Το έργο του Γιάννη Κεντρωτά με τίτλο “Γιοσίρου Γιαμαγκούσι” σκηνοθετεί στο Θέατρο Όλβιο ο Μιχάλης Κοιλάκος. Ο ομώνυμος ήρωας μετά το θάνατο της μητέρας του, προσπαθεί να ανασυνθέσει κομμάτια του παζλ της προηγούμενης ζωής του και στο κυνήγι τους καταλήγει στο παράξενο χωριό της Λακκοσπηλιάς, που είναι απομονωμένο και θεωρείται κάτι σαν χωματερή της γύρω περιοχής. Αναζητά τον Ιάπωνα πατέρα του, ο οποίος τους εγκατέλειψε όταν αυτός ήταν μωρό. Κάτω από τη λάσπη και τις ακαθαρσίες του χωριού κρύβονται μυστικά, σχέσεις και συμπεριφορές, αλλά και αρκετές ανατροπές που κάνουν τεθλασμένη την εξέλιξη της ιστορίας. Οι πληροφορίες και τα δεδομένα του είναι λίγα, ενώ τα ζητούμενα και τα ερωτήματα για τα οποία αναζητά απαντήσεις αποδεικνύονται περισσότερα και καίρια. Οι συνθήκες και οι άνθρωποι που συναντά δεν τον κάνουν να νιώθει ευπρόσδεκτος στο χωριό, ενώ ο μίτος των απαντήσεων αρχίζει να ξετυλίγεται με αργό και συχνά επίπονο τρόπο. Το σύμπαν που σιγά σιγά σχηματίζεται δεν έχει εύκολες ευθείες και εύπεπτες εκπλήξεις, δεν του λείπουν οι αλληγορίες και οι συμβολισμοί, προχωρά μέσα από ένα δημιουργικό χάος και δαιδαλώδη μονοπάτια και παρασύρει το θεατή σε ένα ταξίδι με άγνωστη κατάληξη.
Ο Μιχάλης Κοιλάκος στη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, ακολουθεί τα μονοπάτια του κειμένου και κρατά λεπτές τις ισορροπίες μεταξύ τραγικού και κωμικού, αλήθειας και ψέματος, παρόντος και παρελθόντος. Σχεδόν τίποτε δεν είναι προβλέψιμο και δεν αφήνει το θεατή να εφησυχάσει και την προσοχή του να χαλαρώσει. Οι σκηνές έχουν γρήγορο ρυθμό, η λογική διαπλέκεται με το παράλογο, ενώ οι διάλογοι κρύβουν ένταση, λοξοκοιτώντας προς το χιούμορ όχι του χάχανου, αλλά εκείνου με αιτιολογία και βάση, για να αποφορτίζει τις αρνητικές πτυχές που αποκαλύπτει το ξετύλιγμα του μίτου της ιστορίας. Το παρελθόν εναλλάσσεται με το παρόν κι έρχεται να συμπληρώσει τα κενά του. Οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται συνέχεια στο επίκεντρο σε μια λογική αιτίου και αιτιατού, ενώ οι χαρακτήρες και οι τύποι που αναδύονται μέσα από τις παραδοξότητά τους, παραμένουν αναγνωρίσιμοι ή τουλάχιστον με αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας ή του περιβάλλοντός μας. Υπήρξαν μικρές αρρυθμίες και κάποιοι αρμοί μεταξύ των σκηνών ήθελαν λίγο μεγαλύτερη ευελιξία, αλλά η ιστορία ειπώθηκε με καθαρότητα και είχε τη δέουσα απεύθυνση στο κοινό που την παρακολούθησε. Τα συναισθήματα που ανακινήθηκαν ακολούθησαν τις εναλλαγές του λόγου και τις κορυφώσεις του.
Ο Ελισσαίος Βλάχος στο ρόλο του Γιοσίρου Γιαμαγκούσι αναδεικνύει το σύνθετο ψυχισμό του ήρωα και υπογραμμίζει τα ερωτήματα και τα κενά του. Ο λόγος του είναι ήρεμος, συγκεντρωμένος, στρωτός, με ένα πλήρως ελεγχόμενο ηχόχρωμα, χωρίς να διστάζει να φανερώσει τα τραύματα και την εσωτερική του ανισοροπία. Μαζί με τις εκφράσεις του και τη σχεδόν αφοπλιστική απλότητα της κίνησής του στη σκηνή, παράγει συναίσθημα και το μεταδίδει σχεδόν αυθόρμητα στο θεατή. Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης ερμηνεύει έναν αστυνομικό, ο οποίος είναι γεμάτος αντιθέσεις με το macho και σκληρό φαίνεσθαι να καλύπτει τις ευαίσθητες ρωγμές του είναι. Η επιτυχία του έγκειται στο γεγονός ότι πείθει στη σκηνή τόσο στην προφανή εκδοχή του, όσο και σε εκείνη που αφήνει να αχνοφαίνεται, με τις μεταβάσεις του να γίνονται με σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο. Ο Φοίβος Συμεωνίδης δε διστάζει να αναμετρηθεί με ένα ρόλο-έκπληξη, μία περσόνα με ιδιαιτερότητες και να της δώσει με το ταλέντο, την εκφραστικότητα και την απόλυτα μελετημένη κίνησή του οντότητα, ειδικό βάρος και βάθος, αποφεύγοντας την εύκολη λύση της καρικατούρας. Η Χαρά Δημητριάδη υποδύεται τη Φανή, μια διαταραγμένη κοπέλα, στην οποία σε κάποιες σκηνές προσδίδει πάθος, παλμό και ένταση, ενώ σε άλλες γίνεται ένα ευάλωτο αερικό που δείχνει χαμένο στους δαίμονες και τα τραύματά του. Η Μαρία Μπαλούτσου είναι η μητέρα του Γιοσίρου, μια ηρωίδα την οποία αποτυπώνει δυναμικά και με συνέπεια, καταφέρνοντας να βάλει στη θέση τους αρκετά κομμάτια του παζλ της ιστορίας.
Τα σκηνικά των Άννας Σάπκα και Μαργαρίτας Τζαννέτου έχουν μια ευελιξία, ώστε να τροποποιούν εύκολα το διαθέσιμο χώρο για τις ανάγκες της κάθε σκηνής, ενώ αποτυπώνουν εύστοχα την εικόνα της παρακμής της Λακκοσπηλιάς που πρέπει να περάσει στο θεατή. Την κατασκευή του σκηνικού επιμελήθηκε ο Θοδωρής Καρύδης. Τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη μέσα από την απλότητά τους, ντύνουν αντιπροσωπευτικά καθέναν από τους ήρωες του έργου. Η μουσική του Βασίλη Τζαβάρα υπογράμμισε κάποιες κορυφώσεις της ιστορίας, ενώ η κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου έδεσε αρμονικά με το λόγο και συνεργάστηκε με αγαστό τρόπο μαζί του. Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη έπαιξαν έξυπνα με τις σκιές και εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Όλβιο, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κειμένου που εστιάζει σε κάποιες από τις νοσηρές πλευρές της πραγματικότητας που βιώνουμε καθημερινά, με συνοδοιπόρο άλλοτε το ρεαλισμό και άλλοτε το χιούμορ. Η σκηνοθετική προσέγγιση της δίνει γρήγορο ρυθμό, εναλλαγές και εκπλήξεις που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή και επιτρέπει στο παράδοξο να συνομιλεί με κάποιες αλήθειες του σήμερα, εστιάζοντας συνεχώς στις ανθρώπινες σχέσεις και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ τους. Οι ερμηνείες και η σκηνική χημεία των ηθοποιών αποτελούν σημαντικό συν μιας θεατρικής προσπάθειας αξιόλογης και έντιμης.