Skip to main content

ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ του Ερρίκου Ίψεν

ΕΝΑ ΦΩΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ

Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.  Κοζάνης είναι ένα από τα λίγα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα που λειτουργεί απρόσκοπτα και δημιουργικά ανταποκρινόμενο επί 18 χρόνια στο όραμα της εμπνεύστριας αυτού του θεσμού, της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη. Εδώ και ενάμιση χρόνο στο τιμόνι του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. βρίσκεται μια ικανότατη, πολύ δυναμική, με ιδιαίτερη ευαισθησία καλλιτέχνης, η Ελένη Δημοπούλου, ηθοποιός, σκηνοθέτης, καθηγήτρια υποκριτικής, επιμελήτρια σημαντικών θεατρικών δράσεων και ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας «Εν δυνάμει» που δίνει δικαίωμα στη δημιουργία και στην έκφραση σε άτομα με ειδικές ανάγκες. Το σκεπτικό της Ελένης Δημοπούλου είναι ότι [μέσα από την Τέχνη αναδεικνύεται η πόλη, η Κοζάνη] και γι’ αυτό διοργάνωσε τις «Μέρες Θεάτρου», ένα Φεστιβάλ που θα γίνει πλέον θεσμός λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχε, με παραστάσεις χαρισματικών Ελλήνων καλλιτεχνών του θεάτρου σε κλειστά θέατρα, σε αναπάντεχους χώρους στην Κοζάνη αλλά και σε άλλες πόλεις της περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας. Ακόμη η Καλλιτεχνική Διευθύντρια στοχεύει στην προβολή του καλλιτεχνικού έργου του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. παρουσιάζοντας τις θεατρικές παραστάσεις του οργανισμού στις γύρω πόλεις και κωμοπόλεις σε κατάλληλους και ολιγότερο κατάλληλους χώρους δημιουργώντας σεμινάρια θεάτρου, εργαστήρια για παιδιά, εφήβους, ενήλικες και ομάδα θεάτρου που αγαπάει τη διαφορετικότητα αναβαθμίζοντας έτσι το πολιτιστικό επίπεδο και ευαισθητοποιώντας το κοινό της Κοζάνης και όχι μόνο.

Στη φετινή χειμερινή περίοδο, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ανέβασε τους «Βρυκόλακες» του Ερρίκου Ίψεν, μια συμπαραγωγή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης με το θέατρο «Τ». Η Γλυκερία Καλαϊτζή, ιδρυτικό μέλος του θεάτρου «Τ»  στη Θεσσαλονίκη, σκηνοθέτης και καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ., ανταποκρίθηκε στην πρόταση συνεργασίας που της έγινε από την Ελένη Δημοπούλου, σε επίπεδο παραγωγής αλλά και σκηνοθεσίας αυτού του τόσο σημαντικού έργου, που καυτηριάζει την κοινωνική υποκρισία με διαχρονική εμβέλεια. Το αποτέλεσμα ήταν  οι δύο παλιές συνεργάτιδες της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης της Θεσσαλονίκης να ενώσουν ξανά τις δυνάμεις τους παραμένονας πιστές στην επιλογή τους να υπηρετήσουν την τέχνη του θεάτρου στην περιφέρεια.

ΤΟ ΕΡΓΟ:

Ο Ερρίκος Ίψεν, δύο χρόνια μετά το «ηχηρό χτύπημα» της πόρτας από την Νόρα που αφήνει πίσω το «Κουκλόσπιτο» της γράφει τους «Βρικόλακες» (1881), ένα έργο όπου η κυρία Άλβινγκ εγκαταλείπει και αυτή το σπίτι της και τον ακόλαστο σύζυγό της, που ποτέ δεν αγάπησε, καταφεύγοντας όμως στον νεανικό της έρωτα, τον πάστορα Μάντερς. Η «επανάστασή της» είναι μια επιλογή που έχει την ανάγκη στήριξης από κάποιον, αναζητά βοήθεια και συνοδοιπόρο σ΄ αυτό το εγχείρημά της, γι’ αυτό κλονίζεται και εγκλωβίζεται στις ενοχές της, όταν ο τότε φοιτητής της Θεολογίας Μάντερς δεν ανταποκρίνεται στα αισθήματά της και δεν ενθαρρύνει την πράξη της –παγιδευμένος κι αυτός στους δικούς του «Βρικόλακες», της κοινωνικής κριτικής και ηθικής και του κύρους του μελλοντικού του σχήματος  επαναφέροντάς την στα ιδανικά της αξιοπρέπειας και του καθήκοντος. Μια άδοξη «εξέγερση» με συνέπεια έναν «ηχηρό συμβιβασμό» καθώς συνθλίβεται, κάτω από τη βαριά σκιά των «Βρικολάκων», του καθωσπρεπισμού και του αμαρτωλού παρελθόντος, που κάνει την επανεμφάνισή του, με τη μορφή κληρονομικής ασθένειας που κτυπά το γιο της. Μια μη αναστρέψιμη κατάσταση που καλείται η κυρία Άλβινγκ να αντιμετωπίσει άμεσα και να δώσει μια οριστική λύση «πληρώνοντας» το τίμημα του συμβιβασμού της.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η Γλυκερία Καλαϊτζή σκηνοθέτησε μια απόλυτα συνεπή παράσταση. Δημιούργησε μεν μια «κλασική» παράσταση αλλά άφησε «ρωγμές» μέσα από τις οποίες διείσδυσε η σύγχρονη καινοτόμα θεατρική ματιά. Εκτός από τους πέντε ρόλους του έργου δημιούργησε και έναν έκτο ρόλο, του αυτόπτη σιωπηλού μάρτυρα που καλείται να παίξει το κοινό. Έστησε την παράσταση επάνω στη σκηνή του θεάτρου «Αίθουσα Τέχνης» του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. για έναν περιορισμένο αριθμό θεατών, μόνο 75 θέσεις, που ήταν πάντα πλήρεις.

Οι θεατές περνούν μέσα από την τραπεζαρία  του σπιτιού της Κυρίας Άλβινγκ για να οδηγηθούν στο σαλόνι της όπου κάθονται σε καρέκλες με λευκά καλύμματα, έχουν θέα σε μια μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στο επάνω πάτωμα και βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τους ηθοποιούς. Αυτή η εγγύτητα δημιουργεί μια αμεσότητα, μια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ θεατών και ερμηνευτών, που επηρεάζει την «αύρα» κάθε παράστασης. Ακόμη, η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το φωτισμό για να απομονώσει την κυρία Άλβινγκ, ενώ μιλά με τον Πάστορα, δημιουργώντας ένα cut στο θεατρικό χρόνο. Η ηρωίδα απευθύνεται προς το κοινό, σαν ένα είδος «παράβασης» όπου το τότε ανάγεται στο τώρα σε κοινούς προβληματισμούς και αγωνίες. Επίσης η κατάργηση του πληθυντικού μεταξύ του Πάστορα και της κυρίας Άλβινγκ είναι μια ρηξικέλευθη τομή που κάνει η Γλυκερία Καλαϊτζή στο κείμενο του Ίψεν, το οποίο πλέον αποπνέει ένα γνώριμο καθημερινό λόγο. Για πρώτη φορά ακούγεται ο Πάστορας Μάντερς να αποκαλεί Έλεν την Κυρία Άλβινγκ.

Η Γλυκερία Καλαϊτζή δίδαξε με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τους ρόλους εμβαθύνοντας στον περίπλοκο ψυχισμό των ηρώων. Η Ελένη Δημοπούλου, ως Κυρία Άλβινγκ, υπήρξε μια βαθιά ανθρώπινη φιγούρα που βιώνει με αξιοπρέπεια τις συνέπειες των επιλογών της. Ο Πάστορας Μάντερς του Δημήτρη Ναζίρη ήταν μια επιβλητική μορφή, ένας προτεστάντης ιερέας με απόλυτη αυτοκυριαρχία στα εκφραστικά του μέσα. Η νεαρή Ρεγγίνα της Σοφίας Αντωνίου απέδωσε εύστοχα τον «καλλιεργημένο» μικροαστικό «σουσουδισμό». Ο νέος και πολύ ταλαντούχος ηθοποιός Δημήτρης Φουρλής ερμήνευσε με ξεχωριστή ευαισθησία, πάθος αλλά και μέτρο τον Όσβαλντ, τον χτυπημένο από τη μοίρα γιο που πληρώνει τις «αμαρτίες των γονιών του». Τέλος, η πηγαία και άμεση ερμηνεία του Γιώργου Φράγκογλου φώτισε μια πιο ανθρώπινη πλευρά του ρόλου του Έγκστραντ, του μικροαπατεωνίσκου πατριού της Ρεγγίνας, τονίζοντας τις περίπλοκες δοκιμασίες για επιβίωση των απλών λαϊκών ανθρώπων.

Το λειτουργικό σκηνικό της Ευαγγελίας Κιρκινέ, τα κοστούμια εποχής της Μαρίας Καραδελόγλου καθώς και ο λιτός καίριος φωτισμός του Ρίτσαρντ Άντονυ, υπηρέτησαν με ακρίβεια την σκηνοθετική γραμμή.

Το όλο εγχείρημα είναι μια επιτυχημένη δουλειά που σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Κοζάνη. Η παράσταση παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία και στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο ‘Τ’ και τώρα βρίσκεται σε περιοδεία σε Ιωάννινα, Καστοριά και σε άλλες πόλεις. Μακάρι να υπήρχε η δυνατότητα να παρουσιαστεί αυτή η δουλειά στην Αθήνα για να γίνει γνωστό το καλλιτεχνικό έργο που συντελείται σεμνά και με συνέπεια στην περιφέρεια, μακριά από την υδροκέφαλη πρωτεύουσα.

 

fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!