Την παράσταση “Η Χώρα που Ποτέ δεν Πεθαίνεις” σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Ένκε Φεζολάρι. Είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του 2003 της Αλβανής συγγραφέως Ornela Vorpsi με τίτλο “The Country Where No One Ever Dies”, ένα οδοιπορικό της δομής και των ιδιαιτεροτήτων της Αλβανικής κοινωνίας και οικογένειας, η οποία βασισμένη συχνά σε σκληρά και άκαμπτα πατριαρχικά στερεότυπα αντιμετώπιζε τις γυναίκες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας με συνεχείς υποχρεώσεις και ελάχιστα δικαιώματα.
Η μικρή Ορνέλα ξαναζεί και θυμάται τα παιδικά της χρόνια και την πορεία της προς την ενηλικίωση με όλα τα αγκάθια που συνάντησε στην πορεία αυτή και όλες τις προκαταλήψεις που τη στοίχειωσαν και τη σημάδεψαν. Στο σκληρό και απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, η ζωή ενός κοριτσιού που μεγαλώνει δεν είναι εύκολη και καλείται καθημερινά να αμυνθεί στην καταπίεση και συχνά την προσπάθεια συντριβής και αλλοτρίωσης της παιδικότητάς της, να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία και τα όνειρά της και να καταφέρει να επιβιώσει με τα λιγότερα δυνατά τραύματα, περιμένοντας καλύτερες ημέρες κι ένα μέλλον που να της παρέχει διεξόδους. Η γλυκόπικρη αναπόληση της γυναίκας πλέον, γίνεται μέσω της ρεαλιστικής και συχνά ωμής αποτύπωσης των γεγονότων διανθισμένης με μια δόση χιούμορ και λεπτής ειρωνείας. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Σπυριδοπούλου και αποδίδει με ακρίβεια, ευθύτητα και χωρίς καλλωπισμούς το αδυσώπητο κοριτσίστικο και μετέπειτα γυναικείο σύμπαν της ηρωίδας και το ύφος της αφήγησης της συγγραφέως. Η διασκευή του αρχικού κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.
Ο Ένκε Φεζολάρι σκηνοθετεί την παράσταση, προσπαθώντας να φωτίσει τόσο τον εσωτερικό κόσμο ενός κοριτσιού που μεγαλώνει διαταραγμένα, σχεδόν βίαια, όσο και την κοινωνικοπολιτική ταυτότητα μιας χώρας που βίωσε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και αναζητεί μια πιο ελεύθερη αναπνοή και πραγματικότητα. Η μεταφορά ενός παρόμοιου μυθιστορήματος στη θεατρική σκηνή κρύβει παγίδες, καθώς πρέπει να δημιουργηθούν διάλογοι που να ευνοούν τη σκηνική οικονομία και τη ροή της πλοκής και να υπάρχει ένας ρυθμός που να κρατά σε εγρήγορση το θεατή, ώστε να μη χαθεί στο λαβύρινθο της λογοτεχνικής περιγραφικότητας. Δεν τα καταφέρνει πάντοτε, καθώς κάποιες αφηγηματικές σκηνές χαώνουν την εξέλιξη της πλοκής και παγώνουν το momentum της, ενώ σε άλλες οι έντονοι και σκληροί διάλογοι και οι εικόνες που δημιουργούν, επαναφέρουν το θεατή στη σκληρή αλήθεια των βιωμάτων της πρωταγωνίστριας. Στους διαλόγους αυτούς υπάρχει οξύτητα, υφέρπουσα ειρωνεία, καταγγελία, έλλειψη κοινής λογικής, αλλά και μια διάθεση αντίστασης, χωρίς να αποφεύγονται όμως κάποιες αχρείαστες κορυφώσεις στην ένταση της φωνής που δεν εξυπηρετούν τίποτε ουσιαστικό. Μειονέκτημα αποτελεί και το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του κειμένου παραμένει στην αλβανική γλώσσα, το οποίο αφενός οδηγεί σε κάποια επανάληψη φράσεων στα ελληνικά από την πρωταγωνίστρια προκειμένου αυτές να γίνουν αντιληπτές από το κοινό και αφετέρου αποσυντονίζει την προσοχή του, καθώς δοκιμάζει την ικανότητά του να συλλάβει και να αφομοιώσει όλα τα επί σκηνής τεκταινόμενα. Πολύ καλή δουλειά έχει γίνει στο στήσιμο των ηθοποιών στη σκηνή, αλλά και στην ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού, αισθήματος και χιούμορ, που υπάρχουν στις κατάλληλες δόσεις για να συγκινήσουν, αλλά και να προβληματίσουν δημιουργικά. Μικρά προβλήματα σκηνικής χημείας υπήρξαν, αλλά δε στάθηκαν ικανά να χαλάσουν τη συνολική προσπάθεια.
Η Αμαλία Αρσένη κρατά το ρόλο της Ορνέλα, μέσα από τη διήγηση της οποίας ξετυλίγεται το κουβάρι των αναμνήσεών της. Ο λόγος της είναι καθαρός, ωμός, ευθύς, γλυκόπικρος και φθάνει με την απαιτούμενη ένταση στην πλατεία. Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις που βιώνει η ηρωίδα της είναι πολλές και συνεχείς και αυτές αποτυπώνονται με επάρκεια τόσο στις εκφράσεις του προσώπου της, όσο και στην κίνησή της, όπου δε διστάζει να τσαλακωθεί, να σπάσει και να βυθιστεί στον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα που υποδύεται. Ίσως θα προτιμούσα λίγη περισσότερη πικρία και λιγότερα δάκρυα, αλλά αυτό είναι μια προσωπική εκτίμηση που δεν αλλοιώνει στο ελάχιστο την προσπάθεια της ηθοποιού στη σκηνή. Η Vefi Redhi αναλαμβάνει τους “κακούς” ρόλους της παράστασης, παίζοντας τόσο τη σκληρή και αδυσώπητη μητέρα που προσπαθεί με έναν αφελώς βίαιο τρόπο να προετοιμάσει την κόρη της για ότι θα αντιμετωπίσει στο μέλλον, τον αδιάφορο και εκμεταλλευτή πατέρα, την κουτσομπόλα γειτόνισσα κλπ. και τους διεκπεραιώνει επιτυχημένα, έστω και με κάποιες αχρείαστες φωνητικές εκρήξεις, ή μια ελαφρώς ελλιπή σκηνική χημεία στη σχέση μητέρας-κόρης. Η Αθηνά Καραγιώτη συμπληρώνει τον τριμελή θίασο ερμηνεύοντας πολλούς μικρούς “δεύτερους” χαρακτήρες της διήγησης της συγγραφέως και εναρμονίζεται πολύ καλά με τις ανάγκες τους.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Γιώργος Λυντζέρης και είναι λιτός και χρηστικός, χωρίς περιττά σκηνικά αντικείμενα, ώστε να υπάρχει ελευθερία κίνησης των ηθοποιών στο χώρο. Σε αυτόν δεσπόζουν τα τρία πορτρέτα του Λένιν, του Στάλιν και του Χότζα κρεμασμένα στον πίσω τοίχο της σκηνής (σχεδόν “επιβλέποντας” τα τεκταινόμενα) και τα οποία αποκαθηλώνονται λυτρωτικά στο τέλος της παράστασης. Ο ίδιος είχε και τη φροντίδα των κοστουμιών, τα οποία είχαν την απλότητα της καθημερινότητας και μια πολυκαιρισμένη φθορά που παραπέμπει σε ολοκληρωτισμό και αδυναμία απόκτησης καινούργιων. Η μουσική του Κώστα Λειβαδά δεν έδεσε πάντα με το λόγο, καθώς κάποιες φορές τον ενίσχυσε σε ένταση και πάθος, ενώ κάποιες άλλες αποτέλεσε ένα μάλλον αδιάφορο μουσικό χαλί. Οι φωτισμοί της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου έμειναν σε χαμηλούς, σχεδόν μουντούς τόνους δημιουργώντας σκιές, που ταίριαξαν απόλυτα με τις ταραγμένες διηγήσεις της πρωταγωνίστριας.
Συμπερασματικά, παρακολούθησα ένα δύσκολο και προσωπικό θεατρικό πόνημα, που ενώ είχε κάποια προβλήματα στη θεατρική του μεταφορά, κατάφερε να κρατήσει σε γενικές γραμμές το ύφος και το πνεύμα του αρχικού κειμένου και να αποκαλύψει στο θεατρικό κοινό ένα σκληρά καταπιεσμένο γυναικείο σύμπαν. Παρά τις όποιες δυσκολίες κατανόησης τμημάτων του κειμένου και κάποια σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό του, κατάφερε να συγκινήσει, αλλά και να προβληματίσει το θεατή σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τα θέλω και τα συναισθήματά της. Οι καλές ερμηνείες ενίσχυσαν το τελικό αποτέλεσμα, μιας παράστασης που αποτελεί μια καλή θεατρική πρόταση του Θεάτρου Σταθμός στην έναρξη της φετινής σεζόν.