Το έργο του Τηλέμαχου Τσαρδάκα με τίτλο “Οι κάτω απ’ τ’ αστέρια” σκηνοθετούν από κοινού στο Σύγχρονο Θέατρο ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, η Λίλα Μπακλέση και η Άρτεμις Γρύμπλα. Εκδόθηκε το 2018 και ήδη η παράσταση διανύει την τέταρτη σεζόν της στα θεατρικά πεπραγμένα της Αθήνας. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης δύο παιδιών που πάνε μαζί σχολείο σε ένα νησί, κάνουν παρέα, πειράζουν ο ένας τον άλλο, νιώθουν τα πρώτα τους ερωτικά τους σκιρτήματα, ερωτεύονται, αγαπιούνται και τελικά χωρίζουν. Χρονικά βρισκόμαστε στην εποχή του τέλους της δεκαετίας του 80 και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, όπου οι νέοι έβγαιναν, έπιναν, διασκέδαζαν, χόρευαν και περνούσαν καλά με την παρέα τους. Έχουν τις καλές και τις κακές τους στιγμές, τα πάνω και τα κάτω τους, βιώνουν τον έρωτα, τους αρέσει και γίνονται ζευγάρι. Οι επιλογές τους δεν είναι πάντα οι σωστές και με τις λάθος σημαδεύουν ο ένας τον άλλον. Η επαρχία παίζει κι αυτή σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της σχέσης των δύο αυτών νέων ανθρώπων. Εγκλωβισμένοι στις αδυναμίες τους τελικά ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, παρ’ όλες τις προσδοκίες που έτρεφαν. Είκοσι χρόνια μετά μια τελευταία συνάντηση θα προσπαθήσει να ξεδιαλύνει τα πράγματα και να δώσει απαντήσεις σε εκκρεμότητες που παρέμεναν αναπάντητες ή χωρίς εξήγηση, έχοντας ίσως και το χαρακτήρα μιας τελευταίας αναμέτρησης με ένα γλυκόπικρο πεπρωμένο. Ο άστατος Νικολής που γράφει ποιήματα, αλλά δεν παραλείπει να φέρνει κι άλλα κορίτσια στο νησί, υπόσχεται στην αγαπημένη του με λόγια θερμά που συχνά καταλήγουν να είναι λόγια του αέρα. Η Ασημένια (Μενίτα) είναι ονειροπόλα και πλάθει με τη φαντασία της έναν κόσμο που θα είναι οι δυό τους και όταν πλέον, δεκατέσσερα χρόνια μετά, απογοητεύεται από την αναμονή του Νικολή, παντρεύεται κάποιον άλλο, γυρνώντας οριστικά την πλάτη στο μεγάλο εφηβικό της έρωτα. Το κείμενο χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας και χωρίς να αποφεύγει κάποια κλισέ, καταφέρνει να δώσει με ζωντάνια και ευαισθησία μια ερωτική ιστορία, να προκαλέσει συναίσθημα και να φέρνει νεανικό κοινό στο θέατρο.

Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής παίζει το Νικολή, ένα αγόρι που ψάχνει την ταυτότητά του μεγαλώνοντας σε ένα νησί και ανακαλύπτει τον έρωτα στο πρόσωπο της Μενίτας. Κάποιες φορές αισθάνεται σίγουρος και πιστεύοντας στον εαυτό του σαγηνεύει το κορίτσι, γράφοντάς της ποιήματα και μεταγγίζοντάς της τη νεανική του τρέλα. Άλλοτε πάλι επικρατεί η επιπόλαια και άστατη φύση του και της καταστρέφει ότι όμορφο και τρυφερό έχει χτίσει μέσα της. Τις εναλλαγές αυτές τις υποστηρίζει με το λόγο, την κίνηση και το βλέμμα του και καταφέρνει να είναι πειστικός και απόλυτα συνεπής στις απαιτήσεις του ρόλου του, χωρίς να διστάζει να τσαλακωθεί. Ακόμα και σε μία ή δύο στιγμές που μπορεί να έχασε το μέτρο, βρήκε άμεσα τις ισορροπίες του ρόλου του.

Ο σκηνικός χώρος του Αντώνη Χαλκιά με διάσπαρτες καρέκλες πεσμένες στο πάτωμα, χαρτιά σκορπισμένα κι ένα τραπέζι πάνω στο οποίο περνάει αρκετό χρόνο η κοπέλα, συμβολίζει το χαοτικό της σχέσης των δύο νέων, αλλά κάποιες στιγμές χάνεται στο συνολικό μέγεθος της σκηνής. Οι φωτισμοί της Σεσίλιας Τσελεπίδη φωτίζουν με εναλλαγές τους πρωταγωνιστές του λόγου, ενώ κάποια πιο υποφωτισμένα πλάνα δημιουργούν επιτυχημένα μια ατμόσφαιρα νυχτερινή, όπου οι πρωταγωνιστές απολαμβάνουν ο ένας τον άλλο κάτω απ’ τ’ αστέρια.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου παρακολούθησα μια νεανική και κεφάτη παράσταση για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, μια ιστορία αγάπης που οδήγησε τους ήρωές της στην ενηλικίωση. Η αθωότητα έδωσε τη θέση της στη γνώση και τα σκαμπανεβάσματα της σχέσης αυτής είναι δοσμένα με απλότητα και τρυφερότητα, αφήνοντας μια έντονα γλυκόπικρη αίσθηση στο θεατή. Με γλώσσα απλή και ζωντανή (έστω και με κάποιες λεκτικές υπερβολές και μικρές αφέλειες) ο λόγος δημιουργεί εικόνες που όλοι κάποτε βιώσαμε και διατηρεί ένα ρυθμό που δεν αφήνει το θεατή να εφησυχάσει ή να βαρεθεί. Οι δύο ηθοποιοί έχουν πολύ καλή συνεργασία στη σκηνή, όπου παρουσιάζουν έναν εξαιρετικό εαυτό με ελάχιστες ατέλειες στην ερμηνεία τους. Μία από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις μιας Αθήνας που επανακάμπτει στο θέατρο.