Η “Άλκηστη” είναι το παλαιότερο σωζόμενο έργο του Ευριπίδη, το οποίο παρουσιάστηκε το 438 π.χ., και κρατά τη θέση σατυρικού δράματος στην τετραλογία “Κρήσσες,”, “Αλκμέων δια ψήφου” και “Τήλεφον”. Ο μεγάλος θεατράνθρωπος Βασίλης Παπαβασιλείου χαρακτηρίζει την “Άλκηστη” ως έργο ‘αιρετικό’, γιατί δεν μπορούμε να το κατάξουμε ούτε στην τραγωδία ούτε στην κωμωδία και βέβαια γεννά πολλά ερωτήματα το γιατί διδάχθηκε στη θέση σατυρικού δράματος χωρίς να έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους. Είναι ένα έργο αινιγματικό, μια τραγικοκωμωδία, η οποία επιτυγχάνει τη μείξη ετερόκλητων στοιχείων θέτοντας υπαρξιακά και φιλοσοφικά διλήμματα.
Η Άλκηστη δέχεται να πεθάνει στη θέση του άνδρα της, Άδμητου, επειδή κανείς άλλος δεν δεχόταν. Ο Ηρακλής κατεβαίνει στον Άδη και την επαναφέρει στη ζωή κοντά στον Άδμητο ανταποδίδοντας τη φιλοξενία που του προσέφερε στο παλάτι του, ενώ ήταν βυθισμένος στο πένθος θρηνώντας την απώλεια της συζύγου του.
Ο Ολλανδός καλλιτεχνης Γιόχαν Σίμονς είναι μια εμβληματική μορφή της ευρωπαϊκής θεατρικής πρωτοπορίας, Με τη θεατρική του ομάδα Theater Hollandia έχει ήδη επισκεφθεί δύο φορές την Ελλάδα συμμετέχοντας στο Φεστιβάλ Αθηνών και παρουσιάζοντας στο Ηρώδειο τις “Βάκχες” (2002) του Ευριπίδη και το “Καζιμίρ και Καρολίνα” (2009) του Χόρβατ σε συν-σκηνοθεσία με τον μουσικό και σκηνοθέτη Paul Koek.
Φέτος ο Γιόχαν Σίμονς με το Schauspielhaus Bochum, στο οποίο είναι καλλιτεχνικός διευθυντής από το 2018, σκηνοθέτησε την “Άλκηστη ” του Ευριπίδη, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε διασκευή της Καναδής ποιήτριας Anne Carson και δραματουργική επεξεργασία της Susanne Winnacker.
Ο Σίμονς επιδιώκει στις σκηνοθετικές του προσεγγίσεις να συνδυάζει ετερόκλητα στοιχεία, να κυριαρχεί η μουσική και να αναδεικνύει την ‘προσωπικότητα’ του χώρου, όπου πρόκειται να ανέβει η παράσταση. Αυτό το σκεπτικό ακολούθησε και στο ανέβασμα της “Άλκηστης” στο Αργολικό Θέατρο.
Την εντελώς άδεια ορχήστρα του θεάτρου ‘κοσμούσε’ μόνον ένα εμβληματικό εκκλησιαστικό όργανο.. Ενώ ένα πλήθος από τροχόσπιτα, αντίσκηνα , είδη κάμπινγκ και μια νεκροφόρα κατέκλυζαν τον περιβάλλοντα χώρο , εκτός της ορχήστρας (σκηνικά Johannes Schùtz). Ένα καραβάνι που υποδηλώνει τη διττή φύση των καλλιτεχνών. Οι καλλιτέχνες ως νομάδες που παίζουν μετακινούμενοι από τόπο σε τόπο αλλά και ως άνθρωποι, πράγμα που αφορά όλους μας, επισημαίμοντας ότι είμαστε περιπλανώμενοι χωρίς να ανήκουμε πουθενά, παρά μόνο στον θάνατο, που είναι ο κοινός μας προορισμός. Ένα σαρκαστικό σχόλιο που χλευάζει την προσπάθεια του Άδμητου να παραμείνει ζωντανός.Ο Σίμονς αντικατέστησε τον χορό με το εκκλησιαστικό όργανο και τέσσερις σοπράνο .Το εκκλησιαστικό όργανο συνόδευε τις σοπράνο υπό τους ήχους της όπερας του Γκλουκ ”Άλκηστη”, ενώ λέξεις με τεράστια λευκά γράμματα διαχέονταν στην ορχήστρα και στα γύρω δένδρα. Οι δε τέσσερις σοπράνο ελάχιστα έμειναν τραγουδώντας στην ορχήστρα. Ήταν ένα γυναικείο μουσικό γκρουπάκι , με εντυπωσιακά κοστούμια, που ερμήνευε αποσπάσματα από την όπερα σχολιάζοντας την δράση του έργου, ενώ καθόταν στην πρώτη σειρά, δεξιά και αριστερά της ορχήστρας.
Ο Σίμονς σκηνοθέτησε την “Άλκηστη” σαν ένα μουσικό αστικό δράμα με μια υφέρπουσα ανατρεπτική διάθεση. Ανέδειξε το ιλαροτραγικό πνεύμα του έργου και πάντρεψε την όπερα του Γκλουκ με τη φωνή της Βίκυ Λέανδρος και με τα ποπ τραγούδια των Beach Boys. Οι δε έμπειροι και ικανότατοι ηθοποιοί του ακροβατούσαν με δεξιοτεχνία ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό στοιχείο.
Ο Γιόχαν Σίμονς πρότεινε μια ρηξικέλευθη ανάγνωση της “Άλκηστης”, η οποία άφησε ετερόκλητες εντυπώσεις όπως άλλωστε ήταν και η ανάμειξη των ετερογενών στοιχείων , η οποία υπηρέτησε την σκηνοθετική του άποψη, κάπου με επιτυχία και κάπου αλλού χωρίς.