Η ακριβής χρονολογία συγγραφής του “Οιδίποδα Τυράννου” δεν είναι γνωστή. Εικάζεται ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 428π.χ. Ο Σοφοκλής (496π.χ.-406π.χ.) τότε θα ήταν περίπου 68 χρόνων. Σε μια ώριμη ηλικία, ικανός να αναπτύξει το θέμα του με ιδιαίτερη περιπλοκότητα: επιλέγοντας με μεγάλη προσοχή τις λέξεις, πολλές φορές αμφίσημες, εμπλουτίζοντας την πλοκή με συνεχείς ανατροπές, αγωνία, σασπένς, τραγική ειρωνεία και ταυτόχρονα εμβαθύνοντας στους χαρακτήρες του έργου. Με αυτόν τον ιδιοφυή τρόπο ο Σοφοκλής γράφει το πρώτο αστυνομικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας και βέβαια την κορυφαία τραγωδία, που έχει γραφεί ποτέ, όπως θεωρείται από πολλούς κριτικούς συμπεριλαμβανομένου και του Αριστοτέλη. Στο έργο κυριαρχεί μια πρωτότυπη σύλληψη: ο δολοφόνος επιδιώκει να εξιχνιάσει έναν φόνο, τον οποίο ο ίδιος έχει διαπράξει εν αγνοία του φέροντας την ηθική ευθύνη των πράξεών του. Πέραν όμως της αστυνομικής πλοκής, ο Σοφοκλής σε αυτήν την τραγωδία σκάβει βαθύτερα με το οξύ πνεύμα του. Τοποθετεί έναν καθρέφτη απέναντι στον κοινό θνητό στον οποίο αποκαλύπτει την τραγική του φύση, αφήνοντας να πλανάται το ρητορικό ερώτημα: πόσο καθοριστικός μπορεί να είναι ο ρόλος της μοίρας στη ζωή ενός ανθρώπου.
Ο Σοφοκλής ανατρέχει στον κύκλο των Λαβδακιδών και εστιάζει στη ζωή του Οιδίποδα σε μια κρίσιμη στιγμή. Σε αυτή την καίρια στιγμή του λοιμού, ο οποίος πλήττει τη Θήβα για δεύτερη φορά, επικεντρώνεται ο Σοφοκλής και αρχίζει να τραβά τα νήματα της πλοκής της τραγωδίας υφαίνοντας ένα θρίλερ με συμπυκνωμένη δράση. Στήνει ένα σκληρό παιχνίδι της μοίρας με τον τραγικό ήρωά του, ένα άνισο bras de fer του Οιδίποδα με το πεπρωμένο του, στο οποίο ο Οιδίποδας συνθλίβεται κάτω από το βάρος των επιλογών του και των μιαρών πράξεων που έχει διαπράξει άθελά του.
Ο Οιδίποδας, έχοντας λύσει τον γρίφο της Σφίγγας, παντρεύεται τη χήρα του προκατόχου του βασιλιά, Λαίου, γίνεται βασιλιάς στη Θήβα και αποκτά τέσσερα παιδιά. Λόγω του λοιμού που ξεσπά στη χώρα, ο βασιλιάς ζητά χρησμό από τους Δελφούς και ο Απόλλων απαιτεί εξαγνισμό για ένα έγκλημα παλαιό, να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο δοφόνος του Λαίου. Ο Οιδίποδας υπόσχεται να ανακαλύψει ο ίδιος τον ένοχο. Έτσι αρχίζει ένας καταιγισμός αποκαλύψεων που οδηγούν τον Οιδίποδα στην πλήρη γνώση για την καταγωγή του και ταυτόχρονα σε μια επώδυνη αυτογνωσία. Η Ιοκάστη (μητέρα και σύζυγός του) απαγχονίζεται και ο Οιδίποδας (σύζυγος και γιός της μάνας του και πατέρας και αδελφός των παιδιών του) αυτοτυφλώνεται καταλήγοντας με αυτά τα πληγωμένα μάτια να βλέπει καθαρότερα από τότε που είχε την όρασή του. Επαληθεύοντας την ανάγκη του κοινού θνητού να βλέπει μόνον όσα θέλει και να εθελοτυφλεί για όσα τον ξεπερνούν και δεν έχει τη δύναμη να υπομείνει.
Ο Σίμος Κακάλας προσεγγίζει τον “Οιδίποδα Τυράννο” παραμένοντας σταθερός σε γνώριμές του σκηνικές φόρμες όπως η χορικότητα, η σωματικότητα και η χρήση προσωπείου. Θεμελιώδη στοιχεία που τα συναντάμε σε δουλειές του εδώ και αρκετά χρόνια: “Golfω” (2004), “Λιωμένο βούτυρο” (2008), “Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ” (2018)… Έτσι επιχειρεί να σκηνοθετήσει αυτήν την τραγωδία, ένα πεδίο σχετικά άγνωστο σε αυτόν (σκηνοθέτησε τον “Αίαντα” του Σοφοκλή το 2021, στο Φεστιβάλ Αθηνών), με τρόπο που γνωρίζει να χειρίζεται με μαεστρία.
Ο Κακάλας επικεντρώνεται στον χορό, ο οποίος φορά προσωπεία και τον μετατρέπει σε έναν ζωντανό πυρήνα συλλογικότητας, παλλόμενης δημιουργίας και μυστηριακής τελετουργίας από όπου προκύπτει η γέννηση του “υποκριτική”. Έτσι γεννιούνται-ξεπηδούν μέσα από τα ‘σπλάχνα’ του χορού, βγάζοντας το προσωπείο, τα τραγικά πρόσωπα του έργου. Αυτό όμως, ενδεχομένως, να εμπεριέχει ένα μεγάλο ρίσκο καθώς ο ηθοποιός, που πριν λίγο ήταν μέλος του χορού, βγάζοντας το προσωπείο, γίνεται ο Οιδίποδας, η Ιοκάστη, ο Κρέων , ο Τειρεσίας….., και πάλι βάζοντας το προσωπείο να γίνεται μέλος του χορού κ.ο.κ. Το διακύβευμα είναι ότι έγκειται στην υποκριτική ικανότητα του κάθε ηθοποιού να μπορεί να διατηρεί μια έντονη εσωτερική διαδρομή του τραγικού προσώπου με τις αναγκαίες εντάσεις και μεταπτώσεις του κάθε χαρακτήρα, ώστε ο ηθοποιός, βάζοντας ή βγάζοντας το προσωπείο, να μπορεί να πείσει ως τραγικό πρόσωπο ή ως μέλος του χορού. Ένα στοίχημα, το οποίο σε μεγάλο ποσοστό το κέρδισε ο σκηνοθέτης.
Ο Σίμος Κακάλας συγκροτεί έναν χορό με έντονη προσωπικότητα, πλαστικότητα, σωματικότητα, ικανότατο στην συνεκφώνηση και με άνεση στη χρήση των προσωπείων. Η Μάρθα Φωκά, σταθερή συνεργάτιδα του σκηνοθέτη, κατασκευάζει εκφραστικότατα προσωπεία, στα οποία αποτυπώνονται, με μεγάλη ευκρίνεια, όλα τα συναισθήματα που διακατέχουν τον χορό των γερόντων: οργή, θυμός, απορία, αγωνία, θλίψη, ανησυχία. Η δε Σοφία Πάσχου κινεί τον χορό με επιδεξιότητα, σαν ένα μεγάλο μελανό σμάρι πουλιών, με συντονισμένες ρυθμικές ανάσες . Ο Κακάλας αναδεικνύει με λιτό και απέριττο σκηνοθετικό ύφος τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των τραγικών προσώπων τονίζοντας, με καθαρότητα, τις καταιγιστικές αποκαλύψεις.
Όλοι οι ηθοποιοί είναι αξιέπαινοι γιατί τόλμησαν να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους, στο μαγικό Θέατρο της Επιδαύρου, χωρίς χειλόφωνα. Ο Γιάννης Στάνκογλου ενσαρκώνει με πάθος και τραγικό εκτόπισμα έναν Οιδίποδα ο οποίος παρασύρεται σε μια δίνη γεγονότων περνώντας από τον κολοφώνα της δόξας στο ναδίρ της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναδεικνύει, με υποκριτική ζέση και ουσιώδεις εναλλαγές ηχοχρώματος της φωνής του, τα στάδια της επερχόμενης πτώσης του: αλαζονικός, δυναμικός, υπεύθυνος ηγέτης, εριστικός, προκλητικός, ειρωνικός, οργισμένος, συγκλονισμένος, καταρρακωμένος, συντετριμμένος, ένα αυτοτιμωρούμενο πλάσμα άθυρμα της τύχης. Ο Γιάννης Νταλιάνης, ένας στέρεος ηθοποιός, ερμηνεύει τον Κρέοντα με ειλικρίνεια και συνέπεια. Ο Χρήστος Μαλάκης παρουσιάζει έναν Τειρεσία με το κύρος ενός μάντη αλλά και με ανθρώπινες αδυναμίες. Ο Αγγελιοφόρος του Γιώργου Αμούτζα και ο Υπηρέτης του Πανάγου Ιωακείμ είναι συμπαθείς στους σύντομους αλλά τόσο καθοριστικούς ρόλους που συμβάλλουν στην αποκάλυψη της συνταρακτικής αλήθειας. Τέλος η Μαριλίτα Λαμπροπούλου, ως Ιοκάστη, καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες αλλά δυστυχώς ούτε το σκηνικό της εκτόπισμα ούτε η χροιά της φωνής της την βοηθούν ώστε να μπορέσει να υπηρετήσει έναν τόσο σπουδαίο ρόλο.
Ο Γιάννης Κατρανίτσας σχεδιάζει ένα απλό και λειτουργικό ξύλινο σκηνικό σε σχήμα Π, το οποίο οριοθετεί έναν χώρο συνάθροισης και δράσης του χορού των γερόντων. Στην οριζόντια πλευρά του Π υπάρχει ένας μακρύς διάδρομος χαρίζοντας βάθος στην ορχήστρα του θεάτρου και ταυτόχρονα οδηγεί, νοητά, στο εσωτερικό των ανακτόρων. Τα σύγχρονα μαύρα κοστούμια του χορού, του ιδίου, δηλώνουν το θανατικό που πλήττει τη χώρα και αποτελούν μια έξυπνη επιλογή γιατί εξυπηρετούν, άνετα, ως κοστούμια των τραγικών προσώπων που προκύπτουν από τον χορό. Πανέξυπνος ο τρόπος με τον οποίο αναδύετσι-ξεδιπλώνεται το φόρεμα της Ιοκάστης μέσα από το ανδρικό κοστούμι. Αποκαλύπτεται σταδιακά με έναν έντονα τελετουργικό τρόπο. Η μουσική σύνθεση του Φώτη Σιώτα, την οποία ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής ανακαλεί παραδοσιακά ακούσματα. Και οι λιτοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου μετουσιώνουν τις αντιθέσεις, τις ανατροπές και τις φοβερές αποκαλύψεις σε φως και σκοτάδι.
Τα μέλη που απαρτίζουν τον δυναμικό χορό των γερόντων είναι: Γιώργος Αμούτζας, Μάρκος Γέττος, Πανάγος Ιωακείμ, Σίμος Κακάλας, Απόστολος Καμιτσάκης, Αυγουστίνος Κούμουλος, Γιώργος Κορομπίλης, Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Γιώργος Λόξας, Χρήστος Μαλάκης, Γιάννης Νταλιάνης, Παύλος Παυλίδης, Γιάννης Στάνκογλου.
Μια έντιμη, σοβαρή και μετρημένη παράσταση, η οποία προσεγγίζει την τραγωδία με έναν ερευνητικό και μυσταγωγικό τρόπο αγγίζοντας ταυτόχρονα το θυμικό των θεατών.