Ο Γιάννης Χουβαρδάς ανέβασε, κατά τη διάρκεια του τρίτου δεκαημέρου του Σεπτεμβρίου, στον Θόλο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΣΙΝ), το πρώτο έργο του Νορβηγού συγγραφέα Γιον Φόσσε, “Κάποιος θα έρθει”, γραμμένο το 1993. Ωστόσο το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Εθνική Σκηνή της Νορβηγίας το 1996. Η παράσταση πρωτοπαίχτηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2021 στο Det Norske Teatret του Όσλο, στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Γιον Φόσσε και απέσπασε πολύ καλές κριτικές. Κατά σύμπτωση στο ίδιο θέατρο, πριν 40 χρόνια , ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθέτησε για πρώτη φορά εκτός Ελλάδος, ελληνική τραγωδία (Μήδεια, 1981). Ο Χουβαρδάς είναι η τρίτη φορά που σκηνοθετεί έργο του Φόσσε, ενός από τους πιο πολυπαιγμένους και πολυμεταφρασμένους σύγχρονους Ευρωπαίους συγγραφείς. Προηγήθηκαν το “Τόσο όμορφα” (Θέατρο Αμόρε, 2004) και το “Παραλλαγές θανάτου” (Θέατρο Πορεία, 2013).
Στο έργο “Κάποιος θα έρθει” ένα ζευγάρι, Εκείνος (Αντώνης Μυριαγκός) και Εκείνη (Άλκηστις Πουλοπούλου), επιλέγει να αγοράσει ένα παμπάλαιο σπίτι στην ερημιά, στην άκρη ενός βράχου με θέα στον ωκεανό για να ζήσουν “μόνοι μαζί “, “ο ένας μέσα στον άλλον”. Αναζητούν να βιώσουν μια ουτοπική συνθήκη που αποπνέει γοητεία αλλά συγχρόνως ενέχει και την αόρατη απειλή (ή και την προσμονή) μιας εισβολής, μιας άλλης ανθρώπινης παρουσίας. Η οποία δεν αργεί να εμφανιστεί στο πρόσωπο του Άνδρα (Χάρης Φραγκούλης), του ιδιοκτήτη του σπιτιού που τους έχει πουλήσει το σπίτι. Μια εισβολή – παρουσία που προκαλεί κραδασμούς στη σχέση του ζευγαριού αναμοχλεύοντας τη ζήλια, την ανασφάλεια, το φόβο, τη γυναικεία φιλαρέσκεια. Τίποτα πλέον δεν μπορεί να είναι ίδιο με πρίν , ούτε για το ζευγάρι, ούτε και για τον Άνδρα. Δημιουργείται μια άλλη συνθήκη,. πιο περίπλοκη και μυστηριώδης. Αναδεύεται ο ψυχισμός των ηρώων και προκύπτει ένα υπαρξιακό θρίλερ μυστηρίου.
Το έργο είναι σαν ένα σκηνικό ποίημα. Ο Φόσσε το “κεντά” με ποιητικές λέξεις, ρυθμικές εμμονικές επαναλήψεις, υπαινικτική γλώσσα, διακεκομμένες φράσεις, σιωπές. Κυριαρχεί η μαεστρία μιας εντυπωσιακής οικονομίας λόγου. Ο Γιάννης Χουβαρδάς είναι βαθύς γνώστης της ιδιαίτερης γραφής του Γιον Φόσσε. Έχει ένα μοναδικό τρόπο ανάγνωσης, κατανόησης και προσέγγισης του έργου του 62χτονου σήμερα συγγραφέα. Ο Χουβαρδάς δεν θα μπορούσε να επιλέξει έναν καταλληλότερο χώρο για να στήσει την παράσταση του “Κάποιος θα έρθει” από τον Θόλο μέσα στο πάρκο του ΚΠΣΙΝ. Μια διάφανη σφαίρα με θέα τα πεύκα αγκαλιάζει μια διάφανη εύθραυστη μακρόστενη κατασκευή, το σπίτι όπου θα μείνει το ζευγάρι. Ο Χουβαρδάς ” ξετυλίγει ” την δράση του έργου μέσα σε μια ασπρόμαυρη σύνθεση. Η σημειολογία του σκηνικού και των κουστουμιών (Νίκη Ψυχογιού), των φωτισμών (Αλέκος Αναστασίου) και της μουσικής (Ανρί Κεργκομάρ) σχολιάζουν όλα όσα κυκλοφορούν υπογείως. Το ασπρόμαυρο διάφανο σκηνικό, τα ασπρόμαυρα από διάφανο πλαστικό κοστούμια Εκείνου και Εκείνης σηματοδοτούν το πόσο ευάλωτοι και εύθραυστοι είναι, όπως άλλωστε και το ίδιο το σπίτι. Ενώ ο Άνδρας εμφανίζεται με μαύρα καθημερινά ρούχα, μια ορατή πλέον απειλή που διεισδύει και ανατρέπει την ουτοπική σχέση του ζευγαριού.
Ο Χουβαρδάς αντιμετωπίζει το έργο με ρεαλισμό και συγχρόνως το ντύνει με υπερρεαλιστικά στοιχεία. Εκείνος και Εκείνη οριοθετούν τα παράθυρα του σπιτιού με το δάκτυλό τους επάνω στο διάφανο τοίχωμα του σπιτιού, ξαπλώνουν σε έναν υποτιθέμενο καναπέ, ανοίγουν αόρατες πόρτες και περιπλανώνται στα άδεια ανύπαρκτα δωμάτια του σπιτιού. Το πάτωμα του σπιτιού καλύπτεται με νερό. Το νερό ρέει όπως και ο χρόνος. Δύο αμφίσημα στοιχεία : δίνουν τη ζωή και διαβρώνουν τα πάντα στο διάβα τους. Ένας συμβολισμός που συνάδει με τον τρόπο που μας ξεναγεί ο συγγραφέας στο σπίτι. Αρχικά το ζευγάρι μπαίνει στην κουζίνα. Χώρος όπου προετοιμάζεται η τροφή , αναγκαίο στοιχείο ύπαρξης και ανάπτυξης (θηλασμός, παιδική ηλικία, εφηβεία, ενηλικίωση). Μετά περνά στο σαλόνι, στο στάδιο της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Και τελικά μπαίνει στο δωμάτιο όπου ξεψύχησε η γιαγιά του ιδιοκτήτη. Ένα δωμάτιο με έντονη την αποφορά του θανάτου, γεμάτο ούρα και ακαθαρσίες. Το τελευταίο στάδιο της ανθρώπινης ύπαρξης όπου καιροφυλακτεί ο αναπόφευκτος θάνατος. Και ενδεχομένως, ο ανεπιθύμητος εισβολέας μπορεί να μην είναι άλλος, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά, από τον θάνατο με τα “μαύρα καθημερινά ρούχα”, που εισχωρεί στις ανθρώπινες σχέσεις και ζωές, ανατρέποντας βεβαιότητες, προσδοκίες, καταστάσεις και εγκαθιδρύοντας μια νέα τάξη πραγμάτων και υπαρξιακών αναζητήσεων.
Η σκηνοθετική ματιά του Χουβαρδά διείσδυσε στις πολλαπλές στρώσεις που δομούν το έργο του Φόσσε, αφουγκράστηκε τη μουσικότητα, τον ποιητικό και αινιγματικό λόγο του κειμένου, που μετέφερε στην σκηνή με μια εξίσου ποιητική και ρέουσα θεατρική γλώσσα η Έρι Κύργια και καθοδήγησε τους έξοχους ηθοποιούς του μεθοδικά ώστε να ερμηνεύσουν τους χαρακτήρες σαν μια παρτιτούρα με ημιτόνια, παύσεις και συγκρατημένες εντάσεις, μια ελαφρά ταλάντωση μεταξύ ρεαλισμού και βαθιάς εσωτερικότητας.
Μια παράσταση που “μιλά” με λιτό και συναρπαστικό τρόπο για την αγάπη, την συμβίωση, την συνύπαρξη, την ανασφάλεια, το φόβο, τον θάνατο για όλα όσα “πλέκουν” το υφάδι της ανθρώπινης ύπαρξης και το ευεργετικό “χάδι” της φύσης πάνω στον άνθρωπο.