Skip to main content
Το έργο της Γαλλίδας δημοσιογράφου, συγγραφέως και σκηνοθέτιδος Μελοντί Μουρέ (Mélody Mourey) με τίτλο “Τα Τρελά Βατράχια” (Les Crapauds Fous) σκηνοθετεί η ίδια στη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του ΚΘΒΕ. Εκδόθηκε ως βιβλίο τον Οκτώβριο του 2018, ενώ από το 2019 παίζεται στο Παρίσι, χρονιά κατά την οποία προτάθηκε για τρία βραβεία Moliėres. Ο τίτλος αποτελεί ένα δάνειο από την πραγματική ζωή των συμπαθών αμφιβίων τα οποία το χειμώνα μεταναστεύουν από Βορρά προς Νότο. Μόνο κάποιοι φρύνοι δεν ακολουθούν αυτήν την κατεύθυνση κινούμενοι αντίθετα και είναι οι λεγόμενοι “τρελοί φρύνοι”. Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη του 1990, όπου μια φοιτήτρια ψυχολογίας επισκέπτεται το γηραιό Πολωνό γιατρό Στανισλάβ Ματούλεβιτς, προκειμένου αυτός να της δώσει πληροφορίες για τη δράση του παππού της Ευγένιου Λαζόφσκι στενού του φίλου και συνεργάτη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με αφηγητή-ξεναγό το Στανισλάβ και τις μνήμες του ξετυλίγεται μια αληθινή ιστορία, η οποία περιγράφει την ανακάλυψη από τους δύο γιατρούς του εμβολίου του τύφου και την πανέξυπνη χρήση του σκευάσματος ως αποδεικτικό μόλυνσης της περιοχής από την ασθένεια, που είχε ως αποτέλεσμα τη σωτηρία 8 χιλιάδων Εβραίων του Πολωνικού χωριού Rozwadów από τους Ναζί. Αυτή η ιστορία ανθρωπιάς και αλληλεγγύης γίνεται ένα σύμβολο αντίστασης κατά της σκληρότητας, της αδικίας και της κάθε μορφής κατάχρησης εξουσίας. Η μετάφραση του Γιώργου Βουδικλάρη είναι στρωτή και έχει ροή και συνέχεια.
Η Mélody Mourey σκηνοθετεί την παράσταση, ισορροπώντας το τραγικό με το κωμικό και χρησιμοποιώντας την αφήγηση ως εργαλείο για τις εναλλαγές στο χρόνο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αλλά και στα μέρη όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Αυτή ζωντανεύει μέσα από τις μνήμες του γηραιού γιατρού, οπότε είναι εφικτή η παρεμβολή μιας ελαφράς μυθοπλασίας, η οποία διανθίζει τα ακριβή γεγονότα. Η σκηνοθετική προσέγγιση υιοθετεί μία ανάλαφρη διάθεση στη ροή τους, χωρίς όμως να παραποιεί το νόημα και την ουσία τους και να αλλοιώνει τον πυρήνα των μηνυμάτων του έργου. Πέρα από τις εναλλαγές στο χρόνο, έχουμε και εναλλαγή στους χώρους δράσης, με αποτέλεσμα αυτή η διαδοχή των χωροχρονικών στιγμιοτύπων να έχει μια κινηματογραφική αναφορά. Σε κάποιες στιγμές η εναλλαγή αυτή μπορεί να κουράσει και να μειώσει τη δεκτικότητα του θεατή στα σκηνικά ερεθίσματα, αλλά ο γρήγορος ρυθμός δε χάνεται και σύντομα οι ισορροπίες αποκαθίστανται. Ίσως οι κωμικές παρεκβάσεις από το δραματικό κεντρικό πυρήνα να επισκίασαν σε κάποιο (μικρό κατά τη γνώμη μου) βαθμό την ιστορική πραγματικότητα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δε χάνει την αλήθεια και τον ανθρωποκεντρικό του χαρακτήρα και έχει μια αισθαντική λαϊκότητα και απλότητα, προσιτή στο θεατή, που δεν είναι εύπεπτη, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει τον προσωπικό προβληματισμό. Στα σκηνοθετικά συν και το γεγονός της ταυτόχρονης παρουσίας στη σκηνή του γηραιού Στανισλάβ (ως αφηγητής), αλλά και του νεαρότερου εαυτού του που ξεπηδά από την αφήγησή του, η οποία έχει μια νοσταλγική νότα, αλλά είναι και εξαιρετικά λειτουργική, δένοντας αρμονικά διαφορετικά χρονικά στιγμιότυπα.
Ο Γιάννης Χαρίσης ως αφηγητής, κάνει εξαιρετική δουλειά, ως ένας άτυπος ξεναγός μας στα χωροχρονικά ταξίδια του νου και των αναμνήσεων. Με σαγηνετική άρθρωση, εναλλαγές στο ηχόχρωμα της φωνής του και συναισθηματική εμπλοκή στα τεκταινόμενα, καθώς διηγούμενος τα γεγονότα τα ξαναζεί, αποκαλύπτει το δράμα, δίνει το κωμικό τέμπο της όλης παράστασης και κατά κάποιον τρόπο ξετυλίγει την κλωστή της ιστορίας και κρατά τις ισορροπίες της. Δίπλα του η Σταυρούλα Αραμπατζόγλου υποδυόμενη τη νεαρή Ανασταζί Λαζόφσκι δίνει την αίσθηση της ανήσυχης νεαρής επιστήμονα, αλλά και μιας νέας κοπέλας που υποκινούμενη από το έντονο συναίσθημα και συνεπικουρούμενη από το πρόσθετο κίνητρο της συγγένειας με έναν από τους βασικούς ήρωες, γίνεται το όχημα ενός ταξιδιού γνώσης και ενσυναίσθησης. Την ημέρα που παρακολούθησα την παράσταση το ρόλο του γιατρού Ματούλεβιτς ανέλαβε ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης (λόγω ασθένειας του Θάνου Φερετζέλη), ενώ ο Στέλιος Καλαϊτζήςήταν σταθερά στο ρόλο του Ευγένιου Λαζόφσκι. Ο καθένας με το προσωπικό του ερμηνευτικό στυλ και στίγμα κατάφεραν να έχουν μια αξιοσημείωτη σκηνική χημεία, όπως ακριβώς θα έπρεπε να έχει ένα δίδυμο συνεργατών, συνοδοιπόρων, αλλά και στενών φίλων. Ο ένας λίγο πιο ενθουσιώδης και ορμητικός (στα όρια της απερισκεψίας), ο άλλος με μεγαλύτερο αυτοέλεγχο και αυτοκυριαρχία, δημιουργούν δύο χαρακτήρες με πολλές διαφορές, αλλά με ένα σημαντικότατο κοινό όραμα. Διατηρούν τις υποκριτικές τους ιδιαιτερότητες, καταφέρνουν να ξεχωρίσουν ατομικά, αλλά ταυτόχρονα να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, χωρίς καμία δόση αυτοπροβολής. Ο Θάνος Κοντογιώργης έπαιξε το Λοχαγό Στάινμαν και αποτύπωσε με ευκρίνεια έναν αυστηρό και ατσαλάκωτο Ναζί, ο οποίος αν και πιστός στην ιδεολογία και τις αρχές του, διατηρεί ίχνη της ανθρωπιάς του βοηθώντας στη διαφυγή των δύο γιατρών. Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου ως Άννα Λαζόφσκι πλάθει μια γλυκιά και πιστή σύζυγο που ενδιαφέρεται, αγωνιά και συμπάσχει με το σύζυγό της και γίνεται πολύτιμη αρωγός των προσπαθειών του. Η Κορίνα Βασιλοπούλου σε πολλαπλούς ρόλους (συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Ρεμπέκα Λάσκι που κανονικά θα έπαιζε η ασθενής Βιργινία Ταμπαροπούλου, αλλά και του Ταχυδρόμου και του Αλμπέρ) είχε μια αξιοπρεπέστατη ερμηνεία. Αντώνης Αντωνάκος και Βασίλης Παπαδόπουλος είχαν επίσης πολυσχιδή παρουσία στη ροή της παράστασης ερμηνεύοντας τους Ναζί 1 και 2, το Σταθμάρχη, την Τηλεφωνήτρια, τον Μίσα, την Τερέζα, τον Οκτάβ, τον Χίτλερ, αλλά και κατοίκους του χωριού και βοήθησαν με το ταλέντο και τη συνέπειά τους να αναδειχθούν οι χαρακτήρες τους, δικαιολογώντας απόλυτα την επιλογή τους στο θίασο, όπως και η Εύη Κουταλιανού παίζοντας μεταξύ άλλων τη σερβιτόρα και την Μαντλέν, δημιουργώντας έναν συνολικά καλοδουλεμένο και με ωραίες συνεργασίες θίασο, όπου κανείς δεν περίσσευε.
Το σκηνικό της Hélie Chomiac συνίσταται σε ένα κυκλικό σύνολο όπου εναλλάσσονται αρκετοί χώροι, χρήσιμοι μεν στη ροή της ιστορίας, αλλά που κάποιες φορές προσδίδουν μια αίσθηση οπτικής κόπωσης στο θεατή με τη διαδοχή τους. Άφησαν αρκετό ωφέλιμο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών. Η Δανάη Πανά επιμελήθηκε τα κοστούμια χωρίς υπερβολές, κάνοντάς τα απόλυτα αντιπροσωπευτικά των εποχών, αλλά και των ηρώων που έντυσαν. Η μουσική του Simon Meuret συνεργάστηκε αρμονικά με το κείμενο, τόνισε τις εντάσεις του κι έντυσε μουσικά τα παραγόμενα συναισθήματα στη ροή της παράστασης. Η κίνηση της Νίνας Δίπλα εναρμονίστηκε με το λόγο και “άπλωσε” συντονισμένα το θίασο, εκμεταλλευόμενη άριστα τις δυνατότητες της μεγάλης σκηνής. Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου εστίασαν σωστά στους χαρακτήρες του έργου και δημιούργησαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του ΚΘΒΕ, παρακολούθησα μια παράσταση βασισμένη σε αληθινή ιστορία, η οποία, εμπλουτισμένη με στοιχεία μυθοπλασίας, συνδύασε σε σωστές δόσεις το τραγικό με το χιούμορ κι έδωσε με τρυφερότητα και ανθρωπιά την ουσία του κειμένου. Κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό και μια ελαφρώς υπερβάλλουσα ροπή προς τις κωμικές πινελιές του έργου δεν επηρέασαν σημαντικά το θετικό τελικό αποτέλεσμα, στο οποίο μεγάλη συμβολή είχε η ομοιογένεια και η σκηνική αρμονία του θιάσου. Μία από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις για το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης. 
fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!