Σύγχρονος, πολυβραβευμένος, δραματικός συγγραφέας, ο Γιάννης Τσίρος, είναι ένας εμβρυθής κοινωνικός παρατηρητής. Το οξύ βλέμμα του διεισδύει βαθιά στον κοινωνικό ιστό και η κοφτερή γραφή του αφουγκράζεται, καυτηριάζει και αμείλικτα καταγγέλει τις ποικίλες κοινωνικοπολιτικές και ταξικές ανισότητες. Αυτό άλλωστε το επιβεβαιώνει η συγγραφική του πορεία, από τα “Αξύριστα πηγούνια” (1996) μέχρι το πιο πρόσφατο έργο του “Ημέρα Κυρίου” (2022).
Το έργο ” Τα μάτια τέσσερα” (2007), είναι το δεύτερο θεατρικό έργο του συγγραφέα. Στο έργο εκτίθεται η αδυναμία ενός ανυπεράσπιστου νεαρού κοριτσιού καθώς συνθλίβεται στα γρανάζια τριών εξουσιών λόγω μιας μικροκλοπής: της Εκτελεστικής, της Νομοθετικής και της Δικαστικής. Ενώ η τέταρτη εξουσία του Τύπου προσπαθεί να επωφεληθεί εκθέτοντας την αδυναμία της κοπέλας στο “γυαλί”, με το πρόσχημα της “δικαίωσης” ενός αδύναμου πολίτη αλλά με απώτερο στόχο την υψηλή τηλεθέαση.
Η Άννα, μια 21χρονη κοπέλα, κλέβει ένα κραγιόν από ένα πολυκατάστημα. Επειδή προβάλλει αντίσταση κατά τη σύλληψή της, επιλέγοντας να τραπεί σε φυγή, η αστυνομικός την πυροβολεί στο πόδι. Τελικά η Άννα κατορθώνει να διαφύγει διαπράττοντας όμως το αδίκημα της ” αντίστασης κατά της αρχής”, το οποίο δεν εξαγοράζεται ούτε αναστέλλεται. Έτσι ξεκινά ο δικός της Γολγοθάς και του παππού της, οποίος προσπαθεί να ελαφρύνει τη θέση της απευθυνόμενος σε εκπροσώπους των τεσσάρων εξουσιών. Δυστυχώς το τραύμα στο πόδι της Άννας θα μολυνθεί και η άλλοτε πρωταθλήτρια ( στους σχολικούς αγώνες) στα 400 μέτρα μετ’ εμποδίων θα “καταδικαστεί” σε μια μόνιμη αναπηρία.
Το έργο, 16 χρόνια μετά τη συγγραφή του, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο υπενθυμίζοντας ότι όλο το σύστημα παραμένει παγιδευμένο σε αναπόδραστες συμπεριφορές και καταστάσεις και άτεγκτους νόμους. Ο Τσίρος διαχειρίζεται το θέμα του με επιδέξιο τρόπο επιτυγχάνοντας να κεντρίσει το συναίσθημα του θεατή και να τον κρατήσει σε εγρήγορση χωρίς όμως να αποφύγει κάποια μορφή διδακτισμού και πληθώρα μελοδραματικών εκφράσεων.
Πολύ έξυπνο το εύρημα του συγγραφέα να αναπτύξει τη δράση του έργου σε τέσσερις πράξεις, όσες και οι εξουσίες, επιλέγοντας τον κεντρικό ρόλο κάθε πραξης να κατέχει και ένας εκπρόσωπος της κάθε εξουσίας. Μια αστυνομικός, ένας βουλευτής, ένας δικαστής και ένας δημοσιογράφος. Ουσιαστικά αυτά τα πρόσωπα “μανιπουλάρουν” τη δράση του έργου.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Πυρπασόπουλου ανέδειξε το έργο με καθαρότητα και σαφήνεια χωρίς περιττούς ‘σκηνοθετισμούς’. Η δε επιλογή του, οι τέσσερις ηθοποιοί της παράστασης να ερμηνεύσουν διπλούς – κόντρα ρόλους, τους έδωσε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.
Ο Χρήστος Σαπουντζής ερμήνευσε με εξαιρετικό τρόπο και τους δύο ρόλους. Στο ρόλο του παππού ζωντάνεψε με γνησιότητα έναν απλοϊκό άνθρωπο σε απόγνωση, βαθιά πονεμένο. Ενώ ως δικαστής έπλασε μια εγωκεντρική περσόνα, ψυχρή, απορροφημένη στα χόμπι και στα θέλω της. Η Μαρία Κατσανδρή δόμησε με κύρος και ακρίβεια το ρόλο της αστυνομικού και μεταμορφώθηκε πιστικότατα σε παμπόνηρη, καταφερτζού οικιακή βοηθό του δικαστή προκειμένου να βοηθήσει τον συγχωριανό της. Ο Πανάγος Ιωακείμ προσπάθησε με συνέπεια να δημιουργήσει το “προφίλ” ενός έντιμου και επιτυχημένου βουλευτή και ενός αριβίστα τλεοπτικού δημοσιογράφου που κυνηγά την είδηση “λαβράκι”. Η δε Ναταλία Σουίφτ έκανε φιλότιμες προσπάθειες να υποστηρίξει και τους δύο ρόλους- της απογοητευμένης συζύγου του βουλευτή και της οργισμένης αλλά και μετέωρης Άννας- δυστυχώς όμως το κείμενο δεν της έδωσε μεγάλες δυνατότητες.
Το σκηνικό της Άννας Ζούλια άκρως λειτουργικό και ευρηματικό κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί κάθε σπιθαμή της στενόμακρης μικρής σκηνής του θεάτρου δίνοντας έξυπνες λύσεις στους διαφορετικούς χώρους δράσης (στο αστυνομικό τμήμα, στο σπίτι του βουλευτή, στο εξοχικό σπίτι του δικαστή και στο δωμάτιο του Νοσοκομείου). Ενώ σε κάθε πράξη ένα κλειστό κύκλωμα, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση ή μια οθόνη αποκαλύπτεται με μαγικό τρόπο πίσω από ντουλάπια σπάζοντας την μονοτονία του ξύλου, που κυριαρχεί στη σκηνή, χαρίζοντας βάθος στο σκηνικό χώρο λόγω της φωτεινότητας των οθονών και το κυριότερο δηλώνοντας ότι ένα μάτι πάντα αγρυπνά, το οποίο “τα πανθ’ ορά”.
Ένα έργο που θέτει πολλά ερωτήματα και μια παράσταση που ζητά από τον θεατή να μην μείνει αμέτοχος αλλά να προβληματιστεί σοβαρά σχετικά με τα ερωτήματα: είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στους Νόμους και κατά πόσο δίκαιη μπορεί να είναι η Δικαιοσύνη;