Το έργο του Γιώργου Σκούρτη με τίτλο “Οι Εκτελεστές” σκηνοθετεί στο Θέατρο Αλκμήνη ο Τριαντάφυλλος Δελής. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2001 και πρόκειται ουσιαστικά για μια ιστορία βίας, ως αντίσταση όμως ενάντια στην πολλαπλών μορφών βία που μπορεί να υποστούμε στην καθημερινότητά μας. Τρία αδέρφια μεγαλώνουν κάτω από δύσκολες συνθήκες και συχνά με λανθασμένα πρότυπα και ιδέες. Έχοντας πλέον φτάσει βαθιά στη γεμάτη προβλήματα ενηλικίωση, αντιμετωπίζουν το ένα αδιέξοδο μετά το άλλο και αποφασίζουν ότι η ενδεδειγμένη λύση που θα τους βγάλει από το τέλμα της ζωής τους είναι μια ληστεία. Οργανώνουν το σχέδιό τους και την πραγματοποιούν ελπίζοντας ότι αυτή θα είναι το σωσίβιο και το κλειδί για την έξοδο από το διαρκές κυνηγητό μιας καλύτερης ζωής. Μόνο που τώρα μόλις έχει ξεκινήσει μια νέα περιπέτεια, το ανηλεές κυνηγητό από την αστυνομία, καθώς στην προσπάθειά τους να φύγουν πυροβολούν και τελικά σκοτώνουν έναν αστυνομικό. Κρύβονται σε μία παλιά αποθήκη ενός λατομείου και περιμένουν να καταλαγιάσει ο θόρυβος της πράξης τους και να μειωθεί η ένταση του ανθρωποκυνηγητού από τις αρχές. Ο ένας αδελφός (ο μεγαλύτερος) είναι οργανωτικός και γενικά πιο συγκροτημένος και ήρεμος, ο μεσαίος είναι παρορμητικός, ένα κλεφτρόνι που έχει φυλακιστεί στο παρελθόν και προτιμά να λύνει τα θέματά του με το ξύλο, ενώ θέλει να “την κάνει για Βραζιλία” και ο τρίτος (ο μικρότερος) είναι εθισμένος στα ναρκωτικά, ένας “φευγάτος” καλλιτέχνης που συνεχώς αναβάλλει για αργότερα την απόφαση της απεξάρτησης από αυτά. Κλεισμένοι στην αποθήκη, με σχεδόν μηδενική επαφή με τον έξω κόσμο, εκτός από κάποια περιστασιακά νέα που ακούν στο ραδιόφωνο και κάποιες κλεφτές εξορμήσεις μεταμφιεσμένοι για να πάρουν κάποιες μικρές προμήθειες, ανακαλύπτουν πτυχές του εαυτού τους που δεν είχαν φανταστεί και συνειδητοποιούν ότι το χρήμα (δικό σου ή κλεμμένο) δε φέρνει κάποια ευτυχία, ή τον απεγκλωβισμό από τη μιζέρια της ύπαρξής τους. Ονειρεύονται, συγκρούονται, ανακαλύπτουν αλήθειες, ενώ ο χρόνος τους δείχνει να τελειώνει. Ένα σκληρό, αλλά ρεαλιστικό έργο που παραμένει επίκαιρο στο σήμερα, καθώς ο άνθρωπος συνεχίζει την πάλη του με τους δαίμονες και τα πάθη του.
Ο Τριαντάφυλλος Δελής σκηνοθετεί την παράσταση ακολουθώντας τη γραμμή του κειμένου, με διαλόγους έντονους και ζωντανούς, ροκ μουσική να προσθέτει ένταση στην ατμόσφαιρα και χαρακτήρες καθημερινούς, που μπορούν κάλλιστα να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Το έργο ξεκινάει με τα ηχεία να παίζουν Μωρά στη Φωτιά και τη σκληρή και έντονη μελωδία του τραγουδιού τους “Κάτω στην Πόλη”, επιτείνοντας τη σκοτεινή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το σκηνικό και οι χαμηλοί φωτισμοί. Οι τρεις ήρωες μπαίνουν στο χώρο και τον γεμίζουν με τα πάθη και τα αδιέξοδά τους. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων τους εστιάζει στην αρνητική τους πλευρά με τρόπο απλό, οξύ και άμεσο, αλλά σιγά σιγά αποκαλύπτει θραύσματα της πορείας τους και τις αιτίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να καταλήξουν να είναι τρεις τύποι που η ορθολογιστική κοινωνία τείνει να αφήσει στο περιθώριο. Η σκηνοθετική ματιά δε μένει στο απλοϊκό και “εύκολο” φαίνεσθαι που θα είχε στοιχεία μελό και συγκίνησης, αλλά κοιτά βαθιά μέσα στην ψυχή των χαρακτήρων και αναζητά τους λόγους, τα ερεθίσματα, αλλά και τις συνθήκες που τους οδήγησαν σε αυτήν την έλλειψη προοπτικής. Δεν ψάχνει τη συμπάθεια, αλλά μάλλον την ενσυναίσθηση.Οι μικρές αλλεπάλληλες εντάσεις οδηγούν σε αποκαλύψεις κρυμμένων μυστικών και αυτές αναπόφευκτα καταλήγουν σε συγκρούσεις που γίνονται όλο και πιο απελπισμένες και βίαιες. Κάποιες μικρές επαναλήψεις ή υπερβολές δε λείπουν, αλλά δεν επηρεάζουν ούτε το ρυθμό (που επικουρείται εξαιρετικά από τη ροκ μουσική), ούτε τη συνοχή της παράστασης. Οι ηθοποιοί υποστηρίζουν με συνέπεια και ρεαλισμό τις προθέσεις του σκηνοθέτη και ο καθένας με το δικό του τρόπο πλάθουν τρεις διαφορετικούς τύπους ανθρώπου, παρασύροντας το θεατή στον κυκεώνα της σκέψης, των αισθημάτων και των παθών τους.
Ο Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου είναι ο Κοσμάς, ο μεγαλύτερος και πιο συγκροτημένος από τα αδέρφια, μια γενικά ήρεμη και σκεπτόμενη δύναμη, ο άτυπος “ηγέτης” της ομάδας. Λιτός και συγκρατημένος στην αρχή, προσπαθεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα της ομάδας, αλλά όσο περνάει η ώρα αφήνει ελεύθερα τα καταπιεσμένα του συναισθήματα. Πειστικός και συνεπής στο ρόλο αυτού που κρατά τις ισορροπίες, ιδεαλιστής, αλλά με αρκετά κατάλοιπα καταπίεσης, γίνεται αυτός που πυροδοτεί την τελευταία σκηνή της παράστασης. Ο Λυκούργος Μπάδρας ερμηνεύει τον Τάσο, τον πιο brutal τύπο από τα αδέρφια. Ορμητικός, εκρηκτικός, προτιμά τις δυναμικές λύσεις από τα λόγια και είναι κάπως αδέξιος στο να εκφράσει τα βαθύτερα συναισθήματά του. Έστω και με μία δόση υπερβολής τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνησή του αποτυπώνει εύστοχα έναν αδέξιο ονειροπόλο, που θέλει όσο τίποτα να ξεφύγει από την προηγούμενη ζωή του. Ο Βασίλης Τριανταφύλλου υποδύεται το Στέλιο, το μικρότερο από τα τρία αδέρφια, το πρεζάκι με την καλή προαίρεση, αλλά και την πλήρη εξάρτησή του από τα ναρκωτικά. Σχεδόν αλάνθαστος και εξαιρετικά ρεαλιστικός στη μικρή Οδύσσεια που περνά κάποιος που στερείται τη δόση του και υποφέρει, δείχνει να χάνεται στο δικό του σκοτεινό σύμπαν, να προσπαθεί να νικήσει τους εσωτερικούς του δαίμονες και να γίνεται ένας “ιδανικά” αυτοκαταστροφικός ήρωας. Με ελάχιστα ψεγάδια η σκηνική χημεία των τριών ηθοποιών στη σκηνή, δημιουργούν τρεις εντελώς διακριτούς χαρακτήρες με κοινό γνώρισμα την επιθυμία για ένα πιο φωτεινό μέλλον. Στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις ακούγονται και οι φωνές των Ιωάννη Απέργη και Λυδίας Σγουράκη.
Η καλλιτεχνική επιμέλεια του Κωνσταντίνου Παυλίδη αποτελεί ένα πρόσθετο ατού για την παράσταση, καθώς δημιουργεί ένα έντονα κλειστοφοβικό σκηνικό, ένα κρησφύγετο που αποπνέει αβεβαιότητα, με τις αλυσίδες να συμβολίζουν τα δεσμά στις ψυχές των ηρώων. Ο Δημήτρης Κοκολινάκης κρατάει σταθερά χαμηλά το φωτισμό στις περισσότερες σκηνές του έργου, δημιουργώντας συνεχώς απειλητικές σκιές, σαν Ερινύες που καταδιώκουν τα τρία αδέρφια. Η μουσική και οι στίχοι του Στέλιου “Σαλβαδόρ” Παπαϊωάννου αποτελούν ζωντανό κύτταρο της παράστασης, αποτυπώνοντας τόσο τη συσσωρευμένη ένταση των ηρώων, όσο και την εσωτερική τους απελπισία. Η κινησιολογία της Πασχαλιάς Ακριτίδου εκπέμπει άγχος, αγωνία και γίνεται η βαλβίδα μερικής αποσυμπίεσης της συσσωρευμένης αρνητικής ενέργειας των ηρώων.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Αλκμήνη, παρακολούθησα ένα ελληνικό κείμενο που παραμένει επίκαιρο παρά τις τρεις δεκαετίες της ζωής του, με μια σκηνοθεσία που είχε αμεσότητα, γρήγορο ρυθμό, σκοτεινή ατμόσφαιρα και αποτυπώνει με ρεαλισμό την αγωνία τριών νεαρών παιδιών να ξεφύγουν από τη μιζέρια της ύπαρξής τους, έστω και με λάθος τρόπο. Αποπνέει οργή, απογοήτευση, φόβο, αλλά και μια βαθιά κρυμμένη ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Οι χαρακτήρες μπορεί να κατατάσσονται στο λεγόμενο περιθώριο, αλλά είναι αναγνωρίσιμοι, καθημερινοί τύποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Ένα σκληρό ροκ με τους δαίμονες που τους κατατρύχουν, που αγγίζει σίγουρα το θεατή και τον κάνει συμμέτοχό του. Μια θεατρική προσπάθεια που παρά τις όποιες μικρές της αδυναμίες, έχει ένταση, οξύτητα, πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν και κατατάσσεται στις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις του φετινού χειμώνα.