ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ ΖΩΗΣ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΚΟΡΝΕΛ ΜΟΥΝΤΡΟΥΤΣΟ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Ο 43χρονος ουγγρορουμάνος σκηνοθέτης Κορνέλ Μουντρούτσο παρουσίασε μαζί με τη θεατρική του ομάδα “ProtonTheatre” την παράσταση «Απομίμηση Ζωής» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Στην Αθήνα παρουσίασε δική του δουλειά και το 2015, με το “Frankenstein-Project” στο Φεστιβάλ “Transitions” της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Ο Κορνέλ Μουντρούτσο είναι ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ίσως πιο γνωστός σε μας από τον κινηματογράφο και ειδικά με τον «Λευκό Θεό» (2014), ταινία που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο 67οΦεστιβάλ Καννών.
Ο Μουντρούτσο είναι ένας σκηνοθέτης ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε κοινωνικοπολιτικά θέματα που ταλανίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες: η κάθε μορφής βία, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η κοινωνική ανισότητα, το προσφυγικό, η άνοδος της ακροδεξιάς, οι μειονότητες. Τους προβληματισμούς του σ’ αυτά τα «καυτά» θέματα μεταφέρει τόσο στο θέατρο όσο και στις ταινίες του.
Μια είδηση περασμένη στα ψιλά των εφημερίδων πυροδοτεί τις «άγρυπνες κεραίες» του σ’ αυτά τα ζητήματα και εμπνέεται την «Απομίμηση Ζωής» (2016). Ένας έφηβος Ρομά τραυματίζει βαριά έναν μικρότερό του, επίσης Ρομά, σ’ ένα λεωφορείο της Ουγγαρίας, ενώ στο δρόμο βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαμαρτυρία κατά των Ρομά. Με αφορμή αυτό το συμβάν γράφει το κείμενο της παράστασης η Kata Wéber, με αρκετά χαλαρή δραματουργία, οφείλω να ομολογήσω, το οποίο όμως ο Μουντρούτσο αναδεικνύει με μια ευφυή και φοβερά ευφάνταστη σκηνοθεσία, δουλειά που επιβεβαιώνει πόσο επιδέξιος κινηματογραφιστής είναι αλλά και γνώστης των θεατρικών δυνατοτήτων. Δημιουργεί μια άκρως νατουραλιστική παράσταση «ντυμένη» με αλληγορικά και φανταστικά στοιχεία. Στον ίδιο χώρο, ένα προκάτ σπίτι σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, ξεδιπλώνονται δύο σκηνές «απομίμησης ζωής» δύο οικογενειών Ρομά. Δύο «ζωντανές» φέτες ζωής που δεν εξωραΐζουν τη βρομιά και τη σκοτεινιά του χάους μέσα στο οποίο ζουν.
Ο Μουντρούτσο στο χώρο Η της Πειραιώς 260, στήνει ένα ορθογώνιο κουτί, του οποίου το μπροστινό άνοιγμα καλύπτει μια λευκή οθόνη. Η παράσταση ξεκινά με την προβολή πάνω σ’ αυτήν ενός αποκαλυπτικού γκρο-πλαν: το πρόσωπο μιας ηλικιωμένης γυναίκας σκαμμένο από τα βάσανα, τον πόνο και την απόγνωση. Η γυναίκα, η κυρία Λέριντσνε Ρούσο, τσιγγάνα όπως δηλώνει, διηγείται την κατατρεγμένη ζωή της στον εκπρόσωπο της μισθώτριας εταιρίας που ήρθε να την κάνει έξωση. Ο άντρας της πέθανε πριν τρεις μέρες και ο γιος της, που δεν αποδέχεται ότι είναι τσιγγάνος, εγκαταλείπει το σπίτι, αλλάζει το όνομα του και γίνεται Σιλβέστερ, αποκτά κάτι λαμπερό σε αντίθεση με το σκούρο χρώμα του δέρματός του, βάφει τα μαλλιά του ξανθά και εκδίδεται σ’ ένα ξενοδοχείο. Η κυρία Λέριντσνε δεν αφήνει το σπίτι γιατί πιστεύει ότι μια μέρα ο γιος της σ’ αυτό θα την αναζητήσει. Η οθόνη σταδιακά σηκώνεται, όταν η γυναίκα αρχίζει να μην αισθάνεται καλά και γίνεται η αποκάλυψη. Το ορθογώνιο κουτί είναι ένα προκάτ σπίτι και η κυρία Λέριντσνε μιλά στην κάμερα που την καταγράφει για «εκπαιδευτικούς λόγους» και χειρίζεται ο υπάλληλος της εταιρίας. Το εσωτερικό του σπιτιού είναι ένα συνονθύλευμα αλλοπρόσαλλων αντικειμένων (εξαιρετικό το σκηνικό του Márton Ágh). Τρία χαλασμένα πλυντήρια στη σειρά, ένας παμπάλαιος καναπές, ένα ετοιμόρροπο τραπεζάκι, μια παλιά τηλεόραση, ένας πίνακας με ένα ξανθό αγόρι… άχρηστα, πεταμένα αντικείμενα που μαζεύουν οι Ρομά από τα σκουπίδια. Ξαφνικά η γυναίκα καταρρέει. Παθαίνει εγκεφαλικό, κρίση επιληψίας; Ο υπάλληλος καλεί ασθενοφόρο, το οποίο θα αργήσει να φθάσει γιατί η γειτονιά είναι κακόφημη και η ασθενής Ρομά. Τελικά ο υπάλληλος την ξαπλώνει στον καναπέ και βάζει ένα δίσκο στο πικάπ. Μια βραχνή, ζεστή φωνή «γεμίζει» το σπίτι. Η Νίνα Σιμόν τραγουδά το “FeelingGood”. Ένα τραγούδι που γίνεται το μουσικό μοτίβο της παράστασης σχολιάζοντάς την με μια πικρή ειρωνεία. Γιατί το όραμα της «ελευθερίας» και το «ξημέρωμα μιας νέας μέρας και μιας καινούργιας ζωής που κάνει τη Νίνα Σιμόν να αισθάνεται καλά» δεν μπορούν να διαφύγουν από την κεντρομόλο δύναμη που εξουσιάζει το σύστημα. Η απόδειξη έρχεται λίγα λεπτά μετά. Ο υπάλληλος βγάζει το δίσκο, παίρνει τα πράγματά του και φεύγει. Η κυρία Λέριντσνε μόνη, ημιλιπόθυμη, αναπολεί-φαντασιώνεται μια συνάντηση με τον γιο της. Και εδώ ο Μουντρούτσο κάνει κάτι το μαγικό. Προβάλλει αυτή τη συνάντηση πάνω σε μια «διάφανη κουρτίνα» δημιουργημένη από καπνό και φως, που «εξατμίζεται» σταδιακά.
Τότε ακριβώς συμβαίνει κάτι ακόμα πιο θαυμαστό και ανεπανάληπτο. Το σπίτι αρχίζει να γέρνει σιγά-σιγά, να περιστρέφεται μέχρι να αναποδογυρίσει και να επανέλθει στην αρχική του θέση. Μια αληθινή περιστροφή μπροστά στα μάτια των θεατών κατά την οποία τα πάντα σμπαραλιάζονται μέσα στο σπίτι. Όλο το «σκουπιδαριό» που έκρυβε το σπίτι, ξεχύνεται από παντού. Διαλύονται τα πάντα και ένας «κόσμος» γκρεμίζεται. Ένας κόσμος – μια κοινωνία – ένα σπίτι «γυρίζει» σαν το δίσκο στο πικάπ, σαν τη «Ρόδα» στο Λούνα Παρκ, όχι όμως για κάτι ευφρόσυνο αλλά για μια εσωτερική κατεδάφιση. Το σπίτι μετατρέπεται σε αχούρι. Η περιστροφή δεν μπόρεσε να «ξεπλύνει», να καθαρίσει τον χώρο. Όπως ακριβώς και τα τρία «παροπλισμένα» πλυντήρια ανίκανα να «πλύνουν» οτιδήποτε. Ένας σωρός άχρηστα παλιοσίδερα – μια ζωή πεταμένη στα σκουπίδια.
Μετά από λίγο, σ’ αυτό το διαλυμένο σπίτι, σ’ αυτό το αχούρι θα εγκατασταθεί με τον γιο της, μια νεαρή γυναίκα, ενδεχομένως Ρομά, η οποία θα νοικιάσει το σπίτι από τον ίδιο υπάλληλο λέγοντας ψέματα ότι είναι χήρα χωρίς παιδιά. Από τα μηνύματα που ανταλλάσσει στο κινητό της με κάποιον (εραστή; σύζυγο; προαγωγό;) γίνεται αντιληπτό ότι πιέζεται να τον συναντήσει και τελικά ενδίδει. Βάζει το παιδί να κοιμηθεί στον μισοκατεστραμμένο καναπέ, αλλάζει φόρεμα και φεύγει. Ο Σιλβέστερ επιστρέφει στο σπίτι για να δει τη μητέρα του και μαθαίνει από το μικρό ξανθό παιδί (όμοιο με το παιδί του κατεστραμμένου πλέον πίνακα) ότι έχει πεθάνει. Ο Σιλβέστερ αναστατώνεται, κατεβάζει από μια κρυψώνα ένα σπαθί για να κόψει ένα μήλο, είτε για να το μοιραστεί με τον μικρό ή … Το τέλος μένει ανοιχτό. Η οθόνη κατεβαίνει πάλι και μας πληροφορεί για τη συμπλοκή στο λεωφορείο (2015).
Η ερμηνεία της Lili Monori, αυτής της σπουδαίας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου, στο ρόλο της κυρίας Λέριντσνε Ρούσο, είναι συγκλονιστική.
Σε αυτή την παράσταση, ο Κορνέλ Μουντρούτσο ανατέμνει μ’ ένα διεισδυτικό βλέμμα-λεπίδι τον κοινωνικό ιστό, εντοπίζει προβλήματα και τα εκθέτει «γυμνά» τοποθετώντας μια «τεράστια λούπα» μπροστά στα μάτια του θεατή για να του τα «ανοίξει» και για να τον κινητοποιήσει ως πολίτη. Με αυτή την νατουραλιστική σκηνοθετική του προσέγγιση «αποκαθηλώνει» την πραγματική ζωή, δημιουργεί μια «παρά φύσιν» ζωή, μια «απομίμηση» ζωής και την εμπλουτίζει με «υπέρ φύσιν» στοιχεία.
Μια σκληρή παράσταση, με ποιητικές στιγμές, αλληγορικές προεκτάσεις και πικρό χιούμορ που ασκεί κοινωνικοπολιτική κριτική χωρίς να «κουνά» επιδεικτικά το δάκτυλο.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Kornél Mundruczó
Κείμενο: Kata Wéber
Δραματουργία: Soma Boronkay
Σκηνικά: Márton Ágh
Κοστούμια: Márton Ágh, Melinda Domán
Φωτισμοί: András Éltető
Μουσικοί: Asher Goldschmidt
Βοηθός σκηνοθέτη: Anna Fehér
Παραγωγή: Dóra Büki
Διεύθυνση παραγωγής: Zsófia Csató
Τεχνική διεύθυνση: András Éltető
Τεχνικός φωτισμών: Zoltán Rigó
Τεχνικός ήχου: Zoltán Halmen
Σκηνική διεύθυνση: Benedikt Schröter
Props: Tamás Fekete
Φροντιστήριο: Melinda Domán
Βοηθός σκηνής: Zsolt Zsigri
Παίζουν: Lili Monori (κυρία Lőrinc Ruszó), Roland Rába (Mihály Sudár), Annamária Láng, (Veronika Fenyvesi), Zsombor Jéger (Szilveszter Ruszó), Dáriusz Kozma (Jónás Harcos)