Ο “Οιδίπους επί Κολωνώ” αποτελεί το κύκνειο άσμα του Σοφοκλή (496π.χ.- 406π.χ.), το οποίο παρουσιάστηκε πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, το 401π.χ., από τον ομώνυμο εγγονό του. Ο Σοφοκλής διαισθάνεται ότι το τέλος του πλησιάζει, 90 πια χρόνων, κατέχει μια συσωρρευμένη σοφία και γνώση ζωής και γράφει τη συνέχεια του Οιδίποδα Τυράννου προσπαθώντας να προσεγγίσει το μυστήριο του θανάτου. Αντιλαμβάνεται ότι το ηθικό των Αθηναίων κλονίζεται εξαιτίας του πολυετούς Πελοποννησιακού πολέμου, της συνεχούς συρρίκνωσης της Αθηναϊκής δημοκρατίας και της σταδιακής οικονομικής, πολεμικής και ηθικής κατάρρευσης του μεγαλείου των Αθηνών. Για αυτόν τον λόγο θέλει να τονώσει ψυχικά και ηθικά τους συμπατριώτες του θυμίζοντάς τους προγονικές αρετές. Έτσι στον “Οιδίποδα επί Κολωνώ” δημιουργεί μια ιδεατή πολιτεία, μια ουτοπική, ανεκτική κοινωνία με έναν ιδανικό ανθρωπιστική ηγέτη, ο οποίος προσφέρει προστασία και ασφάλεια σε έναν εξόριστο, πλάνητα, άπατρη, ξένο, πρόσφυγα, τυφλό και πολύπαθο συνάνθρωπό του.
Ο Οιδίποδας εξόριστος και τυφλός φτάνει με τη βοήθεια της κόρης του και αδελφής του, Αντιγόνης, στον Ίππιο Κολωνό. Εκεί ζητά από την πόλη και τον Βασιλιά της, Θησέα, να τον δεχτούν και να τον προστατεύσουν και ως αντάλλαγμα η πόλη θα δεχθεί μεγάλη ευεργεσία από αυτόν. Ο Θησέας προσφέρει άσυλο στον πλάνητα γέροντα και στις κόρες του και γίνεται ο μοναδικός μάρτυρας του ξεχωριστού θανάτου του. Ο Τύραννος Οιδίποδας κατακρημνίζεται συντετριμμένος και ο αποδιοπομπαίος Οιδίποδας ανιχνεύει τα μονοπάτια του φωτός της αλήθειας και της γνώσης διασχίζοντας με σωματικό και ψυχικό άλγος το έρεβος της άγνοιας καρπούμενος στον Κολωνό, στο τέλος της ζωής του, ένα ένδοξο και ηρωικό θάνατο, έναν μυστηριώδη τρόπο ανάληψης, μια δίκαιη εξιλέωση μετά τα πάθη που υπέστη και τα μοιραία λάθη, τα οποία, εν αγνοία του, διέπραξε.
Αν φέτος, στις παραστάσεις που προηγήθηκαν στο θέατρο της Επιδαύρου, έχει υπερισχύσει η σκηνοθετική ανάγνωση και μερικές φορές η διασκευή της τραγωδίας, η παράσταση “Οιδίπους επί Κολωνώ” είναι ένα homage στον ηθοποιό, στον απόλυτο κυρίαρχο της παράστασης, στον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Οιδίποδα. Ο Δημήτρης Καταλειφός, 30 χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση στο Αργολικό Θέατρο (“Βάκχαι”, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, 1993) καταθέτει έναν ρόλο ζωής, έναν συγκλονιστικό Οιδίποδα φτάνοντας στον κολοφώνα της καλλιτεχνικής του πορείας. Ο Καταλειφός σμιλεύει έναν Οιδίποδα με βάσανο, υπομονή, επιμονή, εσωτερικότητα και πάθος, με κινήσεις σώματος και χεριών μελετημένες, με πρόσωπο συσπασμένο από τον πόνο, τον κόπο και την αγωνία του αγνώστου και χρωματίζει με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του την εκφορά του λόγου προκαλώντας ρίγος και βαθειά συγκίνηση στο κατάμεστο κοίλον του θεάτρου. Και οι θεατές τον τιμούν με μια δίκαιη ανταμοιβή, ένα ηχηρό, θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα.
Δυστυχώς όμως η σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Σκεύα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δεν κατορθώνει να στήσει μια λειτουργική παράσταση μέσα από την οποία να αναδεικνύεται ο ρόλος του χορού και των ηθοποιών. Μάλλον στήνει μια παράσταση αναλογίου και όχι μια παράσταση μεγάλης πνοής στην ορχήστρα ενός απαιτητικού θεάτρου, καθόλου εύκολα διαχειρίσιμου. Αν και οι ηθοποιοί, οι οποίοι πλαισιώνουν τον Δημήτρη Καταλειφό είναι καταξιωμένοι και ικανότατοι, φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να τους καθοδηγήσει ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο ερμηνευτικό σύνολο. Οπότε ο καθένας χρησιμοποιεί τα δικά του ”όπλα” για να πράξει αυτό που γνωρίζει να κάνει καλά.
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ένας εύπλαστος ηθοποιός με ακριβή γνώση των υποκριτικών του προσόντων δημιουργεί έναν εξαιρετικό Θησέα, με ηγετικό status και ισχυρό σκηνικό εκτόπισμα. Η Αγγελική Παπαθεμελή, ως Αντιγόνη και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ως Ισμήνη, ηθοποιοί με γερή υποκριτική στόφα παραστέκονται με ευαισθησία, τρυφερότητα και αφοσίωση σ’ έναν ανήμπορο πατέρα. Ο Χρήστος Σαπουντζής, Κρέων, και ο Μάξιμος Μουμούρης υποστηρίζουν με συνέπεια τους ρόλους τους, έχοντας αδικηθεί από τον σκηνοθέτη στο στήσιμο, αφού το μισό κοίλον έβλεπε μονίμως τα νώτα του καθενός και ποτέ το πρόσωπό του. Ο Νίκος Νίκας, ηθοποιος λεπτών αποχρώσεων, γράφει θετικά ως Ξένος. Ο δε Γιώργος Νούσης ξεχωρίζει στο ρόλο του Αγγέλου.
Εννέα γκριζοποί, κομμένοι κορμοί δέντρων και μερικές μακρόστενες μαρμάρινες πεζούλες αποτελούν το σκηνικό της Λιλής Πεζανού, το οποίο απέχει παρασάγγας από το ιερό των σεμνών Θεών των Ευμενίδων. Έναν τόπο ειδυλλιακό, κατάφυτο με ελαιόδεντρα όπως τον περιγράφει ο χορός και ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την όψη κρανίου τόπος του σκηνικού. Άλλωστε και τα κοστούμια της Πεζανού είναι χωρίς καμία ιδιαίτερη έμπνευση και με κοινότυπους και προφανείς χρωματισμούς: μαύρο για τον απειλητικό Κρέοντα, ανοιχτό γκρι για τον ισχυρό και δίκαιο Θησέα, ανοιχτό μπλε στην καμπαρντίνα του Πολυνείκη, που έρχεται να συναντήσει τον πατέρα του ελπίζοντας στη βοήθειά του, έναν τελείως ουδέτερο συνδιασμό παλ γκρι με μπεζ για τον χορό, σε ματ χρυσαφί το πανωφόρι και το πουκάμισο του Οιδίποδα. Και βέβαια αλησμόνητα μένουν τα τελείως άχαρα κοστούμια κυρίως της Ισμήνης και ολιγότερο της Αντιγόνης.
Μια ομάδα ηθοποιών με δυνατότητες αποτελούν τον χορό: Γιώργος Φριντζήλας, Νίκος Δερτιλής, Γιώργος Μπουτσίκας, Πάνος Αποστολόπουλος, Αντώνης Αντωνιάδης, Πάρις Παρασκευάδης, Νίκος Νίκας, Γιώργος Νούσης. Ένας χορός, ο οποίος, δυστυχώς, βυθίστηκε σε μια μακρόσυρτη αμηχανία και απραξία παραμένοντας συνεχώς επί σκηνής. Μια ατυχής καθοδήγηση από τον χορογράφο Damiano Ottavio Bigi.
Η χυμώδης και θεατρικότατη μετάφραση των Χρύσας Προκοπάκη και Θάνου Τσακνάκη αναδεικνύει το πνεύμα της τραγωδίας και αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Η μουσική της Σήμης Τσιλάλη προσδίδει ατμόσφαιρα στην παράσταση και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου λειτουργούν πολύ αποτελεσματικά δημιουργώντας έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Χρησιμοποιώντσς έναν μη δόκιμο χαρακτηρισμό, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια “κλασικότροπη” παράσταση, η οποία έχει ως κορωνίδα έναν συναρπαστικό Δημήτρη Καταλειφό.