«ΒΑΚΧΕΣ» ΣΤΗΝ ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ
Οι «Βάκχες», το «κύκνειο άσμα» του Ευριπίδη, -στο οποίο προοικονομεί-διαισθάνεται τον τραγικό του θάνατο στα χώματα της Μακεδονίας;, παρουσιάστηκε το 406 π.Χ., μετά τον θάνατό του, από τον ομώνυμο γιο ή ανηψιό του κερδίζοντας το πρώτο βραβείο. Μια τραγωδία που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις στον πυρήνα της οποίας ενυπάρχει η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ανέμσα στο Απολλώνιο με το Διονυσιακό στοιχείο, στο παλαιό με το καινούργιο, το οικείο με το ανοίκειο, τη λογική με τα ένστικτα, το θάνατο με την αναγέννηση, την παράδοση με την ανανέωση, τον ορθολογισμό με την απόλυτη υπέρβαση. Μια σύγκρουση που γεννά το νέο και δημιουργεί το μετά.
Μετά τους «Πέρσες» το καλοκαίρι του 2017, την άνοιξη του 2018 ο Άρης Μπινιάρης (μουσικός, ηθοποιός, σκηνοθέτης), καταθέτει στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών την ανατρεπτική του ματιά πάνω στο κείμενο των «Βακχών». Μια τραγωδία που τον «βασανίζει» από το 2010, όταν την πρωτοπαρουσίασε στον υπόγειο χώρο του «BIOS» προσεγγίζοντάς την μέσα από τους δρόμους της μουσικής αλλά με στοιχεία αρχαίας ρυθμολογίας, ανιχνεύοντας το έργο σε σχέση με το Θείο και με δημοτικά τραγούδια. Σε αυτή την τελευταία ανάγνωσή του, πάντα μέσα από τον μουσικό κώδικα, δημιουργεί μια μουσική παράσταση, μια ρόκ όπερα, ένα ορχούμενο δοξαστικό θρησκευτικό δράμα που εξιστορεί την εγκαθίδρυση της Διονυσιακής λατρείας και την αποτρόπαια τιμωρία του πολεμίου της, του θεομάχου Βασιλιά, Πενθέα.
Ο Άρης Μπινιάρης με οδηγό τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά η οποία αναδεικνύει τη μουσικότητα του κειμένου και με δραματουργό τη Θεοδώρα Καπράλου συμπυκνώνει το αρχικό κείμενο, κάνοντας παρεμβάσεις στη μετάφραση και μετατοπίσεις αποσπασμάτων της, καταργεί τα μυθολογικά ονόματα κρατώντας μόνο τον Κυθαιρώνα, αφαιρεί την παρενδυσία του Πενθέα, χρησιμοποιεί πολλές, σχεδόν εμμονικά, επαναλήψεις για να εντείνει σταδιακά το μουσικό παλμό, δημιουργώντας έτσι ένα νέο σφιχτοδεμένο κείμενο χωρίς να διαλύεται το βασικό νόημα των «Βακχών». Ο Μπινιάρης επικεντρώνεται στη μεταμφίεση-μεταμόρφωση του θεομάχου Βασιλιά, Πενθέα, από τον ίδιο τον Διόνυσο σε τράγο που συμβολίζει ότι περισσότερο φοβάται. Αυτό το ζωώδες, το άγριο, το ακραίο, το σκοτεινό τοπίο των μύχιων ενστίκτων που ο Πενθέας μάχεται, καταπιέζει και εμμονικά δεν θέλει να γνωρίσει, να αισθανθεί. Στη μεταμφίεση χρησιμοποιούνται όλα τα σκηνικά αντικείμενα. Το μαστίγιο, σύμβολο εξουσίας του Πενθέα, γίνεται στα χέρια του Διόνυσου «λάσο» που θηλυκώνει από τον λαιμό τον βασιλιά, και στη συνέχεια μετατρέπεται στην ουρά του τράγου. Οι βακτηρίες του μάντη της πόλης Τειρεσία, χρησιμοποιούνται σαν μπροστινά πόδια του τράγου. Η μαύρη προβιά που καλυπτει τον Πενθέα ,η οποία ήταν πάνω στη σκηνή σαν ένας θάμνος, τον μεταμορφώνει σε «μαύρο αποδιοπομπαίο» τράγο ανάμεσα στους κατάλευκους μύστες.
Οι «Βάκχες» είναι η μοναδική σωζόμενη τραγωδία με πρωταγωνιστή το θεό του θεάτρου. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Άρη Μπινιάρη στηρίζεται στη συνθήκη, «το θέατρο μέσα στο θέατρο», όπου άλλωστε ο Διόνυσος βρίσκεται στο φυσικό του χώρο. Ένας δεκαμελής θίασος, μια σφιχτοδεμένη ομάδα ηθοποιών, ένας θίασος μυστών αναλαμβάνει την αφήγηση του έργου-τη δράση του Θεού και τα πάθη του θεομάχου Βασιλιά- εν είδη παραβολής, σαν μια ιεροτελεστία-τελετουργία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σνοδευόμενη από ζωντανή μουσική διανθισμένη με ποικίλα ηχοχρώματα, χαμηλές και έντονες μουσικές ποιότητες, με μνήμες από ανατολικούς και αφρικανικούς ήχους. Όσο αυξάνεται ο μουσικός παλμός και εντείνεται η όρχηση τόσο ο κάθε ηθοποιός μπαίνει στο ρόλο και σταδιακά μετουσιώνεται σε μύστη βακχεύοντα-μπαίνει σε μια transκατάσταση κυριευόμενος από το θεό-οπότε ο αρχιτελετάρχης-ιερέας, (ένας συγκλονιστικός Χρήστος Πούλης) αναλαμβάνει να παραστήσει το θεό Διόνυσο «οδηγώντας» το λειτουργικό δράμα, μέσα σε μια δυναμική μουσική έκρηξη στην ολοκλήρωσή του, κοινωνώντας το στο κοινό, με τον συμβολικό διαμελισμό του μεταμορφωμένου σε τράγο θεομάχου Βασιλια από τη βακχεύουσα μητέρα του Αγαύη.
Όλοι οι συντελεστές της παράστασης, ο Πάρις Μέξης (σκηνικά και κοστούμια), ο Λευτέρης Παυλόπουλος (Φωτισμοί), ο Βίκτωρας Κουλουμπής-μπάσο, και ο Πάνος Σαρδέλης-τύμπανα (σύνθεση και εκτέλεση μουσικής) και η Αμαλία Μπένετ (Κίνηση) δημιούργησαν μια εμπνευσμένη ομάδα που «υπηρέτησε» πιστά το σκηνοθετικό όραμα.
Ο Πάρις Μέξης στήνει πάνω στη σκηνή της Στέγης, το χώρο της τέλεσης του μυστηρίου, το ναό-θέατρο του θεού Διονύσου. Μια ανεστραμμένη θυμέλη, ένα μαγικό αλώνι αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών-μυστών, οι οποίοι χορεύουν και αφηγούνται το έργο πάνω σ’ένα τετράγωνο πατάρι, βασικό στοιχείο στα μεσαιωνικά μυστήρια, που οριοθετεί τη δράση του έργου. Επίσης ο Μέξης μεταμορφώνει τους ηθοποιούς-μύστες, σε αιθέριες αμόλυντες υπάρξεις με πάνλευκα φορέματα και κοστούμια. Ο Λευτέρης Παυλόπουλος «ντύνει» το χώρο και κατακλύζει τη σκηνή με «αίμα» «λερώνοντας» τα ρούχα των μυστών με ένα ζεστό άλικο φως. Μέγιστη είναι η συμβολή της πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης των Κουλουμπή-Σαρδέλη, η οποία αποτελεί το βασικό κορμό στο στήσιμο όλης αυτής της δουλειάς. Η κινησιολογία της Αμαλίας Μπένετ έχει στοιχεία από «κύκλους χορούς» τον Πυρρίχιου, από την έκσταση των αναστενάρηδων, από αφρικάνικους χορούς, μια ποικιλόμορφη έντονη όρχηση με ρυθμικό συντονισμό που οδηγεί στην επίκληση και την ένωση με τον Θεό. Οι δέκα ηθοποιοί: ο Γιώργος Γάλλος (ένας εξαιρετικά εύπλαστος και εκφραστικός Πενθέας), η Άννα Καλαϊτζίδου, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (καθηλωτική ως Αγαύη παρά τον λιγόλεπτο ρόλο της), ο Χρήστος Λούλης (ένας ανεπανάληπτος λαμπερός Διόνυσος ως ροκ σταρ), η Αμαλία Μπένετ, ο Άρης Μπινιάρης, ο Ονησιδόφορ Ονησιφόρου, η Εύη Σαουλίδου, ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής, ο Χάρης Χαραλάμπους, αποτέλεσαν ένα καλοκουρδισμένο χορό μυστών.
Μια παράσταση που δίκαια κέρδισε τον ενθουσιασμό του κοινού και το πληθωρικό χειροκρότημά του.