«ΜΗΔΕΙΑ» ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΑΝΤΖΑ
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Την Παρασκεύη 30 Ιουνίου, μια ξεχωριστή, ανδροκρατούμενη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά εγκαινίασε το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Ο Δημήτρης Καραντζάς επανέρχεται στην Αρχαία Επίδαυρο, τρία χρόνια (2014) μετά την «Ελένη» του Ευριπίδη που παρουσίασε στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Ο τριαντάχρονος χαρισματικός σκηνοθέτης και όχι τυχαία υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου, δουλεύοντας ακατάπαυστα δεν σταματά να επαληθεύει το πηγαίο ταλέντο του, τη βαθιά του αγάπη για το θέατρο και την αναζωογονητική αύρα που φέρνουν οι δουλειές του.
Τη μικρή ορχήστρα του θεάτρου καλύπτουν διάσπαρτα λευκά φορέματα, φούστες, μπλουζάκια, μπούστα εμβαπτισμένα σε γύψο, με «ζωντανές» τις πτυχώσεις που αναδεικνύουν τη γυναικεία σιλουέτα, θραύσματα μιας νεανικής και ευτυχισμένης ζωής. Στο κέντρο «αναδύεται» έναν μαραζωμένο στάχυ με μία δέσμη φωτός να το αγκαλιάζει. Ένα περιβάλλον που μεταμορφώνουν οι μαγιοί φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου σε κακοτράχαλο και άνυδρο τοπίο. Η απούσα Μήδεια, με την υλική υπόσταση, είναι παρούσα με τον παράξενο ψυχισμό της, διασκορπισμένη στο χώρο και στο χρόνο.
Τρείς άνδρες, με ομοιόμορφα μαύρα κουστούμια (Ιωάννα Τσάμη) ιστορούν, μέσα από τη δική τους ψύχραιμη ματιά όσα συνέβησαν στην Κολχίδα και αυτά που διαδραματίζονται στην Κόρινθο φωτίζοντας το παρόν με τα flashback του παρελθόντος.
Η «Μήδεια» του Ευριπίδη, σε μετάφραση Μίνου Βολανάκη, (διασκευή – δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Καραντζάς, Θεοδώρα Καπράλου) εμπλουτισμένη με αποσπάσματα από το έργο «Μήδειας υλικό» του Χάϊνερ Μύλλερ, το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι και το ομώνυμο έργο του Ζαν Ανούϊγ αποκτά άλλη διάσταση και εστιάζει στην «περίπτωση» Μήδεια. Η Μήδεια, πριγκίπισσα με μαγικές δυνάμεις από την θεία της Κίρκη, γυναίκα με υπερφυσικές δυνάμεις λόγω των θεϊκών της καταβολών, εγγονή του Ήλιου, λαβωμένη από έρωτα για τον Ιάσωνα ξεπέφτει στα ανθρώπινα πάθη.
Σε αυτή την πτώση και την «εσωτερικής πορείας» ανάνηψη της Βάρβαρης μάγισσας – μακράν της απλής εκδίκησης μιας απατημένης συζύγου – επικεντρώνεται η σκηνοθετική προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά.
Ο σκηνοθέτης διατηρεί το σταθερό σχήμα των τριών υποκριτών της αρχαίας τραγωδίας, στοιχεία από το θέατρο Νο και τη μπρεχτική αποστασιοποίηση, τα αφομοιώνει, τα μεταπλάθει και εκφράζει ένα δικό του «ιδίωμα» το οποίο δημιουργεί μια ατμοσφαιρική και με δικό της χαρακτήρα παράσταση.
Οι τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί υποστήριξαν με υποκριτικό κύρος τα αφηγηματικά μέρη και τους πολλαπλούς ρόλους με μέτρο, τρυφερότητα, ευαισθησία και χιούμορ. Ο Χρήστος Λούλης επωμίσθηκε τους ανδρικούς ρόλους του Ιάσωνα, του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, τον Παιδαγωγό και τον Αιγέα. Ο Μιχάλης Σαράντης έγινε τροφός, αγγελιαφόρος και χορός και ο Γιώργος Γάλλος ανέλαβε το ρόλο της Μήδειας. Κατά διαστήματα ένωναν τις φωνές τους σε μουσικούς σχεδιασμούς (Ανρί Κεργκομάρ) που ερμήνευαν a capella ενισχύοντας τη διάχυτη μυστηριακή ατμόσφαιρα της παράστασης.
Ο Ευριπίδης κλείνει το έργο του με την αποθέωση της Μήδειας, την ανάληψή της πάνω στο πύρινο άρμα του παππού της Ήλιου. Σε αυτήν όμως την ανάγνωση του μύθου υπάρχει, ένα άλλο συγκλονιστικό φινάλε. Και οι τρείς υποκριτές μετατρέπονται σε Μήδεια μια χθόνια θεά που αναμοχλεύει τη γη, τη σκάβει και αποκολλά με λύσσα τα λευκά φορέματα για να εμφανιστεί ένας χρυσαφένιος λαμπερός ήλιος στην στεφάνη του οποίου γλιστρούν αργά οι τρεις υποκριτές και σχεδόν αόρατοι ψθυρίζουν: «Θέλω τον κόσμο να κόψω στα δύο και να κατοικήσω στο κενό ανάμεσα εγώ ούτε γυναίκα ούτε άνδρας». (Χάϊνερ Μύλλερ) Μια Μήδεια, άφυλη (κατά τον Χαίνερ Μύλλερ) διεισδύει στα σπλάχνα της γης προσπαθώντας να ανακαλύψει το «έσω φως», την εσωτερική γαλήνη και να καθαρθεί επανεφευρίσκοντας τη γέφυρα ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο.
Μια σπουδαία σύγχρονη ματιά πάνω στον τραγικό μύθο με μοναδικές ερμηνείες και με ένα ευρηματικό και λειτουργικό σκηνικό (Ελένη Μανωλοπούλου) να συνάδει απόλυτα με το πνεύμα της παράστασης- το οποίο από μόνο του αποτελεί μια εικαστική εγκατάσταση σε πλήρη αρμονία με τον αρχαίο χώρο – μια δουλειά που αξίζει να της δωθεί η ευκαιρία να επαναληφθεί.