Skip to main content
Το έργο του Γαλλο-Ουρουγουανού θεατρικού συγγραφέα και σκηνοθέτη Σέρχιο Μπλάνκο (Sergio Blanco) με τίτλο “Μια Άλλη Θήβα” (Tebas Land) σκηνοθετεί στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Γράφτηκε το 2013 και κέρδισε το βραβείο καλύτερης παράστασης στα Offies (Off-West End Theatre Awards) του Λονδίνου το 2018. Ένας συγγραφέας προσπαθώντας να αντλήσει στοιχεία, συναισθηματικές αναφορές και ισορροπίες για να γράψει ένα έργο για την πατροκτονία, επισκέπτεται έναν πατροκτόνο στη φυλακή, τον προσεγγίζει και τον πείθει να γίνει το υλικό έμπνευσής του. Ο αρχικός στόχος είναι ο κεντρικός ρόλος να παιχτεί από τον ίδιο το φυλακισμένο. Ένα κείμενο “αυτομυθοπλασίας” όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Μπλάνκο, καθώς μπορεί να περιλαμβάνει προσωπικές εμπειρίες, αλλά δεν είναι αυτοβιογραφικό. Οι δύο χαρακτήρες εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους, που απέχουν πολύ μεταξύ τους. Την απόσταση αυτή γεφυρώνει συνάντηση τη συνάντηση ο συγγραφέας, καθώς εκμεταλλεύεται τις ψυχολογικές και συναισθηματικές χαραμάδες που του αφήνει ο φυλακισμένος και αρχίζει να διεισδύει στο σύμπαν του, να διερευνά και να κατανοεί ορμές, συμπεριφορές και τρόπο σκέψης. Η σχέση των δύο δεν είναι μονοσήμαντη, καθώς ο πρώτος μεταδίδει ψήγματα γνώσης και εμπειριών στον δεύτερο ανοίγοντάς του γνωσιακούς ορίζοντες και ξυπνώντας την κοιμώμενη (μέσα του) ευστροφία του. Ο Οιδίποδας και οι αρχαίες τραγωδίες που περιγράφουν την πατροκτονία την οποία διέπραξε και τις συνέπειές της, γίνονται αναπόφευκτα αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των δύο. Η άρνηση των αρχών να παίξει στην παράσταση ο ίδιος ο φυλακισμένος αναγκάζει το συγγραφέα να στραφεί σε έναν ηθοποιό για το ρόλο, προσπαθώντας να του μεταγγίσει ότι έχει αποκομίσει και εξακολουθεί να αποκομίζει από τον πατροκτόνο. Θίγονται και άλλα ενδιαφέροντα θέματα στο έργο, όπως η ενδοοικογενειακή βία, οι σχέσεις εξουσίας και χειραγώγησης, η εμπιστοσύνη, ο (συχνά) λυτρωτικός ρόλος της μουσικής, η θεατρική συνθήκη και οι δυσκολίες της, η μετατροπή του λόγου και της εμπειρίας σε τέχνη και ο έρωτας. Υπάρχουν αναμφίβολα κάποια φλύαρα τμήματα του έργου, τα οποία δίνουν λιγότερες ευκαιρίες για σκηνική δράση μεταξύ των χαρακτήρων, ενώ αδυναμία μπορεί να θεωρηθεί και το κάπως επιδερμικό πέρασμα από κάποιους θεματικούς πυρήνες, στους οποίους δεν υπάρχει βαθύτερη και πιο ενδελεχής ματιά. Η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ έχει συνέπεια και συνέχεια, αποδίδει με ακρίβεια τους προβληματισμούς του συγγραφέα και χρησιμοποιεί απλή και κατανοητή γλώσσα για να τους κάνει εικόνα.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση εναλλάσσοντας την αφήγηση με τη σκηνική δράση, μένοντας πιστός στις σκηνοθετικές οδηγίες του συγγραφέα κι επιχειρώντας να φωτίσει τις ψυχολογικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων και να αναδείξει τις λεπτές ισορροπίες των μεταξύ τους σχέσεων. Η πρώτη γίνεται το εργαλείο για να εισάγει το θεατή στην ιστορία, ενώ η δεύτερη επιχειρεί να διεισδύσει βαθύτερα στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων και να κατανοήσει τις εσωτερικές τους διεργασίες. Δημιουργούνται δύο δίπολα, του συγγραφέα και του κρατούμενου και του συγγραφέα με τον ηθοποιό, με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις να παρουσιάζουν κορυφώσεις και χαμηλά, καθώς η σχέση τους εξελίσσεται και μεταβάλλεται με τρόπο δυναμικό. Υπάρχουν σαφείς κινηματογραφικές αναφορές, αλλά και χαρακτηριστικά, έντονα θεατρικά τετ α τετ, όπου ο ρεαλισμός συνδιαλέγεται με τη σκληρότητα, υπονοώντας και μια λανθάνουσα συναισθηματική πολυπλοκότητα. Κάποιες σκηνές χρειάζονταν συντόμευση ή και παράλειψη καθώς παρουσιάζουν μια επαναληπτικότητα και μια σχετική φλυαρία, αλλά γενικότερα ο ρυθμός δε χάνεται. Κάποιες δόσεις διδακτισμού επίσης δεν αποφεύγονται, χωρίς όμως να αλλοιώνεται η ουσία της προβληματικής του συγγραφέα και των μηνυμάτων τα οποία θέλει να περάσει. Η σκηνοθετική προσέγγιση έχει γενικότερα μια μάλλον παραθετική και λιγότερο κριτική οπτική, αφήνοντας ελεύθερο το θεατή να αξιολογήσει, αλλά και να αξιοποιήσει με το δικό του τρόπο τη γνώση και την εικόνα που του παρουσιάζονται στη σκηνή. Οι δραματικές στιγμές έχουν αμεσότητα και ζεστασιά, χωρίς όμως να χάνεται το μέτρο και να φλερτάρουν με το μελόδραμα.
Ο Θάνος Λέκκας υποδύεται τον Σ, τον συγγραφέα, που προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το σκεπτικό και συναισθηματικό DNA του κρατούμενου πατροκτόνου, ώστε να το κάνει θεατρικό κείμενο, αλλά και παραστατική τέχνη. Ο ελαφρά αποστασιοποιημένος τρόπος ερμηνείας στην αρχή του έργου του αιτιολογείται υπό το πρίσμα της επαγγελματικής του ιδιότητας και των πραγματικών κινήτρων για τα οποία πλησιάζει τον κρατούμενο, αλλά διέκρινα και μια σχετική αμηχανία και συναισθηματική ουδετερότητα στην εν γένει σκηνική του παρουσία. Στη ροή βρήκε τις ισορροπίες του ρόλου του και κατάφερε να αποδώσει σωστά την εξελικτική του πορεία. Υπήρχαν στιγμές διδακτισμού στην εκφορά του λόγου του, αλλά και σωστός αυτοέλεγχος στις εντάσεις των εκφραστικών του μέσων. Ο Δημήτρης Καπουράνης παίζει τόσο τον πατροκτόνο Μαρτίν, όσο και το Φεδερίκο, τον ηθοποιό που θα τον υποδυθεί στο θέατρο. Οι μεταβάσεις του από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο είναι άμεσες και πειστικές, καταφέρνοντας εν ριπή οφθαλμού να μεταπηδά από τον ένα στον άλλο και να μπαίνει στην προσωπικότητα και την ψυχολογία του. Με τον σκληρό, ωμό, αλλά νοητικά αφελή και συναισθηματικά τραυματισμένο Μαρτίν καταφέρνει να υποβάλλει στο θεατή μια σχεδόν αυθόρμητη συμπάθεια προς αυτόν και μια διάθεση συγχώρησης του εγκλήματός του. Ο Φεδερίκο από την άλλη είναι εγκεφαλικός, εξωστρεφής και φιλόδοξος, με την εσωτερική ανασφάλεια του καλλιτέχνη να αποτελεί βασική κινητήριά του δύναμη. Και στους δύο ήρωες είναι ακριβής και τους αποτυπώνει με μέτρο, ευαισθησία και συνέπεια, χωρίς να χάνει τη συγκέντρωσή του ούτε μία στιγμή. Η σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών και η συνεργασία τους είναι πολύ δουλεμένη και ειδικά αυτή των Σ και Μαρτίν που βασίζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στις (πολλές) αντιθέσεις τους.
Το σκηνικό υπαγορεύεται από τον ίδιο το συγγραφέα και λειτουργεί πολυεπίπεδα ως προς τη φυλακή, τον εγκλεισμό και τη λειτουργία των ορίων (προσωπικών και ψυχολογικών), με την επιμέλειά του να ανήκει στον Κώστα Πολίτη. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ είναι απλά και καθημερινά και ανταποκρίνονται εύστοχα στο ρόλο που παίζουν στη σκηνική μετάβαση μεταξύ των δύο χαρακτήρων που προανέφερα που παίζονται από τον ίδιο ηθοποιό. Η κίνηση της Ξένιας Θεμελή είχε σωστές τοποθετήσεις και εκμεταλλεύθηκε πολύ καλά το διαθέσιμο χώρο. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου δένει αρμονικά με το λόγο και τονίζει τις κορυφώσεις του. Στους φωτισμούς η δουλειά του Αποστόλη Κουτσιανικούλη ήταν τέτοια, ώστε να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να εστιάζει σωστά στους ηθοποιούς. Ο ίδιος επιμελήθηκε και τα βίντεο που προβάλλονται.

Συμπερασματικά, στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου παρακολούθησα μια παράσταση ενός ενδιαφέροντος κειμένου που θίγει επίκαιρα θέματα, αν και δεν αποφεύγει μια σχετική φλυαρία. Η σκηνοθετική προσέγγιση ανέδειξε την προβληματική του κι επιχείρησε μια καταβύθιση στον ψυχισμό των ηρώων με στόχο την όσο το δυνατόν βαθύτερη και καλύτερη κατανόησή του. Παρ’ όλες τις μικρές αρρυθμίες και κάποιες αδυναμίες που προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο, το ενδιαφέρον διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με συχνά έντονες συναισθηματικές και ψυχολογικές κορυφώσεις. Η καλή χημεία των δύο ηθοποιών και η εξαιρετική μετάβαση του ενός από αυτούς από τον ένα στον άλλο ήρωα που ερμηνεύει, συμβάλλουν σημαντικά στο θετικό πρόσημο της παράστασης που την κάνουν μια πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση για το φετινό χειμώνα.

fb-share-icon2000
Tweet 2k
error: Content is protected !!