Το έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη με τίτλο «Προστάτες» σκηνοθετεί στη σκηνή “Σωκράτης Καραντινός” της Μονής Λαζαριστών του ΚΘΒΕ ο Γιώργος Κιουρτσίδης. Γραμμένο το 1975, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τη σαιζόν 1975-76 στο Θέατρο Τέχνης (Υπόγειο) του Καρόλου Κουν σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Πρόκειται για μία σάτιρα με κεντρική θεματική της τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821, γεγονότα του οποίου σχολιάζει με χιούμορ, δίνοντας έμφαση στα ελαττώματα και τα προτερήματα του έθνους μας, τα οποία σε μεγάλο βαθμό συναντώνται ακόμα και σήμερα.
Ο πεζός λόγος είναι γραμμένος σε λαϊκή ρίμα, θυμίζοντας έντονα δεκαπεντασύλλαβο και είναι εμπλουτισμένος με 35 τραγούδια σε στίχους του συγγραφέα και μουσική του Χρήστου Λεοντή, τα οποία είναι μέρος της δράσης και της σκωπτικής ροής του λόγου, στοιχειοθετώντας ένα είδος επικής λαϊκής όπερας. Πέρα από την κλασσική κωμική θεατρική φόρμα, ο συγγραφέας έχει επηρεασμούς από θεάματα λαϊκών πανηγυριών, μπουλουκιών και Καραγκιόζη, στοιχεία των οποίων εντάσσει στη διάρθρωση των σκηνών του έργου. Το αθέατο παρασκήνιο της Επανάστασης και τα ίδια συμφέροντα που εξυπηρετήθηκαν σαν παρατράγουδα του λαϊκού αγώνα, επισημαίνονται, σχολιάζονται με δηκτικό τρόπο, αλλά πάντα με μια σκαμπρόζικη διάθεση που ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και τον προβληματισμό. Τα μεγάλα ονόματα, ειδικά αυτά που αναδείχθηκαν μέσω των πολιτικών παιχνιδιών (και είχαν ελάχιστη ως μηδαμινή συμμετοχή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις), είχαν διαλέξει από ένα στρατόπεδο των Μεγάλων Δυνάμεων το οποίο θα υπηρετούσαν και στου οποίου την “ομπρέλα” τάχθηκαν και για του οποίου τα συμφέροντα κόπτονταν. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε η εθνική ταυτότητα του νεώτερου Ελληνικού Κράτους, η οποία κληροδοτήθηκε από γενιά σε γενιά μέχρι το σήμερα.
Ο Γιώργος Κιουρτσίδης σκηνοθετεί την παράσταση μένοντας πιστός στο πνεύμα της γραφής του κειμένου, αναδεικνύοντας και σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα με κριτικό χιούμορ, δημιουργική σάτιρα και τη μουσική να αποτελεί ζωντανό κύτταρο της ροής της. Η πρόζα εναλλάσσεται με τα τραγούδια, ο έμμετρος λόγος με τη στιβαρή και άκρως Ελληνική μουσική και η γνωστή ιστορία όπως τη διαβάζουμε στα βιβλία με τους λιγότερο γνωστούς προσωπικούς μηχανισμούς και τα ίδια συμφέροντα. Η μουσική ίσως να μετριάζει την οξύτητα του καταγγελτικού λόγου του κειμένου, αλλά ο στόχος ήταν να περάσουν τα διαχρονικά νοήματά του, να μείνει η ουσία του και να παρακινηθεί το δημιουργικό κομμάτι της σκέψης του θεατή. Οι εικόνες είναι έντονες και σύντομες, έχουν χρώματα και επίπεδα με το λόγο που τις συνοδεύει να είναι περιεκτικός και σαφής, ενώ δε λείπουν οι μικρές κορυφώσεις που βοηθούν στην απρόσκοπτη εξέλιξη της παράστασης. Στη σκηνή υπάρχει κέφι, ρυθμός, πολλοί μικροί ρόλοι που συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο και δείχνει να στήνεται ένα μουσικό λαϊκό πανηγύρι που τέρπει την πλατεία, αλλά και διεγείρει τις αισθήσεις της. Οι αλήθειες ακούγονται καθαρά, έστω και με χαρίεσσα διάθεση, ο πολυπληθής θίασος συνεργάζεται εξαιρετικά χωρίς πρωταγωνιστές και κομπάρσους και το τελικό αποτέλεσμα έχει μέτρο, άποψη και αισθητική.
Στον ερμηνευτικό στίβο, όπως προείπα υπάρχουν πολλοί μικροί ρόλοι που εναλλάσσονται και ερμηνεύονται από 27 ηθοποιούς. Αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα σύγχρονης ομαδικής θεατρικής δουλειάς, χωρίς ερμηνευτικούς εγωισμούς, όπου όλοι έχουν τις στιγμές τους πάνω στη σκηνή και το παραγόμενο αποτέλεσμα έχει ζωντάνια, παλμό, ρυθμό και συντονισμό, καθώς κανείς δε δείχνει παράταιρος ή εκτός κλίματος. Οι επί μέρους σκηνικές συνεργασίες της κάθε εικόνας είναι λειτουργικές και ενδεικτικές του ατομικού ταλέντου, αλλά και της κατανόησης της σκηνοθετικής οπτικής. Αλφαβητικά η ερμηνευτική ομάδα απαρτίζεται από τους Ηλέκτρα Γωνιάδου (Καλογεράκι, Αυστρία, Λαός), Θανάση Δισλή (Ξένος, Αγγελιοφόρος, Μέττερνιχ, Σύμβουλος του Τσάρου, τραπεζικός υπάλληλος), Καλλιόπη Ευαγγελίδου (Γαλλία, Λαός), Άννα Ευθυμίου (Πρωσία, Λαός), Αλίκη Ζαχαροπούλου (Ρωσία, Λαός), Χρύσανθο Καγιά (Καψάλης, στρατιώτης, ικέτης, τραπεζίτης, Λαός), Παντελή Καλπάκογλου (Μελέτης, στρατιώτης, ικέτης, τραπεζίτης), Άγγελο Καρανικόλα (Δεσπότης, ρακένδυτος στρατιώτης), Δημήτρη Καρτόκη (Ξένος, Κωλέττης), Θανάση Κεραμίδα (Καποδίστριας, Γραικός, Λαός), Δημήτρη Κολοβό (χωρικός, Μπαλής, ικέτης), Λευτέρη Λιθαρή (Κοτζάμπασης), Νίκο Μήλια(Κοτζάμπασης), Ηλία Μπερμπέρη (Πρόεδρος, τελάλης, ρακένδυτος), Ρούλα Παντελίδου (Αγγλία), Γρηγόρη Παπαδόπουλο (Μητροπολίτης, Καρατζάς, Δούκας, Κάνιγκ, Μαιζόν), Στέφανο Πίττα (Κοτζάμπασης, τραπεζικός υπάλληλος), Σπύρο Σαραφιανό (Μαυροκορδάτος), Χρίστο Στυλιανού (Γραμματέας, Λαός, Πρίγκηπας, Τσάρος, τραπεζίτης), Γιώργο Σφυρίδη (Λαγός, Οικονόμου, ικέτης, τραπεζίτης, Λαός), Γιάννη Τσεμπερλίδη (Κοτζάμπασης, Π.Π. Γερμανός, Κόχραν) και Κώστα Χαλκιά (Πονηρόπουλος). Σημαντική είναι και η συμμετοχή των Χρήστου Γκρόζου, Αργύρη Λάμπρου, Θανάση Λανάρη, Νικόλαου Μανωλά και Λεωνίδα Στάμου.
Ο σκηνικός χώρος της Άννας-Μαρίας Αγγελίδου χρησιμοποιεί δημιουργικά όλο το βάθος και το πλάτος της μεγάλης σκηνής. Μικρές εξέδρες, επικλινή επίπεδα και πέντε μεγάλες πύλες που δεσπόζουν στο χώρο, εξασφαλίζουν ότι κανένας από τους ηθοποιούς δε χάνεται από το μάτι του θεατή, κανείς δε μένει κρυμμένος, ενώ υπάρχει αρκετός χώρος για την απρόσκοπτη κίνηση του θιάσου. Τα κοστούμια της ίδιας είναι πολυσυλλεκτικά, από παραδοσιακές φορεσιές μέχρι κομψά φορέματα για τις προστάτιδες δυνάμεις. Η μουσική του Χρήστου Λεοντή παραμένει δυναμική, πιστή σε ελληνικά μουσικά ακούσματα, δένει υπέροχα με το λόγο και αφήνει μια αίσθηση ανάτασης στο θεατή. Η μουσική διδασκαλία του Παναγιώτη Μπάρλα έδωσε σημασία στη λεπτομέρεια, ώστε καμία φωνή να μην ξεπερνάει το μέτρο και να καπελώνει κάποια άλλη. Η κίνηση (και η χορογραφία) του Τάσου Παπαδόπουλου συνεργάστηκε εξαιρετικά αγαστά με τη μουσική και έδωσε ζωντάνια και αισθητική στις εικόνες που έπλασε ο σκηνοθέτης. Καλαίσθητα τα video της Άντας Λιάκου, ενώ οι φωτισμοί του Γιάννη Τούμπα φώτισαν αρμονικά τόσο τους πρωταγωνιστές κάθε εικόνας, αλλά και τα ομαδικά πλάνα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή Σωκράτης Καραντινός του Θεάτρου της Μονής Λαζαριστών, παρακολούθησα μια παράσταση ενός τολμηρού κειμένου που ψέγει, σατυρίζει και αναδεικνύει διαχρονικά τρωτά του Έλληνα και κοινωνικοπολιτικές παθογένειες που ποτέ δε μας εγκατέλειψαν ως λαό. Η σκηνοθετική προσέγγιση διατηρεί όλους τους χυμούς και τα μηνύματα του κειμένου, δημιουργεί εικόνες που διεγείρουν τις αισθήσεις του θεατή και τροφοδοτούν τη σκέψη του, έχει ρυθμό, ζωντάνια και μια υπέροχη μουσική να συνοδεύει το λόγο. Ο πολυπληθής θίασος είναι συντονισμένος, γεμίζει δημιουργικά τη σκηνή και προσφέρει μιάμιση ώρα ποιοτικού θεάτρου που απευθύνεται σε όλη την γκάμα του θεατρόφιλου κοινού.