Την κωμωδία του Αθηναίου κωμικού ποιητή Μένανδρου με τίτλο “Επιτρέποντες” σκηνοθέτησε στο μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου ο Βασίλης Μαυρογεωργίου. Ο συγγραφέας θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Νέας Αττικής Κωμωδίας, ήταν πολυγραφότατος (αν και σώζονται λίγα σχετικά δείγματα του έργου του) και βραβεύθηκε αρκετές φορές στους θεατρικούς αγώνες των Ληναίων. Ο τίτλος αντλεί έμπνευση από την πρώτη σκηνή της δεύτερης πράξης του κειμένου, όπου ο Δάος ο βοσκός και ο Συρίσκος ο καρβουνιάρης ζητούν (“επιτρέπουν”) την κρίση-διαιτησία του γερο-Σμικρίνη για να λύσει τη διαφορά τους για ένα μωρό και τα χρυσαφικά-δώρα που το συνοδεύουν. Στα Ταυροπόλια, μια γιορτή αφιερωμένη στην Αρτέμιδα, ένας νέος (ο Χαρίσιος) και μια κοπέλα (η Παμφίλη, που τυγχάνει κόρη του Σμικρίνη), συνευρίσκονται ερωτικά πάνω στη μέθη της γιορτής, χωρίς καν να γνωριστούν. Τέσσερις μήνες μετά ο γερο-Σμικρίνης παντρεύει την κόρη του με τον ευκατάστατο Χαρίσιο, χωρίς και οι ίδιοι να συνειδητοποιήσουν ότι είναι οι ίδιοι που συνευρέθηκαν ερωτικά και παλιότερα. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, λίγους μόλις μήνες μετά το γάμο. η Παμφίλη γεννά ένα παιδάκι, το οποίο οι μη γνωρίζοντες θεωρούν ότι είναι πολύ πρόωρο (πενταμηνίτικο). Η κοπέλα για να μην εκτεθεί περαιτέρω στον άντρα της παραδίδει το παιδί στη γηραιά μαμή, τη Σωφρόνη, η οποία το εγκαταλείπει μαζί με τα χρυσαφικά του στολίδια σε ένα δάσος, όπου το εντοπίζει και το παίρνει ο βοσκός. Ενώ ο Χαρίσιος λείπει εκτός σπιτιού για δουλειές και δεν έχει αντιληφθεί τίποτα, ο πιστός του υπηρέτης Ονήσιμος προλαβαίνει να του δώσει τα συχαρίκια για το πρώτο του παιδί, χωρίς να υποψιάζεται τα πραγματικά γεγονότα. Έτσι ξεκινά μια αλυσίδα παρεξηγήσεων μεταξύ των ηρώων, πριν ανακαλυφθεί με ένα τέχνασμα η αλήθεια και η ευτυχία του νεογέννητου παιδιού σιγάσει τα πάθη και τις αψιμαχίες των ηρώων και τους αφήσει όλους ικανοποιημένους και χαρούμενους. Την απόδοση και τη διασκευή του έργου ανέλαβε ο σκηνοθέτης.
Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου σκηνοθετεί την παράσταση, χρησιμοποιώντας τη νόρμα της μουσικής κωμωδίας, διατηρώντας το χιούμορ και την ελαφρότητά της, χωρίς όμως να παραλείψει να δώσει την απαραίτητη έμφαση στο θεματικό πυρήνα του αρχικού κειμένου για τη γυναικεία συναίνεση, την ισότητα, την ανεξαρτησία και τη χειραφέτηση της γυναίκας, ζητήματα τα οποία παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα στη σημερινή εποχή και την κοινωνική πραγματικότητα. Καθώς οι παρεξηγήσεις μεταξύ των χαρακτήρων διαδέχονται η μία την άλλη, ο ρυθμός οφείλει να είναι σύμμαχος του λόγου για να μη χαθεί το μέτρο και η ροή του. Σε μεγάλο βαθμό η συμπόρευση αυτή ήταν παρούσα και οι λίγες στιγμές δυσαρμονίας δε χάλασαν το γενικότερο θετικό πρόσημο. Υπήρχαν υφολογικά δάνεια από το αστικό boulevard, την commedia dell’ arte, την ηθογραφία εποχής, συνταιριασμένα με νότες και μια γενικότερη ευφρόσυνη και περιπαικτική διάθεση που διέτρεχε την παράσταση. Το κείμενο ακούστηκε καθαρά, τα μηνύματά του ήταν ξεκάθαρα και το δέσιμο με τη μουσική το έκανε πιο άμεσο και προσιτό στο θεατή. Η σκηνοθετική οπτική προέταξε τη διαχρονικότητα των ερωτημάτων που θέτει ο συγγραφέας, στοχεύοντας στο δημιουργικό προβληματισμό, χωρίς όμως φλυαρία ή διδακτισμό. Μου έλειψε μια δόση οξύτητας στο λόγο που θα μπορούσε να του προσδώσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, αλλά η συνεχής εναλλαγή των χαρακτήρων, η ζωντάνια που του έδωσε η κίνηση των ηθοποιών στο χώρο και η καλή σκηνική τους συνεργασία είναι τα στοιχεία που μένουν τελικά στο νου μου.
Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στο ρόλο του Ονήσιμου, απέδωσε με αμεσότητα, γνήσια κωμική φλέβα και πολύ κέφι έναν παμπόνηρο υπηρέτη που φροντίζει για τον κύριό του, αλλά και για το δικό του ευ ζην. Έμοιαζε βγαλμένος από τις καλύτερες στιγμές παρόμοιων χαρακτήρων του Γκολντόνι και υπηρέτησε τις απαιτήσεις του ήρωά του με εξαιρετική συνέπεια, χωρίς να καταφύγει σε υπερβολές ή εύκολο γέλιο. Η Δάφνη Δαυίδ ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη με τη σπιρτάδα με την οποία έπαιξε τον γκρινιάρη Σμικρίνη, αποφεύγοντας πανέξυπνα την καρικατούρα, αλλά αποτυπώνοντας σαν εργόχειρο την πάλη μέσα στο μυαλό του γέρου, ανάμεσα στη φιλαργυρία και την ευτυχία της κόρης του. Απολαυστική και όταν τριγύριζε στη σκηνή με το καρεκλάκι-μαγκούρα. Ο Μάριος Σαραντίδης με την υπέροχη φωνή του υποδύθηκε χωρίς προβλήματα τον γλεντζέ Χαιρέστρατο, το διεκδικητικό βοσκό Δάο, αλλά και το Χαρίσιο που κερδίζει σχεδόν απρόσμενα την οικογενειακή ευτυχία. Η Άννα Καλαϊτζίδου ήταν η συμπαθής εταίρα Αγλαΐα (που διαπραγματεύεται πολύ έξυπνα την ελευθερία της), αλλά και η απολαυστική γριά μαία, η Σοφρώνη, η οποία δείχνει ότι ξέρει να βαδίζει με ασφάλεια και σιγουριά σε κωμικά μονοπάτια. Η Ιώβη Φραγκάτου ερμήνευσε τον μάγειρα Καρίωνα και την Παμφίλη, κόρη του Σμικρίνη και σύζυγο του Χαρίσιου, αποτυπώνοντας μεν τη θηλυκότητα που απαιτεί ο ρόλος, αν και με κάποιες υποτονικές και “άψυχες” στιγμές. Η δαιμόνια Λυδία Τζανουδάκη στο ρόλο του Συρίσκου του καρβουνιάρη και του Σιμία, φίλου του Χαρίσιου, η Διαλεχτή Πουρσανίδου (μεθύστακας και γυναίκα του Συρίσκου) και ο Χρήστος Δαλκυριάδης (μεθύστακας) συμπλήρωσαν έναν πετυχημένο θίασο με πολύ καλές σκηνικές συνέργειες, που έδειξε να έχει κατανοήσει το λόγο του συγγραφέα και τα νοήματά του, είχε ζωντάνια και με όχημα την κινητικότητα και το χιούμορ στάθηκε πολύ καλά στις ανάγκες της αττικής κωμωδίας. Οι μουσικοί επί σκηνής ήταν η Άρτεμις Βαβάτσικα, ο Νίκος Γκούμας και ο Γιώργος Φουντούκος.
Η Θάλεια Μέλισσα εκμεταλλεύθηκε έξυπνα τα διαφορετικά επίπεδα της σκηνής, περιχαράκωσε κάποια τμήματά της, αλλά άφησε και ικανό χώρο για την κίνηση των ηθοποιών, ενώ ευρήματα όπως το μπαστούνι-καρεκλάκι του Σμικρίνη υπηρέτησαν επιτυχημένα τη γενικότερη ευφρόσυνη διάθεση του έργου. Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα είχαν χρώματα, ήταν προσεγμένα, έντυσαν αντιπροσωπευτικά τον κάθε χαρακτήρα και εναρμονίστηκαν στο πνεύμα της παράστασης. Ο Νίκος Κυπουργός είναι ένας έμπειρος μουσικός που έδεσε σωστά τις νότες με το λόγο, τον συνόδευσε αρμονικά και τον ανέδειξε. Η μουσική διδασκαλία ήταν του Γιώργου Φουντούκου, ενώ οι στίχοι των τραγουδιών της Τζούλιας Διαμαντοπούλου. Η κίνηση του Πάρι Μαντόπουλου υποδειγματική, σε απόλυτη συνεργασία με το λόγο, αποτέλεσε ατού στο κωμικό μομέντουμ των ηθοποιών, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δημιούργησαν ατμόσφαιρα και εστίασαν σωστά στους ερμηνευτές.
Συμπερασματικά, στο μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση, η οποία μέσα από το λόγο, τη μουσική και την κίνηση ήρθε στο σήμερα για να αναδείξει τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας και παραμένουν τόσο επίκαιρα, απασχολώντας μας τόσο ατομικά, όσο και ως κοινωνία. Η σκηνοθετική ματιά κράτησε το χιούμορ του κειμένου, είχε καλό ρυθμό, προσάρμοσε επιτυχημένα τις επιρροές της στις ανάγκες του έργου και καθοδήγησε το θίασο σε πολύ καλές ερμηνείες, προσφέροντας μια καλοδουλεμένη θεατρική δουλειά.