Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ο κάθε τραγικός ποιητής συνόδευε την τραγική τριλογία με ένα σατυρικό δράμα, για να μπορέσει το κοινό να χαλαρώσει και να αποβάλλει την ένταση από τις τραγωδίες που προηγήθησαν. Το μοναδικό σατυρικό δράμα που έχει διασωθεί ακέραιο είναι ο «Κύκλωψ» του Ευριπίδη.
Το 1907, στην αιγυπτιακή πόλη της Οξυρρύγχου ανακαλύφθηκε ο πάπυρος που περιείχε τους «Ιχνευτές». Σε αυτόν τον πάπυρο είχαν διασωθεί 400 περίπου στίχοι από αυτό το σατυρικό δράμα του Σοφοκλή. Το 1912, αυτό το σπάραγμα, πρωτοεκδόθηκε από τον σπουδαίο παπυρολόγο Arthur Hunt. Το δε 1933, εκδόθηκε η ελεύθερη έμμετρη μετάφραση των «Ιχνευτών» από τον έγκριτο φιλόλογο Εμμανουήλ Δαυίδ.
Πρόκειται για ένα έργο που σπάνια παρουσιάζεται και αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Μουσική έγινε γνωστή στους ανθρώπους για να αποτελέσει ένα θεμελιώδες στοιχείο του πολιτισμού.
Η υπόθεση του έργου είναι απλή, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή και ανατροπές. Κυλά σαν ένα παραμύθι. Κάποιος κλέβει το κοπάδι με τα βόδια του Θεού Απόλλωνα και αυτός αναθέτει στον Σιληνό και στα παιδιά του, τους Σατύρους, να τα βρουν, προσφέροντας ως «αντίδωρο» ένα χρυσό στεφάνι και την ελευθερία στους Σατύρους. Αυτή η ασήμαντη πράξη της κλοπής των βοδιών συμβαίνει για ένα σοφό λόγο, για να έρθουν στο φως δύο γεννήσεις: η γέννηση του θεού Ερμή, παιδί του Δία και της Μαίας και η «γέννηση» της Μουσικής. Ο Ερμής, έξι μόλις ημερών μωρό, τον οποίο ανατρέφει η νύμφη Κυλλήνη σε μια σπηλιά του ομώνυμου όρους, αυτό το «υπερφυσικό» βρέφος κλέβει τα βόδια του αδελφού του Απόλλωνα και σκαρώνει από το καβούκι μιας χελώνας, ένα μουσικό όργανο, τη λύρα, για να παίζει. Ο ήχος αυτού του οργάνου προσελκύει τους Ιχνευτές – Σατύρους. Εδώ, όπως επισημάνθηκε και στην παράσταση σταματά το σωζόμενο παπυρικό κείμενο. Πάνω στον Ομηρικό «Ύμνο στον Ερμή», από τον οποίο άλλωστε εμπνεύστηκε και ο Σοφοκλής, στηρίζεται η συνέχεια και το τέλος του έργου, ανασύνθεση την οποία έκανε ο γερμανός φιλόλογος Carl Robert.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός σκηνοθέτησε αυτό το τόσο απλό έργο με ιδιαίτερη μαεστρία και έμπνευση αποδεικνύοντας το πόσο μεγάλος και ευφυής σκηνοθέτης είναι. Δημιούργησε ένα μαγικό σκηνικό σύμπαν το οποίο «πλημμύρισε» το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με διονυσιακή ευφορία, ένα σκηνικό δρώμενο προς τιμήν του θεού Διονύσου. Εξού και στο τέλος της παράστασης, ο χορός των ελευθέρων πλέον Σατύρων αναφωνεί εν εκστάσει: Ευοί! Ευάν! Διόνυσε!
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, με όχημα την ιστορική, ομοιοκατάληκτη και πολλή εύηχη μετάφραση του Εμμανουήλ Δαυίδ, απογειώνει ο έργο αναδεικνύοντας την κάθε του λεπτομέρεια με μοναδική ικανότητα. Σε αυτό το έργο δεν υπάρχει κανένα ανθρώπινο ον, κυριαρχούν μόνο θεοί, ημίθεοι, νύμφες και ζωόμορφα τέρατα. Αυτό το πρωτεϊκό σύμπαν αφουγκράζεται ο Μαρμαρινός με σεβασμό και αγάπη και καταγράφει τις παλμικές του δονήσεις στην όρχηση του Χορού των Σατύρων, στους ήχους της μουσικής, στο λιτό κατάλευκο σκηνικό και στους αποκαλυπτικούς φωτισμούς της παράστασης. Εντυπωσιακότατος ο δεκαμελής Χορός των Σατύρων (Λάμπρος Γραμματικός, Andrian Frieling, Αλεξάνδρα Καζάζου, Τάσος Καραχάλιος, Χρληστος Καργιόπουλος, Άγγελος Νεράντζης, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μάνος Πετράκης, Θεοδώρα Τζήμου, Ανδρομάχη Φουντουλίδου), τέλεια συγχρονισμένος παραπέμπει άλλοτε στη ζωώδη φύση και άλλοτε στην ανθρώπινη. Εξαιρετικά ευφάνταση η κίνηση – χορογραφία από τον Τάσο Καραχάλιο. Τα ανάλαφρα, πολύχρωμα και πολύ λειτουργικά κουστούμια από τον Γιώργο Σαπουντζή δίνουν μια περιπαιχτική πινελιά στην παράσταση. Πολύ ευφυές στη θέση του φαλλού να υπάρχει μια κουδούνα, η οποία συνοδεύει με τον ήχο της την κάθε κίνηση του χορού. Η Αμαλία Μουτούση, ως νύμφη, μια αιθέρια οπτασία, με ευαισθησία χάρη, λοξή κωμική ματιά και εξαιρετική εκφορά του λόγου ανέδειξε όλες τις ποιότητες της υποκριτικής της γκάμας. Ο Σταμάτης Κραουνάκης, με το σωματικό του εκτόπισμα, την στεντόρια και καθάρια φωνή του ταυτίστηκε πλήρως με την σκηνική υπόσταση του Σιληνού. Ο Χάρης Φραγκούλης παρουσίασε έναν οικείο αλλά και απόμακρο θεό Απόλλωνα που κυριεύεται από τον μαγικό ήχο της Μουσικής. Ο Steve Katona, ο Γερμανοβιετναμέζος κόντρα τενόρος, υπήρξε η τέλεια επιλογή για το ρόλο του νεογέννητου Ερμή. Με το άφυλο της παρουσίας του, με τους φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς του με τα μπαρόκ «στολίδια», τα σπαστά ελληνικά, όπως μιλά ένα μωρό που, πρώτη φορά, επιχειρεί να αρθρώσει κάποιες λέξεις, επιβλήθηκε μέσα στη σιγαλιά της αργολικής νύχτας.
Το λευκό αφαιρετικό σκηνικό του Γιώργου Σαπουντζή με το ελάχιστο χώμα, κάποιες γλάστρες, λίγη πρασινάδα και δύο σακιά λουλούδια που κάλυψαν την ορχήστρα του θεάτρου, αντανακλά μια αποδομημένη εικόνα του όρους Κυλλήνη, με παραδείσιες ανάσες. Το λευκό χαρτί που κάλυπτε την ορχήστρα, με το εύκολο σκίσιμό του και οι πέτρες στο χώρο συνδυάζουν το φθαρτό και το εφήμερο με το αιώνιο και το αθάνατο. Πολύ έξυπνη, ως απόρροια θεϊκής ενέργειας, η αιώρηση του χρυσού στεφάνου, πάνω από την ορχήστρα, μέχρι που στεφανώνει τον Σιληνό.
Οι ονειρεμένοι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ έντυσαν με ένα μαγικό «μανδύα» την παράσταση. Τέλος, η μουσική του Βέλγου Billy Bultheel ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Λειτούργησε τελείως αντιστικτικά. Ενώ θα περίμενε κάποιος να ακούσει την «γλυκόλαλη» λύρα, κυριάρχησαν τα πνευστά όργανα. Τέσσερις μουσικοί, Μενέλαος Μωραΐτης και Δημήτρης Αλεξανδράκης, τούμπα και Σπύρος Βέργης και Λεωνίδας Παλαμιώτης, εύφωνο – ακροβολισμένοι μεταξύ Α’ και Β’ διαζώματος, του θεάτρου της Επιδαύρου, έδιναν ένα ζωντανό μουσικό παρών σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και στο τέλος συντελείται η ένωση του μαγικού και του ρεαλιστικού στοιχείου. Οι μουσικοί κατεβαίνουν στην ορχήστρα, ενώνονται με όλο τον θίασο και όλοι μαζί απομακρύνονται για να συναντήσουν τον Διόνυσο.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αξιώθηκε να δημιουργήσει, από ένα τόσο «ταπεινό» υλικό, ένα σκηνικό κομψοτέχνημα που το χάρισε απλόχερα στους θεατές.
Ευχαριστούμε πολύ Μιχαήλ.