«Ρίτα και Ντύλαν και Φαίδρος και Φάμκε» : Το νέο ακυκλοφόρητο διήγημα του Αύγουστου Κορτώ, του οποίου την διασκευή και τη σκηνοθεσία υπογράφει, για το Σύγχρονο Θέατρο, ο Γρηγόρης Χατζάκης.
Τα Θ.Π βρέθηκαν με τον ικανό και δημιουργικό σκηνοθέτη και συνομίλησαν μαζί του, για τη νέα του παράσταση, για τον έρωτα στα χρόνια του facebook, για την σχετικότητα της αλήθειας, αλλά και για τους φανταστικούς κόσμους που έχουμε ανάγκη να πλάσουμε, προκειμένου να καταφύγουμε όποτε τα πράγματα ζορίζουν…
Συνέντευξη στη Μάρω Καστράτου
Μετά τη «Φανταστικότητα», ένα έργο του Βαγγέλη Λεμπέση, επιλέγεις άλλον έναν ταλαντούχο και δημοφιλή Έλληνα συγγραφέα για το νέο σου θεατρικό εγχείρημα. «Ρίτα και Ντύλαν και Φαίδρος και Φάμκε». Ένα ακυκλοφόρητο βιβλίο του Άυγουστου Κορτώ με θέμα μια μεταμοντέρνα ερωτική ιστορία διαδικτύου. Ένα διαδικτυακό θα λέγαμε love story. Πως προέκυψε η συνεργασία με τον Αύγουστο και ποια στοιχεία του βιβλίου σου κέντρισαν το ενδιαφέρον για να το κάνεις θεατρική παράσταση;
Η συνεργασία προέκυψε κάπως αναπάντεχα. Μία μέρα, μου είπαν από το Σύγχρονο Θέατρο, που έχουμε τον τελευταίο καιρό σταθερή συνεργασία, αν θα με ενδιέφερε να αναλάβω την διασκευή και σκηνοθεσία ενός καινούργιου κειμένου του Κορτώ. Φυσικά, μου ακούστηκε ενδιαφέρουσα πρόταση, το διάβασα και παρότι δεν ήμουν, παρά ελάχιστα, εξοικειωμένος με τον συγγραφέα, βρήκα αμέσως το σημείο ταύτισης. Και αυτό νομίζω είναι η συγκροτημένη αναρχία του. Έγραψε ένα βιβλίο, για να ξεφύγει και να έρθει κοντά με κάποια πρόσωπα, ενώ δεν σκόπευε ποτέ να το εκδώσει. Αυτή η αίσθηση διαφυγής που διέπει όλο το βιβλίο, είτε λέγεται γράψιμο, είτε λέγεται ίντερνετ, είτε λέγεται σχέσεις, είναι για μένα το θέατρο.
Πιστεύεις ότι ζούμε τον έρωτα στα χρόνια του Facebook;
Πιστεύω πως ζούμε τον έρωτα ως ανάγκη, εξαιτίας του Facebook. Κάποτε, ήταν μία αίσθηση, κάτι που σου συνέβαινε. Τώρα συμβαίνει ανά 2-3 posts στο news feed σου και σου επιβάλλεται με έναν τρόπο να μπεις κι εσύ στο hall of fame επίπλαστης ευτυχίας (με το παράδοξο όλο αυτό να γίνεται μέσω ενός δυαδικού συστήματος που λειτουργεί με βάση το 0 και το 1).
Πόσο εύκολο είναι ν’αποδοθεί ο κόσμος του διαδικτύου στο θέατρο;
Όπως είπα και πιο πάνω, ο κόσμος του διαδικτύου είναι ένας κόσμος διαφυγής από την πραγματικότητα. Μεταφράζοντάς το σε θεατρικούς κώδικες, η παράσταση παίζει ακριβώς με αυτούς. Γίνεται η ίδια πραγματικότητα και φαντασία. Βασίζεται ουσιαστικά στις διαφορετικές εκδοχές αλήθειας. Των ηρώων όσο και της ίδιας της θεατρικής πράξης.
Η αλήθεια τελικά είναι κάτι το σχετικό;
Απόλυτα. Το κάθε τι, φέρει τη δική του ταυτότητα αλήθειας. Η αλήθεια υπάρχει σε αυτό που πιστεύεις ως υποκείμενο, αλλά και στον εξωτερικό παρατηρητή, όπως και στη μεταξύ τους σχέση. Ο Θεός ορίζεται ως η Αλήθεια με Α κεφαλαίο. Δεν είναι τυχαίο. Όσο μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση του Θεού, τόσο μπορούμε να κατανοήσουμε και τη φύση, το βάθος και την πολυπλοκότητα της αλήθειας.
Ο σουρεαλισμός, το μπλέξιμο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, η εικαστική οπτική, το χιούμορ θα κυριαρχήσουν και σ’ αυτή την παράσταση;
Νομίζω, πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι απλώς υπάρχουν όλα τα παραπάνω, αλλά με έναν τρόπο, νιώθω να μηδενίζονται μέσα μου και να ξανασυστήνονται από την αρχή.
Αυτή την περίοδο σκηνοθετείς και την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία που παίζει με την συνθήκη του no budget; Τι πραγματεύεται;
Την καθημερινότητα και τον ονειρικό κόσμο ενός πενηντάρη bon viveur, που κάποια στιγμή έρχεται αντιμέτωπος με δύο παράλληλα γεγονότα. Τη γνωριμία με μία κοπέλα που ερωτεύεται κεραυνοβόλα και την ανακοίνωση της εμφάνισης ενός επιπλέον πλανήτη στο ηλιακό μας σύστημα.
Πως είναι το πέρασμα από την θεατρική στην κινηματογραφική σκηνοθεσία; Η φιλοσοφία και οι ανάγκες σου παραμένουν οι ίδιες ή αλλάζουν ανάλογα με το είδος;
Το πολύ ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη ταινία, είναι ο τρόπος που γυρίζεται, το παιχνίδι με τους κινηματογραφικούς κώδικες. Αυτό είναι κάτι που με οδήγησε καθαρά ο τρόπος που λειτουργώ και εκφράζομαι μέσα από το θέατρο. Και ναι, οι ανάγκες και η φιλοσοφία, παραμένουν πιστεύω ταυτόσημες.
Η συγγραφή είναι άλλη μια έκφανση της δημιουργικότητάς σου. Το 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Όστρια το πρώτο σου βιβλίο με τίτλο «Το Βρήκα». Ετοιμάζεις μάλιστα το δεύτερο μυθιστόρημά σου. Πως ξεκίνησε αυτή η ανάγκη της έκφρασης στο χαρτί;
Έγραφα συχνά. Ήθελα να γράψω μυθιστορήματα, από το σχολείο. Έχω γράψει θεατρικά έργα και έχω διασκευάσει πολλά άλλα. Κάποια περίοδο θεατρικής ημιαδράνειας, μου ήρθε μια εικόνα από το πουθενά και από αυτήν, άρχισα να γράφω “Το Βρήκα”. Είναι η πρώτη εικόνα του βιβλίου. Αυτή ενός ανθρώπου που κατεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού, κάνει να γυρίσει πίσω, αλλά δεν μπορεί, γιατί όπως λέει, είναι η μέρα που οι σκάλες μόνο κατεβαίνουν. Ε, από κει και πέρα, ήθελα οπωσδήποτε να μάθω που πήγε και τι έκανε μετά.
“Το βρήκα” του τίτλου, είναι ουσιαστικό ένα πλασματάκι, που βρίσκουμε, αλλά μ’ έναν τρόπο μας βρίσκει ταυτόχρονα κι εκείνο. Το πλασματάκι αυτό, ήταν ο κόσμος που είχες ανάγκη να ταξιδέψεις όπως είπες όταν έγραφες το βιβλίο. Τελικά πιστεύεις ότι γράφεις ή σκηνοθετείς για να βρεις αυτό που δεν έχεις βρει στην πραγματική ζωή ή για να εκφράσεις αυτό που ήδη έχεις βρει;
Πάρα πολύ ενδιαφέρουσα απορία. Δεν ξέρω. Νομίζω, πως η Τέχνη για μένα, λειτουργεί ακριβώς όπως αυτό το πλασματάκι. Μιλάω για πράγματα που έχω βρει αλλά και για πράγματα που ψάχνω. Ή ίσως καλύτερα, ψάχνω πράγματα μέσα από αυτά που έχω βρει. Είναι μια διαρκής διαδικασία αναζήτησης. Ένας ανοιχτός διάλογος με τον εαυτό μου, τους συνεργάτες μου και το κοινό.