Το έργο του συγγραφέα και ακτιβιστή Περικλή Κοροβέση με τίτλο “Ανθρωποφύλακες“, σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ο Μάνος Βαβαδάκης. Γράφτηκε το 1969, εκδόθηκε κρυφά στην αρχή στη Στοκχόλμη, λόγω Χούντας και μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες, πριν εκδοθεί και επίσημα στην Ελλάδα το 1974, μετά την πτώση του καθεστώτος. Αναφέρεται στις προσωπικές του εμπειρίες μετά τη σύλληψή του από ανθρώπους της Χούντας το 1967, λίγους μήνες μετά την επικράτησή της, τη μεταφορά του στο κτίριο της Ασφάλειας στην οδό Μπουμπουλίνας (το τωρινό Υπουργείο Πολιτισμού) και τους βασανισμούς που υπέστη, μέχρι να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους από τις φυλακές της Αίγινας όπου είχε μεταφερθεί και να καταφέρει να διαφύγει στο εξωτερικό. Στάθηκε η πρώτη ουσιαστική μαρτυρία αντιφρονούντος για την πρακτική των φυλακίσεων και των βασανισμών, που στόχευε στον πλήρη και ολοκληρωτικό εξευτελισμό (ψυχικό και σωματικό) των κρατουμένων, προκειμένου να σπάσει το ηθικό τους και να υπογραφεί η ομολογία-δήλωση μετανοίας τους. Η μαρτυρία είναι λεπτομερειακή τόσο για τους ανθρώπους που εκτελούσαν τις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια, όσο και για τη μεθοδολογία που επέλεγαν και τις σωματικές βλάβες που προκαλούνταν από αυτήν. Τη θεατρική διασκευή του αρχικού κειμένου υπογράφει η Άνδρη Θεοδότου, η οποία διατήρησε όλη την ουσία και τη σκληρότητα του αρχικού κειμένου, παρεμβάλλοντας σε αυτό μικρά στιγμιότυπα της ζωής που πρόβαλλε και ευαγγελιζόταν το καθεστώς της Χούντας.
Ο Μάνος Βαβαδάκης συντονίζει σκηνοθετικά το όλο εγχείρημα, προβάλλοντας παράλληλα τις δύο εκδοχές της ανθρώπινης ζωής την εποχή εκείνη, από τη μία εκείνη του σκληρού και απάνθρωπου εξευτελισμού κάθε έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αντοχής και από την άλλη μια πολύ πιο ελαφριά και λαμπερή πλευρά ενός κόσμου που επιβιώνει με ευμάρεια, άνεση και πλήρη άγνοια της πρώτης. Ο βασικός κατευθυντήριος μοχλός της παράστασης παραμένει φυσικά η μαρτυρία του συγγραφέα, με παρούσες όλες τις λεπτομέρειες που την κάνουν ανατριχιαστική, αλλά και τα κίνητρα πίσω από κάθε νέα μορφή βασανισμού. Είναι όμως εξαιρετική προσθήκη τα ιλαρά στιγμιότυπα στο πίσω μέρος της σκηνής από τρία ταλαντούχα παιδιά, ντυμένα με φανταχτερά ρούχα, να τραγουδούν νοσταλγικά τραγουδάκια της εποχής, να ζωντανεύουν διαφημίσεις της τότε κρατικής τηλεόρασης και να δίνουν μια ευφρόσυνη πινελιά στο όλο εγχείρημα. Φυσικά αυτό δε γίνεται τυχαία, αλλά με αυτόν τον τρόπο “αναπνέει” δραματουργικά η αφήγηση, ενώ υπενθυμίζει στους θεατές ότι παράλληλα με τους ανθρώπους που βασανίζονταν σε υπόγεια και ταράτσες, υπήρχαν αυτοί που ζούσαν μια ζωή με ευμάρεια, ήσυχη συνείδηση και ενίοτε τάσεις επίδειξης. Η αφήγηση επιλέγεται να γίνει σε ήπιους, σχεδόν διαλογικούς τόνους φωνής, αποφεύγοντας κάθε ίχνος υπερβολής και μπολιάζοντας το λόγο με μία υπόκωφη και απειλητική αιχμηρότητα που δημιουργεί δυναμικούς διαύλους επικοινωνίας με το θεατή, έστω και με το ρίσκο κάποιες από τις αποχρώσεις του κειμένου να μην ακουστούν όσο έντονα και επιδραστικά θα έπρεπε. Αντίστοιχα το συναίσθημα δεν εκβιάζεται, αλλά προκύπτει αβίαστα. Η οριοθέτηση των (στενών και αποπνικτικών) χώρων γινόταν με μία κιμωλία, γεγονός που δημιούργησε μεν μια αίσθηση ασφυξίας, αλλά δεν κατάφερε να δώσει πάντοτε την απαραίτητη προοπτική και ακρίβεια στις εικόνες που δημιουργούνταν στη σκηνή. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, χωρίς κοιλιές, με μικρές οάσεις πικρού χιούμορ και ο πρωταγωνιστής μιλά σε πρώτο πρόσωπο, κοιτώντας συχνά κατάματα το θεατή, σαν ένα είδος ανοιχτής εξομολόγησης προς αυτόν.
Ο Νέστορας Κοψιδάς στο ρόλο του αφηγητή-συγγραφέα, μας εξιστορεί τα γεγονότα με έναν λιτό, χαμηλότονο, προσωπικό και ψύχραιμο τόνο. Χωρίς εκρήξεις και υστερίες, με μια ώριμη αποστασιοποίηση από το συναίσθημα, μικρές εναλλαγές στο ηχόχρωμα της φωνής του και καθαρή άρθρωση, καταφέρνει να αποδώσει αποτελεσματικά όλη τη μεστότητα και την ουσία του κειμένου, τον λανθάνοντα σαρκασμό του, αλλά και τη σκληρότητα και τη φρίκη που αποπνέουν τα περιγραφόμενα γεγονότα. Μια ολοκληρωμένη ερμηνεία προσεκτικά σχεδιασμένη από το σκηνοθέτη και εκτελεσμένη με χειρουργική ακρίβεια από τον πρωταγωνιστή. Η Θεοδώρα Γεωργακοπούλου και η Ελένη Ζαχοπούλου κινούνται με χάρη στο πίσω μέρος της σκηνής και ντυμένες με κομψά και αστραφτερά ρούχα, απαγγέλουν, χορεύουν, τραγουδούν και δίνουν μια ευχάριστη, χαριτωμένα αφελή νότα μιας εμφανώς παραπλανητικής πραγματικότητας που προσπαθούσε να εξωραΐσει την αλήθεια και να την φαλκιδεύσει. Ο Άρης Λάσκος συνοδεύει με αντίστοιχο μπρίο και κέφι το ντουέτο των κοριτσιών, ενώ ντυμένος στα λευκά ερμηνεύει εξαιρετικά και με διαυγή λόγο έναν μονόλογο-ύμνο της Χούντας για τα επιτεύγματά της.
Η Γιωργίνα Γερμανού επιμελήθηκε το λιτό σκηνικό χώρο, με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα και την οριοθέτηση των υποχώρων να γίνεται από τον πρωταγωνιστή με μια κιμωλία, παραπέμποντας στους γυμνούς και απρόσωπους χώρους όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα και στις ασφυκτικές τους διαστάσεις, αλλά αφήνοντας να πλανάται σε αυτούς μια ασάφεια και μια αοριστία. Τα κοστούμια της ίδιας είναι απόλυτα λιτά και καθημερινά όσον αφορά τον πρωταγωνιστή, ώστε να μην αποσπάται ούτε στο ελάχιστο η προσοχή του θεατή, ενώ είναι εντυπωσιακά, αστραφτερά και κομψά στην τριάδα των “διασκεδαστών”. Η μουσική του Φάνη Ζαχόπουλου υπόγεια, έντονη όμως σε αίσθηση, ένα συχνά ακαθόριστο σύμπλεγμα ήχων που δημιουργούσε μια αίσθηση απειλής. Η κίνηση της Μυρτώς Γράψα αποφεύγει την υπερβολή και ακολουθεί πιστά την αφήγηση του πρωταγωνιστή, ενώ έχει έναν ειρωνικά χαριτωμένο και συντονισμένο ρυθμό στην τριάδα που παρεμβάλλεται στην αφήγηση. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου έχουν εναλλαγές και άλλοτε τονίζουν με την έντασή τους την αφήγηση, άλλοτε πάλι δημιουργούν μια μουντή και γκρίζα ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Υπογείου του Θεάτρου Τέχνης, είδα ένα ιστορικό κείμενο-μαρτυρία να γίνεται παράσταση με μία ιδιαίτερη, δημιουργική και έξυπνη σκηνοθετική οπτική που βασίστηκε τόσο στη δυναμικότητα του υφιστάμενου λόγου, αλλά και στις δημιουργικές αντιθέσεις των εικόνων που δημιούργησε. Η Ελλάδα και η ζωή της, ακόμα και στις πιο σκοτεινές της περιόδους, είχε δύο όψεις, η μία συχνά σκληρή και απάνθρωπη και η άλλη που βασιζόταν σε ένα πλαστό και εφήμερο “φαίνεσθαι”. Η ιστορία δόθηκε στην ουσία της, χωρίς υπερβολή ή διδακτισμό, με σεβασμό στην ιστορική μνήμη, αλλά χωρίς να εκβιαστεί το συναίσθημα και η συγκίνηση. Οι ηθοποιοί, τόσο ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, όσο και το τρίο που “ελάφραινε” την ατμόσφαιρα υπηρέτησαν με ζήλο και προσήλωση τη σκηνική αποστολή τους, συντελώντας με την ενέργεια και το ταλέντο τους σε μια παράσταση-πρόταση.