Το έργο της Αμερικανίδας θεατρικής συγγραφέα Άννας Ζίγκλερ (Anna Ziegler) με τίτλο “Photograph 51” σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ο Τάκης Τζαμαργιάς. Γράφτηκε το 2008 με την παγκόσμια πρεμιέρα του να γίνεται στο Active Cultures Theatre του Maryland τον ίδιο χρόνο. Αποθεωτικής υποδοχής έτυχε η παράσταση στο Noël Coward Theatre στο West End του Λονδίνου σε σκηνοθεσία του Michael Grandage το Σεπτέμβριο του 2015 με τη Nicole Kidman στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Επικεντρώνεται στην ιστορία της Ρόζαλιντ Φράνκλιν, της Βρετανής χημικού και κρυσταλλογράφου και το ρόλο που διαδραμάτισε στην ανακάλυψη και περιγραφή της διπλής έλικας του DNA, μέσω της ερευνητικής και φωτογραφικής της δουλειάς. Η ιστορική Φωτογραφία 51 (Μάιος 1952) είναι η πρώτη αποτύπωση της δομής αυτής, η οποία βοήθησε τους επιστήμονες (συνεργάτες της και μη) να κατανοήσουν γενετικές πληροφορίες και να ανοίξουν το δρόμο σε ιατρικές ανακαλύψεις, φάρμακα και εμβόλια που έγιναν σημεία αναφοράς. Η δουλειά της δεν έτυχε τότε της αναγνώρισης και της τιμής που της άρμοζε, ενώ οι άντρες συνεργάτες της που “χρησιμοποίησαν” κι εκμεταλλεύθηκαν με αμφιλεγόμενες μεθόδους και τρόπους το υλικό της, έγιναν διάσημοι και κέρδισαν σημαντικές επιστημονικές διακρίσεις. Η ίδια πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από καρκίνο και μόλις το 1982 έλαβε τη θέση που της αξίζει στο επιστημονικό πάνθεον και η συμβολή της αποκαταστάθηκε στις πραγματικές της διαστάσεις. Η μετάφραση του Αντώνη Πέρη είχε επάρκεια και συνοχή, απέδωσε σωστά την επιστημονική ορολογία και κατάφερε να αναδείξει τα νοήματα του αρχικού κειμένου.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί την παράσταση ισορροπώντας ανάμεσα στη βαρύνουσα επιστημονική υπόσταση της Φράνκλιν και την τεκμηρίωσή της και τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας της που ανέδειξαν την ανθρώπινη πλευρά της με τις αρετές, τα μειονεκτήματα και τις ανασφάλειές της. Οι πραγματικές πληροφορίες της ζωής της διανθίζονται με μυθοπλασία και δημιουργούν ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο τόσο της γυναίκας, όσο και του αδηφάγου και αδυσώπητου ανδροκρατούμενου περιβάλλοντός της. Η σκηνική δράση και οι διάλογοι εναλλάσσονται με το αφηγηματικό κομμάτι της ροής του έργου, όπως και οι επιστημονικές πτυχές της διαδέχονται τα ανθρώπινα στιγμιότυπα που θίγουν ζητήματα ανθρώπινης ευαισθησίας, αξιοπρέπειας, ερευνητικής και κοινωνικής ορθότητας και δεοντολογίας και διάκρισης των φύλων. Υπάρχει μια υφέρπουσα καταγγελτική χροιά για πολλά ζητήματα, αλλά δοσμένη με μια δημιουργικά σκεπτόμενη διάθεση. Η Φράνκλιν δεν παρουσιάζεται ως αλάθητη ή αγία, αλλά μέσα από τη σκηνική της συμπεριφορά, αποκαλύπτει τις αδυναμίες και τις μανίες της, αλλά και τη δυσκολία που ενίοτε παρουσίαζε στην επικοινωνία της με τους άλλους. Τα “αν” και τα “εφόσον” που προκύπτουν είναι αρκετά, αλλά ο σκηνοθέτης δεν εκφράζει θέση, αφήνοντας το θεατή να τα προσεγγίσει από την προσωπική οπτική του γωνία. Η “επιστημονικότητα” της θεματολογίας του έργου ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει σε κάποια σημεία το ρυθμό της παράστασης, που είχε μερικές αμήχανες σκηνές και μικρά διαστήματα που πλάτειασε. Αλλά το στοίχημα δε χάθηκε σε καμία στιγμή, καθώς υπήρχαν εντάσεις και συγκρούσεις των ηρώων που προώθησαν την πλοκή, κωμικές ατάκες και στιγμιότυπα που αποφόρτισαν το κλίμα, αλλά και ψυχογραφικά στοιχεία που αποκάλυψαν τις εσωτερικές μάχες επιστημόνων παρόμοιου βεληνεκούς.
Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Ρόζαλιντ Φράνκλιν κατάφερε να πλάσει μια ιδιαίτερα σύνθετη και αμφίθυμη προσωπικότητα. Από τη μία η ερευνήτρια η ταγμένη και αφοσιωμένη στους επιστημονικούς της στόχους, σκληρή, συχνά άκαμπτη, αλλά επίμονη (στα όρια της εμμονής) και τελειομανής και από την άλλη μια απόμακρη γυναίκα που συχνά ξεχνά την ίδια της τη γυναικεία φύση και βιώνει έμφυλη αδικία και απόρριψη. Διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, αποφεύγοντας την υπερβολική εξωτερίκευση σκέψεων και συναισθημάτων, διατηρώντας μια ευάλωτη ψυχραιμία και ευαισθησία στην προσέγγιση της ηρωίδας της. Ο Δημήτρης Πασσάς ερμηνεύει τον Τζέιμς Γουάτσον με παλμό και ένταση, αποτυπώνοντας με επιτυχία έναν αριβίστα επιστήμονα που δεν αφήνει καμία ευκαιρία να πάει χαμένη και εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις ικανότητές του, αλλά και τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. Κάποιες ελαφρές νότες αυτοπαρωδίας στο παίξιμό του συμβάλλουν στην ανάδειξη της έμφυλης αδικίας που ανέφερα παραπάνω. Ο Δημήτρης Μαγγίνας υποδύεται τον Φράνσις Κρικ, τον έτερο επιστήμονα που χρησιμοποίησε τη δουλειά της Φράνκλιν για προσωπικό όφελος. Δημιουργεί ένα καλό δίδυμο με τον Γουάτσον, αν και σε κάποιες σκηνές υπολείπεται σε σκηνικό εκτόπισμα, παρουσιάζοντας μια πρόσκαιρη αμηχανία πριν βρει και πάλι τις ισορροπίες του χαρακτήρα του. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης παίζει τον Μόρις Γουίλκινς, συνεργάτη της Ρόζαλιντ, δημιουργώντας έναν ήρωα με αντιθέσεις, άλλοτε δυναμικό κι άλλοτε πλήρως ενταγμένο στα θέλω της συνεργάτιδός του. Παρά τη μια υποψία υπερκινητικότητας στη σκηνή, καταθέτει το δικό του στίγμα και στέκεται αυθύπαρκτα και με αξιοπρέπεια στο ρόλο του. Ο Μάνος Στεφανάκης ως Ρέιμοντ Γκόσλινγκ, είναι ο βοηθός της Φράνκλιν και αξίζει ιδιαίτερη μνεία, καθώς αντί να λειτουργήσει διεκπεραιωτικά στο ρόλο του, του δίνει υπόσταση, βάθος, ουσία και μένει στη μνήμη του θεατή. Με έξυπνες και αστείες ατάκες, ειπωμένες με φυσικότητα και αυθορμητισμό, καθώς και μελετημένη σκηνική παρουσία, γίνεται η “ανάσα” της ροής του έργου και σημαντικό εργαλείο στο να μην κουραστεί ο θεατής.
Το σκηνικό από την Άση Δημητρολοπούλου εκμεταλλεύεται έξυπνα το διαθέσιμο χώρο, δεν τον φορτώνει και γίνεται εργαλείο της εξέλιξης του έργου. Ιδιαίτερα χρήσιμα και καλοφτιαγμένα τα βίντεο που προβάλλονται (Γκόραν Γκάγκιτς). Τα κοστούμια της ίδιας προσδίδουν την απαραίτητη αυστηρότητα στην παρουσία της Φράνκλιν, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός από τους αντρικούς χαρακτήρες. Η μουσική της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου συνόδευσε αρμονικά το λόγο, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου παίζουν δημιουργικά με τις σκιές, ενώ εστιάζουν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, παρακολούθησα ένα κείμενο άπαιχτο στην Ελλάδα, με στοιχεία βιογραφίας, αλλά και αποκατάστασης της ιστορικής αλήθειας που αφορά μια γυναίκα που συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της επιστήμης, χωρίς όμως να πάρει τα εύσημα που δικαιούνταν εν ζωή. Η σκηνοθετική προσέγγιση του έδωσε ρυθμό και υπόσταση, αφήνοντας την ιστορία να ακουστεί καθαρά, να εξελιχθεί, να περάσει τα μηνύματά της και να προκαλέσει το δημιουργικό προβληματισμό του θεατή. Οι λίγες αμήχανες στιγμές δε μειώνουν καθόλου τη θετική αίσθηση που αφήνει, ενώ οι πολύ καλές εν γένει ερμηνείες υποστηρίζουν πλήρως το όλο εγχείρημα.