Το έργο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μηνά Βιντιάδη “Κάτω Παρθενώνας” σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Άλμα η Βάνα Πεφάνη. Γραμμένο το 2011, ανέβηκε για πρώτη φορά στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών για λογαριασμό του ΚΘΒΕ τον Οκτώβριο του 2015 σε σκηνοθεσία Περικλή Χούρσογλου. Ο τίτλος του έργου αναφέρεται σε έναν άτυπο οικισμό αστέγων και ανθρώπων που ατύχησαν με κάποιο τρόπο στη ζωή τους και ζουν στους πέριξ της Ακρόπολης και του Παρθενώνα διαθέσιμους υπαίθριους χώρους και λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα του σήμερα. Οι πρωταγωνιστές είναι ένας (πρώην επιτυχημένος) χρηματιστής που έκανε λάθος επιλογές, έχασε τόσο τα προσωπικά του χρήματα όσο και αυτά των επιφανών πελατών του, του απέμειναν μόνο 50.000 ευρώ με τα οποία θα προσπαθήσει να σώσει την αξιοπρέπειά του κι ένας clochard, ένας άστεγος που μένει στον Κάτω Παρθενώνα και πουλάει βιβλία για να επιβιώσει και να εξασφαλίσει ένα πενιχρό καθημερινό εισόδημα. Ο πρώτος καλεί τον δεύτερο σπίτι του, επιχειρεί να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή του και του προτείνει μια επικερδή “συνεργασία”. Του προσφέρει όλα τα εναπομείναντα χρήματά του προκειμένου να τον σκοτώσει, να γλιτώσει τον εξευτελισμό και να εισπράξει η οικογένειά του την πολύ σημαντική αποζημίωση για το θάνατό του από την ασφαλιστική εταιρεία όπου είναι ασφαλισμένος. Οι κόσμοι που εκπροσωπούν οι δύο χαρακτήρες είναι εντελώς διαφορετικοί, οι ισορροπίες μεταξύ του εύθραυστες και όσο αποκαλύπτονται αλήθειες, τόσο το παιχνίδι μεταξύ τους γίνεται σκληρότερο και πιο κυνικό. Πώς θα καταφέρουν να απεγκλωβιστούν από αυτό και να καταφέρουν να επαναπροσδιορίσουν τις αξίες και τα πιστεύω τους;
Η Βάνα Πεφάνη σκηνοθετεί την παράσταση αναδεικνύοντας τη μεταβλητότητα των σχέσεων θύτη και θύματος και τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ ασφάλειας και καταστροφής, σταθερότητας και αβεβαιότητας, ηθικής και ανηθικότητας, ιδεολογίας και σκληρής πραγματικότητας, εξευτελισμού και κάθαρσης. Πλάθει ένα προσεκτικό και λεπτομερές ψυχολογικό προφίλ δύο εντελώς διαφορετικών χαρακτήρων, τονίζει τις ιδιαιτερότητες του καθενός και προοικονομεί την επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ τους. Είναι τύποι που έχουμε συνηθίσει στην καθημερινότητά μας στην Ελλάδα της κρίσης, αναγνωρίσιμοι, οι οποίοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας, με τον καθένα να κουβαλά ένα προσωπικό δράμα που έχει ρεαλιστική χροιά. Οι ίδιοι τονίζουν τους διαφορετικούς κόσμους από τους οποίους προέρχονται και προσπαθούν να βρουν σημεία προσέγγισης και επικοινωνίας με τον έναν να κουβαλάει την εμπειρία του “σαλονιού” και του πλούτου και τον άλλο την εμπειρία του πεζοδρομίου. Η σκηνοθετική οπτική είναι καθαρά θεατρική, με συνεχή αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών, ελάχιστες παύσεις (μόνο όπου είναι απαραίτητες για να δώσουν έμφαση), γρήγορο ρυθμό και ψυχολογική και συναισθηματική κλιμάκωση της εξέλιξης της ιστορίας των δύο αντρών. Αμφότεροι έχουν χάσει κι έχουν κερδίσει πράγματα με τη φιλοσοφία και τον τρόπο της μέχρι τώρα ζωής τους. Το χιούμορ του κειμένου έχει κάποιες αφελείς στιγμές, αλλά σε γενικές γραμμές είναι αυτοσαρκαστικό και ακολουθεί τη γραμμή του λόγου, χωρίς υπερβολές και με μία σχετική αιχμηρότητα, που θα άντεχε λίγη ακόμα ένταση.
Ο Χρήστος Σαπουντζής ερμηνεύει το χρηματιστή που πτωχεύει και προσπαθεί να γλυτώσει τον επερχόμενο διασυρμό του ίδιου και της οικογένειάς του. Δημιουργεί έναν ήρωα που αποτελεί μια πιο ψυχρή και υπολογιστική εκδοχή του σημερινού Έλληνα, που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, κρατάει ίχνη της αλαζονείας του τόσο στο λόγο όσο και στο γενικότερο σκηνικό του στήσιμο, αλλά κατατρύχεται από την έλλειψη λύσεων για τα προβλήματά του. Άμεσος, αυθεντικός, με κάποια ψήγματα αυτογνωσίας και παραίτησης στο βλέμμα του, αλλά και αποφασισμένος να παίξει ένα τελευταίο χαρτί πριν την τελική του ήττα. Οι συναισθηματικές και ψυχολογικές του διακυμάνσεις είναι εμφανείς, προβάλλουν την ουσία των ηθικών του διλημμάτων και δεν ξεφεύγουν από το μέτρο. Ο Λεωνίδας Κακούρης αναλαμβάνει το ρόλο του άστεγου, ο οποίος για να ζήσει πουλάει βιβλία, ένας μοντέρνος clochard που έχει παιδεία, ιδεολογία και πνευματική καλλιέργεια, αποτελώντας την πιο ευαίσθητη, ευάλωτη και ρομαντική εκδοχή του Νεοέλληνα της κρίσης. Με λόγο μεστό, ώριμο, στιβαρό, σωστή άρθρωση, εύστοχους τονισμούς και πληθωρική σκηνική παρουσία, κοντρολάρει κατά βούληση τα εκφραστικά του μέσα και τα χρησιμοποιεί εξαιρετικά για να αποτυπώσει έναν δεύτερο (αντίθετο) πόλο στο ανθρώπινο δίπολο που προτείνει ο συγγραφέας, μια σχεδόν πλήρως αντεστραμμένη αντανάκλαση του τύπου του χρηματιστή, δίνοντας μια προσεγμένη και ολοκληρωμένη ερμηνεία. Η χημεία των δύο στη σκηνή ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και δεν έδειξαν να επηρεάζονται από το άγχος της πρεμιέρας και της πρώτης τους επίσημης έκθεσης σε ευρύ κοινό.
Ο Γιώργος Λυντζέρης διαμορφώνει το σκηνικό χώρο με μια κατασκευή που με τη φορητότητα και την ευελιξία της παρέχει τη δυνατότητα αλλαγών στη ροή της ιστορίας. Θυμίζει ένα πλούσιο διαμέρισμα, που ταυτόχρονα μοιάζει με φυλακή για τους κατοίκους του, αν και κάποιες αλλαγές χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή (οι μόνες ίσως στιγμές που έγινε αισθητό ένα κάποιο άγχος πρεμιέρας). Ο ίδιος έχει και τη φροντίδα των κοστουμιών, που είναι αντιπροσωπευτικά των δύο αντίθετων ανθρώπινων τύπων που ντύνουν, χωρίς χρωματικές ή στυλιστικές υπερβολές. Τη μουσική σύνθεση επιμελήθηκε ο Orestis και συνοδεύει έξυπνα τόσο τις αντιπαραθέσεις των ηρώων, όσο και τις ψυχολογικές τους εναλλαγές. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα εστίαζαν σωστά στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους ανάλογα με την κλιμάκωση και την εξέλιξη της πλοκής.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άλμα, παρακολούθησα ένα σύγχρονο έργο, που αφουγκράζεται τα προβλήματα του σήμερα και προβάλλει προσωπικούς προβληματισμούς που έχουν περάσει λίγο ως πολύ από το μυαλό όλων μας. Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι εξίσου ανθρωποκεντρική και αναδεικνύει δύο διαφορετικούς τύπους, με ιδιαιτερότητες, ευαισθησίες, ικανότητες, που μέσα από τη συνάντησή τους επαναπροσδιορίζουν τους στόχους τους. Η αποτύπωσή τους είναι ρεαλιστική, άμεση, χωρίς μελοδραματισμούς, ενίοτε με (πικρό) χιούμορ, οι διάλογοι έχουν δυναμική και μηνύματα και κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος. Οι δύο ηθοποιοί έχουν ο καθένας το δικό του στίγμα, χρησιμοποιούν με ιδιαίτερο τρόπο τα εκφραστικά τους μέσα και η σκηνική τους συνεργασία αναδεικνύει την πολύ καλή δουλειά που έγινε στη μελέτη του ρόλου τους. Από τις πολύ καλές προτάσεις για μία αξιόλογη θεατρική έξοδο.