Μία δικής του σύλληψης σκηνική σύνθεση με τίτλο “Μπλε” σκηνοθετεί στο Θέατρο Άλφα ο David Negrin. Ο ήρωας του έργου είναι ένας τύπος ο οποίος ζει σε ένα κόσμο όπου κυριαρχεί το λευκό, ένα επίμονο, μονότονο, διαρκές λευκό, όπου ξυπνά, κάνει τις καθημερινές του δουλειές, τρώει και κοιμάται. Μαζί με το χρώμα, λείπει από τη ζωή του και η όποια αίσθηση ποικιλίας και διαφορετικότητας, αφού όλα τα καταπιέζει η ισοπέδωση του λευκού. Σε συνδυασμό με την απόλυτη τάξη η οποία κυριαρχεί σε όλα (έστω και αν κάποια σκουπίδια μπαίνουν κάτω από το χαλάκι), ο ήρωας αυτός παραμένει μοναχικός στο μουντό του κόσμο και με έντονη την αίσθηση της μελαγχολίας και του ψυχαναγκασμού. Τα πράγματα αλλάζουν όταν στην εξίσωση μπαίνει απρόσμενα μια όμορφη, ξανθιά ύπαρξη, που αλλάζει τα δεδομένα, δίνει το στίγμα της (έστω απρόθυμης στην αρχή) συντροφικότητας και διεκδικεί την αποδοχή του άλλου και μια κατά το δυνατόν πορεία συνύπαρξης. Τυχαία είναι και η ανακάλυψη του μπλε χρώματος που μπαίνει στη ζωή τους και συντρίβει έτσι τη μονοτονία του λευκού. Η αρχική εντύπωση από το “λίγο” αρχικό χρώμα αρχίζει και κερδίζει έδαφος για να μεταμορφώσει με ταχύτατα βήματα όλη του την ύπαρξη. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα περιβάλλον βωβό, χωρίς ομιλία, με εμφανείς τις επιδράσεις από τον Jacques Tati, τον Charlie Chaplin, τον Mr Bean του Rowan Atkinson, τον Buster Keaton και άλλους καλλιτέχνες του ίδιου βεληνεκούς.
Ο David Negrin σκηνοθετεί το εγχείρημα αυτό, αντικαθιστώντας το λόγο με την κίνηση και την εκφραστικότητα των σωμάτων και των προσώπων για να μιλήσει για κάποιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Οι φόρμες που χρησιμοποιήθηκαν παλιές και δοκιμασμένες, αλλά εύστοχα προσαρμοσμένες στις ανάγκες της συγκεκριμένης δουλειάς και στην ιδιοσυγκρασία των δύο ηρώων. Τα δίπολα μοναξιά-συντροφικότητα, μονοτονία-αλλαγή, μελαγχολία-χαρά και οι εναλλαγές τους αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του έργου, με τους δύο ηθοποιούς να είναι συνεχώς παρόντες στη σκηνή, είτε κρυμμένοι, σχεδόν καμουφλαρισμένοι, είτε προσπαθώντας ο ένας να συνηθίσει την παρουσία του άλλου στην καθημερινότητά του. Αυτή η “έτερη” παρουσία γίνεται το αλατοπίπερο της συνέχειας της ιστορίας και αποτελεί στην ουσία το “χρώμα” που πλουτίζει το βαρετό και σχεδόν αρρωστημένο λευκό. Το ευφάνταστο μέσα στην απλότητά του σκηνικό, συμμετέχει με τον τρόπο του στην παράσταση, γίνεται ένα ζωντανό της κύτταρο που προκαλεί θετική αντίδραση στους πρωταγωνιστές και αποτελεί γενεσιουργό αίτιο συναισθήματος. Τα σώματα με την κίνησή τους και την ενέργεια που εκπέμπουν, αλλά και τα πρόσωπα με τις γκριμάτσες τους, μελαγχολικές ή αστείες κάνουν την ανυπαρξία του λόγου να μη γίνεται αισθητή, με το θεατή να νιώθει ότι αφουγκράζεται τις σκέψεις και τις επιθυμίες των δύο ηρώων. Υπάρχει χιούμορ, τρυφερότητα, συμπάθεια, πικρία και όλα αυτά προκύπτουν αβίαστα από τη συνδυαστική παρουσία των δύο χαρακτήρων στη σκηνή. Κάποια στιγμιότυπα είχαν μια κινηματογραφική απόχρωση, η εναλλαγή τους γενικά ήταν γρήγορη και οι ελάχιστες κοιλιές στο ρυθμό ξεπεράστηκαν εύκολα, χάρη στη συνεχή κινητικότητα και την πλεονάζουσα ενέργεια των δύο ταλαντούχων ηθοποιών. Το όλο εγχείρημα χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και θεατρικής καινοτομίας, αποτελεί μια απόλυτα έντιμη και πολύ συνεπή προσπάθεια εφαρμογής παλαιών και δοκιμασμένων τεχνικών σε ένα σύγχρονο θεατρικό γίγνεσθαι και μια απλή ιστορία με συναισθηματικό υπόβαθρο.
Ο Παντελής Πάγκαλος στον αντρικό ρόλο διαθέτει ένα πολύ εκφραστικό πρόσωπο που είναι ικανό να αλλάζει σχεδόν στιγμιαία από μια αστεία γκριμάτσα σε μία θλιμμένη και καταφέρνει να αποτυπώσει σε αυτό το μεγαλύτερο μέρος των λεπτών ψυχολογικών ισορροπιών του ήρωά του. Βλέπεις τη βαρεμάρα, την ανία, την πλήξη, την απουσία ελπίδας από τη μία, αλλά και μία καινούργια λάμψη στα μάτια, μια ένταση στις γραμμές του προσώπου και μια ελπίδα για το καινούργιο, το διαφορετικό όταν εισβάλλει στη ζωή του ο γυναικείος χαρακτήρας της παράστασης. Η κίνησή του έχει δάνεια από το Σαρλώ μέχρι το Mr Bean, αλλά όχι σε μια στείρα αναπαραγωγή τους, αλλά με προσωπικές πινελιές και ενταγμένη στις ιδιαιτερότητες του ήρωά του. Η Δανάη Μιχαλάκη παίζει τη θηλυκή παρουσία που γίνεται ξαφνικά μέρος της καθημερινότητας του άντρα και αλλάζει το ρου της ζωής του. Η θηλυκότητά της γίνεται μέσο έκφρασης και κινείται στη σκηνή σαν ένα βουβό αερικό που παρασέρνει το άχρωμο σύμπαν του άνδρα και το αντικαθιστά με άλλο, γεμάτο χρώμα και χυμούς. Διατηρεί τον έλεγχο και των υπόλοιπων εκφραστικών της μέσων, καταφέρνοντας να τα συντονίσει αρμονικά και να διεγείρει τη βασική ανθρώπινη ανάγκη για συντροφικότητα. Το πρόσωπό της γίνεται καθρέφτης συναισθημάτων και έδειξε απόλυτα συγκεντρωμένη στις ανάγκες του ρόλου της. Και οι δύο ηθοποιοί καταφέρνουν να αφήσουν ένα προσωπικό στίγμα στην παράσταση, έχουν εξαιρετική χημεία και σχεδόν υποδειγματική σκηνική συνεργασία.
Ο σκηνοθέτης επιμελήθηκε το λιτό, αλλά απόλυτα λειτουργικό σκηνικό που αλλάζει και από ένα μονότονο, σχεδόν νοσοκομειακό λευκό, γίνεται ένα σχεδόν “χαμογελαστό” μπλε, ενώ υπάρχει κι ένα σεντούκι με διάφορα (φαινομενικά) ετερόκλητα σκηνικά αντικείμενα, που βρίσκουν τη χρηστική τους αξία στη ροή της παράστασης (εκείνη η τενεκεδένια βρυσούλα για το ξύρισμα, πόσες παιδικές αναμνήσεις μου ξύπνησε). Τα κοστούμια του ίδιου είχαν μια απλότητα, η οποία καθρεφτίζει σωστά την καθημερινότητα των ηρώων, σε λευκό χρώμα ασορτί με το σκηνικό, τα οποία όμως “λερώνονται” στη συνέχεια από το μπλε που κατακλύζει τη ζωή τους. Στη συνεπή και γεμάτη ενέργεια υποκριτική διδασκαλία των ηθοποιών συνεργάστηκε η Άννα Μονογιού, το σκηνικό κατασκεύασε ο Χρήστος Χαμζαλάρης, ενώ η χορογραφία της Χριστίνας Φωτεινάκη είχε όλη την απαιτούμενη ένταση και δυναμική που χρειαζόταν για να συνδυαστεί με τις εκφράσεις και να δημιουργήσουν συναίσθημα. Οι επιτυχημένοι φωτισμοί έγιναν και πάλι από το σκηνοθέτη.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα, παρακολούθησα μια βωβή παράσταση, που αποτέλεσε μια πραγματική ιστορία προορισμού για τους ήρωές της, αλλά βρήκε και τον τρόπο να διεισδύσει στη σκέψη και το θυμικό του θεατή και να τον παρασύρει σε μια πορεία σταδιακής, αλλά θεαματικής αλλαγής. Η έλλειψη του λόγου δεν επηρέασε καθόλου, καθώς η εκφραστικότητα των προσώπων και η κίνηση των σωμάτων κατάφεραν να αποτυπώσουν εύστοχα όλη τη διαδρομή από τη μοναξιά στη συντροφικότητα, από την πλήξη στην ουσία της ζωής, από την ανία στο ανανεωμένο ενδιαφέρον για το αύριο. Με ελάχιστες κοιλιές, γρήγορο ρυθμό και δύο ηθοποιούς που είχαν πολύ καλή σκηνική συνεργασία, το μπλε δεν έμεινε απλά ένα χρώμα, αλλά έγινε η διάθεση αλλαγής και επαναπροσδιορισμού στόχων και επιθυμιών.