Το γνωστό κείμενο του Δημήτρη Ψαθά με τίτλο “Ξύπνα Βασίλη” σκηνοθετεί στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια ο Άρης Μπινιάρης. Γράφτηκε το 1965 ως θεατρικό έργο από τον πολυγραφότατο Έλληνα δημοσιογράφο, χρονογράφο και συγγραφέα, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να τολμά το πρώτο του ανέβασμα στο σανίδι την ίδια χρονιά (σεζόν 1965-66), ενώ έγινε και ταινία της Φίνος Φιλμ το 1969 σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη με τους Γιώργο Κωνσταντίνου, Έλενα Ναθαναήλ και Αλέκο Αλεξανδράκη στους τρεις βασικούς ρόλους και τον υπέροχο Γιώργο Μιχαλακόπουλο ως εμβληματικός ποιητής Τιμολέων Φανφάρας. Ο Βασίλης είναι ένας χαμηλόμισθος και συντηρητικός υπάλληλος ενός εκδοτικού οίκου που ήρθε στην Αθήνα από την επαρχία. Χαμηλών τόνων, συντηρητικός, μαθημένος να υπακούει και εξαιρετικά σχολαστικός γίνεται προϊστάμενος, αλλά με δυσανάλογα μικρές οικονομικές απολαβές. Εναποθέτει τις ελπίδες του να βγει από την οικονομική του δυσπραγία στα λαχεία, τα οποία αγοράζει μανιωδώς, μήπως κάποια στιγμή η τύχη αποφασίσει να του χαμογελάσει. Ο Μάνος είναι συνάδελφός του, αριστερών όμως πολιτικών πεποιθήσεων, που αρθρογραφεί κατά του ποιητή Φανφάρα, “εξέχοντος” ποιητή του εκδοτικού οίκου και ο οποίος όταν τον ανακαλύπτουν απολύεται. Η Ντίνα, αδερφή του Βασίλη, έρχεται με τη μητέρα τους στην Αθήνα, μετά από ένα επεισόδιο με τον κοινοτάρχη του χωριού. Στην πρωτεύουσα αναπτύσσει και αυτή αριστερή δραστηριότητα προκαλώντας την οργή και την απογοήτευση του αδερφού της. Η κατάσταση περιπλέκεται έτι περισσότερο, όταν η Ντίνα κάνει σχέση με το Μάνο και τελικά τον παντρεύεται. Δεχόμενος ασφυκτική πίεση από το περιβάλλον του ο Βασίλης πείθεται να ζητήσει αύξηση, η εκδότρια τον απολύει και ο Μάνος κατά τραγική ειρωνεία κερδίζει 2 εκατομμύρια από το λαχείο. Το μυαλό του Βασίλη παίρνει ανάποδες στροφές, τρελαίνεται, νομίζει ότι είναι κόκορας και θα νοσηλευθεί στο φρενοκομείο για δύο χρόνια. Θεραπευμένος πια επιστρέφει στο σπίτι του για να διαπιστώσει ότι ο “αριστερός” Μάνος και η επαναστάτρια αδερφή του διάγουν πολυτελή βίο, διοργανώνουν γιορτή προς τιμήν του ποιητή Φανφάρα που πριν λοιδωρούσαν, ενώ έχουν γίνει και συνέταιροι στον εκδοτικό οίκο. Εύλογα αναρωτιέται αν θα πρέπει να επανέλθει στην ταυτοπροσωπία με τον κόκκορα. Η Θεοδώρα Καπράλουμε το σκηνοθέτη υπογράφουν τη διασκευή της νέας αυτής θεατρικής μεταφοράς.
Ο Άρης Μπινιάρης σκηνοθετεί την παράσταση κρατώντας έντονο το (μαυρόασπρο) κινηματογραφικό της στοιχείο, προσθέτει σε αυτό μουσική και τραγούδια και τα ενσωματώνει στη ροή της δημιουργώντας ένα ζωντανό, γρήγορο και κεφάτο σκηνικό ψηφιδωτό. Σε ένα μεγάλο λευκό πλαίσιο το οποίο λειτουργεί ως πανί προβολής και δεσπόζει στο σκηνικό, ο σκηνοθέτης προβάλλει τη θεατρική δράση που ο χειριαστής κινηματογραφεί πίσω από αυτό. Η ορατότητα των θεατών δεν είναι σφαιρική, δεν αφορά το σύνολο της σκηνής, αλλά μόνο τα πλάνα που επιλέγονται στο πίσω μέρος του ιδιότυπου τοίχου. Στη δεξιά πλευρά της σκηνής ένα μουσικό τρίο (δύο όργανα και μια φωνή) γίνεται ο αφηγητής που μας εισάγει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων της ιστορίας και επεμβαίνει σε κατάλληλες στιγμές για να δώσει έμφαση σε κάποιες δραματουργικές κορυφώσεις με τα μουσικά του κρεσέντο. Η κινηματογράφηση γίνεται συνήθως με κοντινά, σχεδόν παραμορφωτικά πλάνα που επιλέγονται για να προσδώσουν μια αίσθηση ειρωνείας και παράνοιας στους χαρακτήρες και τα λεγόμενά τους. Άλλωστε στόχος του σκηνοθέτη είναι να καυτηριάσει την αλλοίωση και τη διαστροφή της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης κάποιων από τους ήρωες του έργου και τις χαλαρές αντοχές τους στους πειρασμούς του χρήματος και της εξουσίας. Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα γρήγορο, σχεδόν ξέφρενο ρυθμό, με το χιούμορ να είναι πάντοτε παρόν, τη σάτιρα να διατηρεί τις λεπτές και οξείες αποχρώσεις της και τον κόκορα να αποτελεί την κορύφωσή της. Η συνοχή της ηθογραφίας του Ψαθά και τα νοήματά της δεν αλλοιώνονται εν γένει, αν και κάποια κομμάτια της ιστορίας δεν αναδεικνύονται επαρκώς και τμήματα του λόγου ακούγονται κάπως ηθικοπλαστικά έχοντας χάσει κάτι από τη φρεσκάδα και τη γνησιότητά τους. Ο πολιτικός χαρακτήρας του αρχικού κειμένου παραμένει επίκαιρος και προβάλλεται διακριτικά, άλλοτε σαν απλός κοινωνικός σχολιασμός και άλλοτε σαν τροφή για σκέψη στο θεατή. Στο τέλος ο σκηνικός τοίχος πέφτει, οι ηθοποιοί έρχονται ζωντανά στο προσκήνιο και κλείνουν την παράσταση με μπρίο και στυλ, αποκαθιστώντας την αμεσότητα του όλου εγχειρήματος. Κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι το θέατρο υποχωρεί και κρύβεται πίσω από κινηματογραφικές συμβάσεις, καθώς τα διαρκή κοντινά προξενούν οπτικές αλλοιώσεις στην εικόνα, αφαιρώντας πόντους από την ευστοχία και τη λειτουργικότητα των πλάνων αυτών, αλλά η άποψή μου είναι ότι το πάντρεμά τους στάθηκε, παρά τις όποιες αδυναμίες του, επιτυχημένο.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης στο ρόλο του Βασίλη, του χαμηλών τόνων, συντηρητικού, σχεδόν υποτακτικού υπαλλήλου του εκδοτικού οίκου Φαρλάκου, έχει μάθει να μη σηκώνει κεφάλι και να μη διαμαρτύρεται. Με μικρούς ψευτολεονταρισμούς, φωνή που προδίδει ανασφάλεια και αβεβαιότητα, κίνηση σχεδόν εμμονική που κάνει φανερή την εσωτερική του αγωνία, αποτυπώνει εύστοχα και με συνέπεια έναν “ανθρωπάκο” που θέλει, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του και τα στενά της όρια. Αν και έχει βαθιές και ηθικές αρχές και αξίες, τις οποίες υπερασπίζεται μέχρι τέλους, αυτές θα τον συνθλίψουν και θα τον οδηγήσουν στην παράνοια. Η Μαντώ Γιαννίκου ήταν η Ντίνα, η επαναστάτρια και καυγατζού αδερφή του Βασίλη. Έχει την ορμητικότητα και το ακαταλόγιστο της νεότητας, αλλά δεν είδα την απαραίτητη σκηνική φλόγα και ζωντάνια για να πλάσει μια ηρωίδα γεμάτη διάθεση για ζωή και αλλαγές, ένα επαναστατικό alter ego του αδερφού της και κυμάνθηκε σε σχετικά ρηχά νερά. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου υποδύεται τον κομβικό ποιητή Φανφάρα, ένα ρόλο στον οποίον άφησε τη σφραγίδα του ο υπέροχος Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Δεν κόπιαρε τίποτα από αυτόν, παρά μόνο τον εσωτερικό ακκισμό του ίδιου του ποιητή που τρέφεται από τα κοπλιμέντα και τον μπόλιασε με τη δική του οξυδέρκεια και θεώρηση. Λόγος ρηχός και υπερφίαλος, ειρωνικά στομφώδης απαγγελία, κίνηση επιτηδευμένη, συνεχή χαμόγελα αυταρέσκειας ακόμα και χωρίς κοινό γύρω του, ήταν τα στοιχεία που συνέθεσαν το εξαιρετικό πορτραίτο του ματαιόδοξου ψευτοποιητή. Ο Ηλίας Μουλάς παίζει έξυπνα το Μάνο Χατζηστραπάτσο, τον αριστερό, λίγο αναιδή και λίγο τεμπέλη συνάδελφο του Βασίλη. Ιδεολόγος της Αριστεράς και θιασώτης της επανάστασης και της ανατροπής, αλλά κυνηγά και το βόλεμα όταν μπορεί και το βρίσκει. Έχει ένα στακάτο και πειστικό πνεύμα αντιλογίας, με μία επαρχιώτικη αφέλεια, ενώ και η μετάλλαξή του σε νεόπλουτο είναι επιτυχημένη με έναν υφέρποντα σαρκασμό του ίδιου του του εαυτού. Η Άνδρη Θεοδότου ερμηνεύει την κυρία Φαρλάκου, διευθύντρια του εκδοτικού οίκου όπου δουλεύει ο Βασίλης. Ισορροπεί υπέροχα ανάμεσα στην καρικατούρα και την πραγματικότητα με μια δημιουργική “τρέλα” στο βλέμμα, τα μεγάλα 60s γυαλιά της, τις κιτς και φανταχτερές ενδυματολογικές της επιλογές, την αδέξια ειρωνεία στο λόγο και την κωμικά αμήχανη κίνησή της, καταθέτοντας τα διαπιστευτήρια της κωμικής της φλέβας. Η Ελένη Ουζουνίδου ως μάνα του Βασίλη, ενός χαρακτήρα δημιούργημα της παρούσας διασκευής του έργου, είναι μια τυπική επαρχιώτισσα νοικοκυρά. Απλοϊκή, λίγο άγαρμπη και χωρίς ιδιαίτερη φαντασία καταφεύγει σε στερεότυπα για να πλάσει μια ηρωίδα που περνά σχεδόν απαρατήρητη στη ροή της παράστασης. Η Λυδία Τζανουδάκη είναι η υπηρέτρια, η Ιουλία, μια υποψήφια νύφη προς κάθε ενδιαφερόμενο. Πονηρή και τσαχπίνα, βγάζει μια αυθεντική λαϊκότητα, αλλά και μια ευστροφία κι ένα μπρίο που δείχνει να ζει και να διασκεδάζει το ρόλο της. Ο Θανάσης Ισιδώρου στο ρόλο του καλοθελητή και ανακατωσούρα Περικλή, φίλου του Βασίλη, αλλά και του Λελέ, πιστού υπηρέτη στο σπίτι του Μάνου και της Ντίνας, συμπληρώνει το καστ. Ο Γιάννης Λατουσάκης γίνεται ένας εξαιρετικός “τραγουδιστικός” αφηγητής, καλλίφωνος, χιουμορίστας και συνεργάζεται ιδανικά με τη ζωντανή μουσική που παίζουν οι Μιχάλης Βρέττας και Αντώνης Μαράτος και αποτελούν ζωτικό κύτταρο της παράστασης. Την κάμερα χειρίστηκε ο Δημήτρης Αδάμης.
Το σκηνικό (όπως και τις προβολές του video) επιμελήθηκε ο Πάρις Μέξης με ένα μεγάλο χώρισμα στο μπροστινό μέρος της σκηνής να παίζει το ρόλο του “κινηματογραφικού” πανιού όπου προβάλλονταν οι λήψεις της κάμερας και από μία πόρτα του να εισβάλλουν στο προσκήνιο οι ηθοποιοί στην τελική σκηνή πριν το ρίξουν. Τα κοστούμια του ίδιου είχαν σε κάποιους χαρακτήρες (π.χ. Βασίλης, μητέρα Βασίλη) την έντονη αίσθηση του συντηρητισμού, ενώ σε άλλους (Φανφάρας, Φαρλάκου) το σαρκασμό του κιτς. Η μουσική του Φώτη Σιώτα αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο της παρούσας διασκευής του έργου και ήταν απόλυτα ενταγμένη στη σκηνοθετική οπτική του όλου εγχειρήματος. Τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο σκηνοθέτης. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου ακολούθησαν απλά τα κοντινά πλάνα της κάμερας και εστίαζαν στον εκάστοτε πρωταγωνιστή.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ιλίσια, είδα μια μοντέρνα θεατρική εκδοχή μιας κινηματογραφικής επιτυχίας του παρελθόντος, βασισμένη σε ένα πολιτικά σατιρικό κείμενο που σε πολλά του σημεία παραμένει επίκαιρο και στις μέρες μας. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να παντρέψει επιτυχημένα τη θεατρικότητα των χαρακτήρων με τις κοντινές κινηματογραφικές λήψεις και να παρεμβάλλει μουσικές γέφυρες που στήριξαν απόλυτα το γρήγορο ρυθμό του έργου. Υπήρχαν κάποιες οπτικές αρρυθμίες, κάποιες πτυχές του κειμένου δε φωτίστηκαν επαρκώς, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δείχνει να δικαιώνει σε σημαντικό βαθμό τους συντελεστές του και αφήνει θετική διάθεση στο θεατή, καθώς και την αίσθηση ότι πέρασε καλά. Οι ερμηνείες σε γενικά πολύ καλό επίπεδο, δε μιμήθηκαν σε κανένα σημείο τους κινηματογραφικούς προκατόχους τους και υπήρχε καλή σκηνική χημεία μεταξύ τους. Μία από τις ευχάριστες θεατρικές προτάσεις που επαναλαμβάνεται φέτος για όποιους το έχασαν στον πρώτο της κύκλο.