Στη φετινή καλοκαιρινή του περιοδεία το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης παρουσιάζει ανά την Ελλάδα, την κωμωδία “Μαλλιά Κουβάρια”, του Νικόλαου Λάσκαρη. Ο Νικόλαος Λάσκαρης (1868-1945) είναι μια εξέχουσα μορφή του θεάτρου. Αν και τελειώνει τη Νομική Σχολή και του προαλείφεται ένα λαμπρό μέλλον στη δικηγορία, αυτός επιλέγει να αφοσιωθεί στο θέατρο, στη μεγάλη του αγάπη και το υπηρετεί ως: θεατρικός συγγραφέας, κριτικός θεάτρου, μεταφραστής γαλλικών θεατρικών έργων, λιμπρετίστας σε οπερέτες, αρθρογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες, ιστορικός του νεοελληνικού θεάτρου. Το έργο “Μαλλιά Κουβάρια” (1897) είναι η διασημότερη κωμωδία του. Την ίδια χρονιά ανεβαίνει από τους γονείς της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θέατρο “Απόλλων” της Σύρου και το 1899 παρουσιάζεται στο αθηναϊκό κοινό. Πρόκειται για μια καλογραμμένη κωμωδία, στα χνάρια του γαλλικού μπουλβάρ, με δεμένη πλοκή, έξυπνο χιούμορ, σπιρτόζικους διαλόγους, συζυγικές ζηλοτυπίες και συνεχείς παρεξηγήσεις. Μια εκλεπτυσμένη φαρσοκωμωδία, η οποία σατιρίζει την μεγαλοαστική τάξη της εποχής και συγχρόνως προσπαθεί να τονώσει το πατριωτικό αίσθημα της ελληνικής κοινωνίας, με έναν υπαινικτικό τρόπο, καθώς τη χρονιά της συγγραφής του έργου λαμβάνει χώρα ο ατυχής Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 . Η Ελλάδα ηττάται στο πέρασμα της Μελούνας, στα σύνορα του τότε ελεύθερου ελληνικού κράτους, χωρίς να επιτευχθεί η προσάρτηση της αλύτρωτης Μακεδονίας.
Η πατριωτική οργάνωση, Εθνική Εταιρεία, στην οποία ανοίκει ο Κώστας Κουντουπής, εκλεκτό μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας, τον στέλνει σε μυστική αποστολή στη Λάρισα για ένα εθνικό ζήτημα. Ο Κώστας Κουντουπής για να μη διαρρεύσει μια τέτοιου είδους, υψίστης σημασίας, μυστική αποστολή και για να μη κινήσει υποψίες στη ζηλότυπο σύζυγό του, της λέει ότι θα πάει στην Αιδηψό για θεραπευτικούς λόγους και ταυτόχρονα της εκμυστηρεύεται ότι υπάρχει μια μάντισσα η οποία, μελετώντας τις τρίχες των μαλλιών κάποιου, ανακαλύπτει τις ερωτικές επιθυμίες αυτού του ατόμου. Συγχρόνως ο Κώστας Φουρούσης, στενός φίλος του Κώστα Κουντουπή, πάει στην Αιδηψό για να μπορέσει να κατακτήσει το αμόρε του. Έτσι λόγω της ζηλοτύπου συζύγου, της μυστηριώδους μάντισσας και της συνωνυμίας των δύο φίλων δημιουργείται μια τεράστια παρεξήγηση, η οποία κάνει “μαλλιά κουβάρια”, μεταφορικά και ουσιαστικά δύο οικογένειες και έναν αρραβώνα.
Ο Τάσος Πυργιέρης χειρίζεται με μαεστρία τους κώδικες της κωμωδίας και σκηνοθετεί με μπρίο μια ευφρόσυνη κωμωδία εποχής Belle Epoque, με πατριωτικό υπόβαθρο και διανθισμένη με μουσική και τραγούδια στο πνεύμα της εποχής. Δημιουργεί χαρακτηριστικούς τύπους, ρυθμίζει δεξιοτεχνικά τις σκηνικές εισόδους και εξόδους των ηθοποιών, αναδεικνύει το σπινθηροβόλο χιούμορ των καταστάσεων- συμπτώσεων , κρατά γρήγορους ρυθμούς, επιμένει στον άρτιο τονισμό και στη χαριέστατη εκφορά της καθαρεύουσας και οδηγεί μεθοδικά προς την κορύφωση της κωμικής δράσης, αναδεικνύοντας το συγγραφικό ταλέντο του Λάσκαρη αλλά και τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών του.
Ο Καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρούμελης και υπεύθυνος της δραματουργικής επεξεργασίας του κειμένου, Νίκος Ορφανός, στο ρόλο του Κώστα Κουντουπή επαληθεύει περίτρανα το κωμικό του ταλέντο. Η Σοφία Μανωλάκου υποστηρίζει τον ρόλο της ζηλοτύπου συζύγου με χάρη και κομψή γοητεία. Οι Φοίβος Μαρκιανός ως Αγησίλαος Τρακαρός, Γιάννης Δενδρινός ως Κώστας Φουρούσης και Δημήτρης Καλαντζής ως Μενέλαος Λουλάς αναδεικνύουν στους αντίστοιχους ρόλους την κωμική τους φλέβα. Η Τζίνη Παπαδοπούλου ερμηνεύει πολύ επιτυχημένα μια “ενοχλητική” πεθερά και η Λήδα Καπνά είναι πολύ συνεπής στη σύντομη παρουσία της. Ο δε Χρήστος Σταθούσης πλάθει έναν εκπληκτικό Γιακουμή, δημιουργώντας με κινήσεις του σώματος και των χεριών, με χαρακτηριστική ομιλία και μια λευκή τεράστια ποδιά και ένα μεγάλο πούπουλο ξεσκονίσματος στο χέρι, έναν υπέροχο υπηρέτη εποχής.
Τα σκηνικά της Ελίνας Δράκου αποτυπώνουν με ακρίβεια την αισθητική της εποχής καθώς και τα πολύ φινετσάτα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη: τα τσάρλεστον φορέματα με τις ντραπέ λεπτομέριες και άλλα γαρνιρισμένα με εξαιρετικές δαντέλες, τα καλαίσθητα καπελίνα, τα υπέρκομψα ανδρικά κοστούμια και τα ανδρικά ψαθάκια αποπνέουν έναν αέρα μιας αλλοτινής εποχής, μιας νοσταλγικής αθηναϊκής κοινωνίας.
Ο Τάσος Πυργιέρης με γοητευτικό τρόπο ζωντανεύει, επάνω στο θεατρικό σανίδι, ένα κείμενο σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό, επιτυγχάνοντας τη συντέλεση της “ζύμωσης” της παράστασης, με τον φυσικό αποδέκτη της, τους θεατές της.