οποία μπορεί να επέλθει ένας άνθρωπος την εποχή μας στην Ελλάδα, νομίζω ότι σόκαρε αρκετά (ακόμα και εμένα τον ίδιο) αλλά προκάλεσε και πολλές αντιδράσεις εντός Ελλάδας. Παρόλα αυτά ο Νίκος Πουρλιάρος πίστεψε πολύ σε αυτήν κι έτσι με έκανε κι εμένα να την πιστέψω και να μην φοβηθώ. Νομίζω ότι πλέον νιώθω πραγματικά τυχερός που έχω παίξει σε αυτό το ιδιαίτερο ταινιάκι μικρού μήκους και η ανταπόκριση του κόσμου διεθνώς είναι η αποδείξη.
Σκηνοθέτησες πρόσφατα και την παιδική παράσταση «Το γιατί των παιδιών φέρνει την ελπίδα» βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Βαγγέλη Ηλιόπουλου, στην παιδική σκηνή του θεάτρου Vault. Όντας σκηνοθέτης και «ενήλικων» θα λέγαμε θεατρικών έργων ποια στοιχεία πιστεύεις ότι απαιτεί η σκηνοθεσία μιας παιδικής παράστασης;
Σίγουρα, πλέον, η σκηνοθεσία μιας παιδικής παράστασης δεν πρέπει να διαφέρει από την σκηνοθεσία μιας «ενήλικης». Δεν μπορείς να αντιμετωπίζεις τα παιδιά σαν διαφορετικούς θεατές από τους ενήλικες. Υπάρχει μια διαφορά όμως. Στην σκηνοθεσία μιας παιδικής παράστασης πρέπει να δώσεις το δεκαπλάσιο της ενέργειάς σου, το δεκαπλάσιο κέφι και να βάλεις μέσα όλη την φαντασία σου και την διάθεση για παιχνίδι (που σαν ηθοποιός σίγουρα έχεις). Τότε και τα παιδιά θα γίνουν «συμπαίκτες» σε αυτό το παιχνίδι.
Τελικά που έχεις περισσότερο άγχος όταν σκηνοθετείς ή όταν παίζεις ό ίδιος ;
Έχω πάντα άγχος δυστυχώς, δεν μετριάζεται σε καμία από τις δύο περιπτώσεις (γελάει). Το άγχος μου είναι ίσως το ίδιο, απλά όταν παίζω εκτονώνεται, γιατί όταν παίζεις διοχετεύεις ενέργεια, είσαι ενεργός, ελέγχεις τα πράγματα. Αντίθετα, όταν σκηνοθετώ, όταν πια έρθει η ώρα της παράστασης, νιώθω ανήμπορος και αναγκαστικά παρακολουθώ μαζί με άλλους ένα κομμάτι του εαυτού μου. Εκεί πια δεν μπορείς να ελέγξεις τίποτα, οπότε είναι ένα άγχος που ουσιαστικά δεν έχω βρει ακόμα τον τρόπο να το χαλιναγωγήσω.
Πέρα από την σκηνοθεσία και την υποκριτική ασχολείσαι και με τη συγγραφή.
Ναι, πάντα έγραφα, αλλά άργησα να το κάνω και «επίσημα». Συνέβαινε το εξής παράδοξο : άφηνα τα πάντα ατελείωτα λόγω τελειομανίας. Ευτυχώς βρέθηκε στον δρόμο μου ο Σταμάτης Πατρώνης που με παρακίνησε να του δώσω ένα ολοκληρωμένο έργο, το οποίο και σκηνοθέτησε («Θύμισε μου γιατί ήρθαμε εδώ»). Από εκεί και πέρα τα πράγματα σχετικά με την συγγραφή πήραν τον δρόμο τους αρκετά εύκολα. Ήρθε το σενάριο του «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» με τον Βασίλη Μυριανθόπουλο και ένα μιούζικαλ για την Κύπρο, το «Αμάντα». Φέτος είμαι χαρούμενος να είμαι στην συγγραφική ομάδα του Γιώργου Β. Φειδά για τους «Συμμαθητές» στον ΑΝΤ1.
Ποια τα επόμενα καλλιτεχνικά σου σχέδια;
Στα καλλιτεχνικά πράγματα, υπάρχει πάντα το πρόβλημα ότι πολλά πράγματα είναι ακόμα στον αέρα. Παρόλα αυτά, δύο είναι τα σίγουρα προς το παρόν για εμένα, μία συνεργασία με τον Ένκε Φεζολλάρι που θα γίνει άμεσα, και ένα έργο δικό μου που θα ανέβει σχετικά σύντομα. Ξέρω είναι πολύ «φλου» αυτά που λέω, αλλά έτσι είναι. Κατα τα άλλα, περιμένω το τελικό μοντάζ της ταινίας «Τέλος Χρόνου» του Νικου Πουρλιάρου και εύχομαι να είμαι πάντα τόσο τυχερός και να είμαι σε δουλειές που με κάνουν ευτυχισμένο και περήφανο, όπως ακριβώς συμβαίνει φέτος. Και φυσικά να είμαι πάντα ανοικτός σε καινούργια πράγματα.