Φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου άνοιξε με τη τραγωδία του Ευριπίδη “Ιππόλυτος”, μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, ακριβώς 69 χρόνια (Ιούλιος 1954) μετά τον εγκαινιασμό του θεσμού των ‘Επιδαυρίων’. Ονοματοδοσία που έδωσε ο Αιμίλιος Χουρμούζης ( δημοσιογράφος, κριτικός θεάτρου, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου 1955-1964) για να εκλείψει το ξενόγλωσσο ‘Φεστιβάλ’. Μια ιστορική παράσταση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, με Ιππόλυτο τον 26χρονο τότε Αλέκο Αλεξανδράκη, την Έλσα Βεργή (Φαίδρα) και τον Θάνο Κωτσόπουλο (Θησέα), μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με την Ελληνική Περιηγητική Λέσχη και τον Οργανισμό Τουρισμού. Ο “Ιππόλυτος Καλυπτόμενος” του Ευριπίδη, από τον οποίο σώζονται μόνον αποσπάσματα, είναι προγενέστερος του “Στεφανηφόρου” (428 π.χ.) που έχει διασωθεί. Ο ” Ιππόλυτος” είναι μια ξεχωριστή και ιδιαίτερα περίπλοκη τραγωδία στην οποία η θεϊκή και η ανθρώπινη ευθύνη συνυφαίνονται. Υποβόσκει το βαθύτερο νόημα ότι τα θεϊκά σχέδια για να ευδοκιμήσουν πρέπει να βρούν γόνιμο έδαφος και αυτό το προσφέρει η ατομικότητα του κάθε ανθρώπου. Ναι μεν ο άνθρωπος παγιδεύεται στα δίχτυα των θεϊκών σχεδίων αλλά και αυτός δεν είναι άμοιρος ευθυνών.
Ήδη από τον πρόλογο της τραγωδίας η δαιμόνια θεά Αφροδίτη καθιστά γνωστό ότι οργανώνει μια καλοστημένη πλεκτάνη για να τιμωρήσει τον Ιππόλυτο, ορκισμένο παρθένο, πιστό ακόλουθο της θεάς Άρτεμης. Πυρπολεί τα σωθικά της Φαίδρας με ανίερο, ερωτικό πάθος για τον Ιππολύτο, νόθο γιό του Θησέα. Ο Ιππόλυτος νέος αγνός, αποστρέφεται τον σαρκικό έρωτα, αγαπά το κυνήγι, λατρεύει τη φυσική ζωή και απέχει από τα κοινά και την πόλη. Επιλογές ικανές, σύμφωνα με τους κανόνες της εποχής, να δρουν ανασταλτικά στο πέρασμα του από την εφηβεία στην ενηλικίωση, διαπράττοντας έτσι ‘ύβριν’. Από την άλλη η Φαίδρα παλεύει απεγνωσμένα να καταπνίξει τον έρωτα που της προκαλεί η Αφροδίτη με αποτέλεσμα να καταβάλλεται σωματικά και ψυχικά, διαπράττοντας έτσι και αυτή ‘ύβριν’ προς την Αφροδίτη. Όταν όμως η τροφός αυτενεργεί αποκαλύπτοντας στον Ιππόλυτο τον παθιασμένο έρωτα της Φαίδρας, εκείνος αντιδρά με φρίκη και οργή. Ωστόσο δεσμεύεται με όρκο βαρύ να μην αποκαλύψει τίποτα . Η Φαίδρα φοβούμενη μήπως αποκαλυφθεί η αλήθεια, αποφασίζει να αυτοκτονήσει για να σώσει τη τιμή της, αφήνοντας ένα γράμμα ικανό να καταστρέψει τον Ιππολύτο. Ο δε Θησέας, ο τραγικότερος όλων, παρασυρμένος από τις ψευδείς κατηγορίες του γράμματος, τυφλωμένος από οργή και ζήλια και χωρίς δεύτερη σκέψη ερμηνεύει ως ένοχη τη σιωπή του Ιππόλυτου, ο οποίος δε μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του δεμένος με όρκο σιωπής. Με αποτέλεσμα, ο οργισμένος Θησέας να επικαλεστεί τον θεό πατέρα του, Ποσειδώνα, να τιμωρήσει με οικτρό θάνατο τον γιο του.
Η διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, σκηνοθετεί μια παράσταση σύγχρονη, προκλητική, εντυπωσιακή, Φεστιβαλικών προδιαγραφών.
Η σκηνοθέτις έχει μια συγκροτημένη οπτική πάνω στο έργο συνδιάζοντας αντιθετικές δυνάμεις: το δισυπόστατο του καλού και του κακού, του ηθικού και του μη ηθικού μέσα από την απόδοση του προλόγου και της θεοφάνειας του τέλους από την ίδια ηθοποιό, ως θεά Αφροδίτη/Άρτεμη, την αγνότητα με τη λαγνεία, το ονειρικό με την πραγματικότητα, την τραγική μονολιθικότητα με την υπέρβαση κοινωνικών και ανθρωπίνων ορίων. Η Ευαγγελάτου ενσωματώνει στο παραδοσιακό θέατρο τη σύγχρονη τεχνολογία με τη συμβολή του βίντεο (σχεδιασμός βίντεο Παντελής Μάκκας). Ουσιαστικά εκμεταλλεύεται το περιεχόμενο του προλόγου για να δημιουργήσει τη συνθήκη το θέατρο μέσα στο θέατρο. Στην κυριολεξία την καταγραφή της θεατρικής πράξης μέσω του βίντεο.
Η θεά Αφροδίτη είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με μια βιντεοκάμερα στο χέρι καταγράφοντας εκφράσεις προσώπων, κινήσεις σωμάτων και χεριών, λεπτομέρειες του σκηνικού. Η ‘video designer’ θεά και ‘σκηνοθέτης’ στήνει το δόλιο σχέδιό της ως τιμωρός της επηρμένης αλαζονικής αγνότητας και αδιαλλαξίας και ταυτόχρονα καταγράφει με τον φακό της τα hight lights της ‘πατάστασης’ που σκηνοθετεί. Η θεά Αφροδίτη, με ένα εντυπωσιακότατο κοστούμι τύπου καλλιτεχνικού πατινάζ, αόρατη στα μάτια των θνητών θυμάτων της, κινείται σαν αερικό, αλώνει όλη την ορχήστρα του Αργολικού Θεάτρου σαν ένας σύγχρονος σκανδαλιάρης σεξπιρικός Πουκ. Ηδονίζεται να βλέπει τα θύματά της να μπλέκονται αναπόδραστα στο δίχτυ της, ακκίζεται, λέει ατάκες του κειμένου, κάνει λήψεις με καθαρά διαβρωτική ειρωνεία, εστιάζει με την κάμερα φιλήδονα στα μέλη της νεκρής Φαίδρας που κοίτεται στο ρυάκι ή στις πληγές του Ιππόλυτου, ζουμάρει με αυταρέσκεια στα animal print μποτάκια της, στα δάκτυλα των χεριών της ή στο έντονο βλέμμα της με το βαρύ μακιγιάζ και αποθανατίζει το συγκλονισμένο πρόσωπο του Θησέα, εξαιτίας του άδικου αφανισμού του γιου του.
Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να δημιουργείται μια μικρού μήκους ταινία, σχόλιο στην in situ παράσταση . Μια έξυπνη σύλληψη, μια φρέσκια ανάγνωση του έργου για να έχει μεγαλύτερη απήχηση στο σημερινό κοινό. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούνται ορισμένα προβλήματα. Όπως, πολλές φορές η προβολή του βίντεο στην πλάγια πλευρά του σκουριασμένου, μισοβυθισμένου παλατιού διασπά τον θεατή από τη δράση του έργου. Επίσης η προβολή του ομαδικού οργίου, με ομοφυλοφιλικές και ετεροφυλικές επαφές, των ακολούθων του Ιππόλυτου, με τον ίδιο στο κέντρο, δεν μπόρεσε να ενταχθεί οργανικά στην παράσταση ως φαντασίωση του ήρωα, αποκαλύπτοντας τις καταπιεσμένες, κόντρα στη φύση, νεανικές ορμές του Ιππόλυτου.
Μια από τις ωραιότερες στιγμές της παράστασης είναι όταν ένα λευκό λουλούδι ‘ανθίζει’ στο στόμα του Ιππόλυτου, ανοίγει αργά τα πέταλά του και αυτός, ως ένδειξη της αγνότητάς του, το εναποθέτει με τελετουργικό τρόπο, στο κλαρί ενός δένδρου προς τιμήν της αγαπημένης του θεάς. Καθώς και ή άψογη εικαστικά εικόνα της νεκρής Φαίδρας μέσα στη κοίτη του ρυακιού. Στον αντίποδα όμως αυτών, του ιδιαίτερου κάλλους, εικόνων κινείται το σταδιακό ξεγύμνωμα των μελών του Χορού των Γυναικών και του Χορού των Κυνηγών. Μια σκηνοθετική επιλογή, χωρίς ουσιαστική ένταξη στη ροή του έργου και μάλιστα στο κρίσιμο σημείο της κορύφωσής του και κυρίως, χωρίς να σφραγίζεται η κάθαρση με αυτόν τον τρόπο, μέσω των σφριγηλών, γυμνών νεανικών σωμάτων.
Ένα ακόμη αγκάθι της παράστασης φαίνεται ότι είναι η ανομοιογενής υποκριτική κατάθεση των ηθοποιών. Η θεά Αφροδίτη της Έλενας Τοπαλίδου υπήρξε η απόλυτη σκηνική παρουσία αυστηρήμε το τέλεια γυμνασμένο και καλλίγραμμο σώμα της και το ξεδίπλωμα του υποκριτικού της ταλέντου στο διπλό ρόλο, ως θεά Αφροδίτη/Άρτεμη. Πλάθει μια θεά Αφροδίτη σαγηνευτική, σέξι, εξόχως συναρπαστική αλλά και μια θεά Άρτεμη, στο ρόλο του από μηχανής θεού, λιτή, και ακριβοδίκαιη, με τη μάσκα ενός ελαφιού (κατασκευή μάσκας Νεκτάριος Διονυσόπουλος) – σήμα κατατεθέν της θεάς- περασμένη στο ανυψωμένο τεντωμένο της πόδι. Η Κόρα Καρβούνη και ο Γιάννης Τσορτέκης είναι δύο καταξιωμένοι ηθοποιοί με μακρά πορεία στο θέατρο, οι οποίοι ωστόσο δεν μπόρεσαν να εισχωρήσουν στον πυρήνα των ρόλων τους. Η μεν Κόρα Καρβούνη εγκλωβίζεται στο ρόλο της Φαίδρας σε ένα έντονα εσωστρεφές παίξιμο που την οδηγεί σε μια άτονη και υποτονική ερμηνεία. Ο δε Γιάννης Τσορτέκης, ως Θησέας, εκφράζει την οργή και τον σπαραγμό του με έναν έντονα κραυγαλέο τρόπο, ενώ “γράφει” πιο λιτά στις βιντεολήψεις. Η Μαρία Σκουλά αποδίδει την Τροφό με μετριμένο και λιτό τρόπο προσπαθώντας να σταθεί δυναμικά στο πλευρό της Φαίδρας. Ενώ ο Δημήτρης Παπανικολάου στον ρόλο του Εξάγγελου είναι απλά διεκπεραιωτικός. Ο δε Ορέστης Χαλκιάς καταβάλλει φιλότιμη προσπάθεια να σταθεί με αξιοπρέπεια στον πολυεπίπεδο ρόλο του Ιππόλυτου: από έναν άγουρο και επηρμένο έφηβο περνά σε μια απότομη ενηλικίωση.
Ο δωδεκαμελής Χορός των Κυνηγών, ένα τέλεια γυμνασμένο και οργανωμένο σύνολο νεαρών ανδρών, κυριαρχεί στην ορχήστρα του θέατρου, με άλματα και στρατιωτικούς σχηματισμούς και αφήνει καλές εντυπώσεις με την εκφορά του λόγου. Ο Αλέξανδρος Σταυρόπουλος σχεδίασε μια χορογραφία με έντονη αρρενωπότητα και δυναμική παρουσία. Στον αντίποδα, όμως, κινείται ο εξαμελής Χορός των Γυναικών. Ένα μικρότερο σύνολο νεαρών γυναικών, ένας Χορός σχεδόν ανύπαρκτος. Ειδικά με το μουντό χρώμα των κοστουμιών γινόταν, κατά περιστάσεις, σχεδόν αόρατος καθώς το σκούρο φόντο του σκηνικού τον ‘κατάπινε’.
Το πολύ προσεγμένο, βαλτώδες σκηνικό της Εύας Μανιδάκη κάλυπτε όλη την ορχήστρα του θεάτρου με πολλά λεπτομερή στοιχεία: νεκρά δένδρα, ξερές καλαμιές, ένα ρυάκι, ένα μισοβυθισμένο, σκουριασμένο παλάτι. Ένα σκηνικό παρακμής και σήψης, το οποίο οπτικοποιεί τη ψυχική τρικυμία των ηρώων. Τα κοστούμια της Εύας Γουλάκου είναι επιεικώς απαράδεκτα, εκτός από το κοστούμι της θεάς Αφροδίτης που αποδίδει πλήρως τη σκηνοθετική άποψη. Το κοστούμι της Φαίδρας ένα ευτελές φόρεμα – νυχτικό συνοδευμένο από μια ξεχειλωμένη ζακέτα είναι ένα ένδυμα τελείως ακατάλληλο για μια βασίλισσα όσο ψυχικά καταβεβλημένη και να είναι. Ακόμα το αμπέχονο του Θησέα τελείως ξεπερασμένο και η καρό καφετί παντελόνα με το ασορτί καφέ πουκάμισο της Τροφού θα ταίριαζε περισσότερο σε μια γραμματέα δικηγορικού γραφείου.
Η ευφάνταστη σε σύγχρονο ύφος μουσική σύνθεση του Αλεξανδρου-Δράκου Κτιστάκη παίζεται ζωντανά από τους Γιάννο Γιοβάνο, Γιάννη Παπαδόπουλο, Βαγγέλη Παραδκευαίδη και Σπύρο Πολυχρονόπουλο, και λειτουργεί σαν ‘χαλί’ σε όλη την παράσταση προοικονομώντας και συνοδεύοντας τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Τέλος η μετάφραση του Κώστα Τοπούζη σε πολύ απλή γλώσσα, χωρίς καμία ποιητικότητα ‘συνομιλεί’ με το πνεύμα της διασκευής της τραγωδίας από την Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Μια παράσταση επιμελημένη στο σύνολο της, η οποία ενδιαφέρεται να καταθέσει ένα μοντέρνο αισθητικό αποτύπωμα και μια σύγχρονη προσέγγιση της τραγωδίας.