Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου της Μονής Λαζαριστών, παρακολούθησα ένα νέο ελληνικό έργο, που καταπιάνεται με θέματα και καταστάσεις που απασχολούν την καθημερινότητά μας, το οποίο χωρίς να αποφεύγει κάποιες τηλεοπτικές φόρμες, δημιουργεί απλούς, αναγνωρίσιμους χαρακτήρες. Έχει αρκετές πολύ καλές κωμικές στιγμές, κάποιες πιο δραματικές, που αν και δεν αποφεύγουν κάποια κλισέ, παράγουν κοινωνικά μηνύματα και δίνουν στο θεατή αφορμή για γέλιο και σκέψη. Ο θίασος αποτελείται από νέα παιδιά και μία πιο έμπειρη ηθοποιό που συγκροτούν μία ομάδα που παρόλο που δεν είναι όλες οι ερμηνείες στο ίδιο επίπεδο, με κάποιες να ξεχωρίζουν και κάποιες να υστερούν λίγο, δίνουν μια αίσθηση ομάδας με φρεσκάδα και ζωντάνια.
Το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο “Όποιος θέλει να χωρίσει να σηκώσει το χέρι του” σκηνοθετεί ο Γιώργος Καπουτζίδης στο Θέατρο της Μονής Λαζαριστών για το ΚΘΒΕ. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα και το Θέατρο Ήβη το 2019, σημειώνοντας μια εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία, ενώ στη Θεσσαλονίκη συνεχίζει για δεύτερη σαιζόν. Δύο φίλες βρίσκονται σε αρκετά προχωρημένη ώρα στο καθιστικό της μίας, προετοιμαζόμενες για το γάμο μιας τρίτης (κοινής τους) φίλης που θα γίνει την επόμενη μέρα, στον οποίο η μία είναι και κουμπάρα. Από τις δύο κοπέλες, η μία είναι χαλαρή, έχει μια πολύ καλή δουλειά στην BMW, αλλά κρύβει επιμελώς αφενός τις σεξουαλικές της προτιμήσεις (είναι λεσβία) από την οικογένειά της κι αφετέρου τον χρόνιο (ανομολόγητο) έρωτά της για τη φίλη της, η οποία θα παντρευτεί την επόμενη μέρα. Η δεύτερη μόλις χώρισε, εγκατέλειψε μαζί με το μωρό της κακήν κακώς το σύζυγό της, με την ελπίδα αυτός να την αναζητήσει παντού και ήρθε στη φιλενάδα της να πει τον πόνο της και να ζητήσει συμπαράσταση. Στη διάρκεια της βραδιάς κι ενώ η ώρα προχωρά ακόμα περισσότερο, εμφανίζεται στην παρέα τους και η μέλλουσα νύφη, ιδιαιτέρως ανήσυχη και αναστατωμένη, θέλοντας να εξομολογηθεί στις φίλες της ότι επέστρεψε ο πρώην της, ξύπνησε μέσα της το παλιό τους ερωτικό πάθος κι έχει πλέον σοβαρές αμφιβολίες αν και κατά πόσον θέλει να γίνει τελικά ο γάμος με το νυν σύντροφό της. Τα πράγματα και οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν καταφτάνουν στο διαμέρισμα ο συγκάτοικος της κοπέλας (επίσης gay), ο πρώην και ο νυν της υποψήφιας νύφης, η μητέρα της οικοδέσποινας που μαθαίνει από το τηλέφωνο την ομοφυλοφιλία της κόρης της κι ένας υδραυλικός για να επισκευάσει μια διαρροή νερού που υπάρχει στο ένα υπνοδωμάτιο, έτσι ώστε να μην πλημμυρίσει το σπίτι. Οι μάσκες τελικά πέφτουν για όλους, οι μεταξύ τους ισορροπίες δοκιμάζονται σοβαρά, οι αλήθειες εκστομίζονται όσο σκληρές και αν είναι και οι σχέσεις των ηρώων επαναδομούνται σε μια καινούργια, υγιέστερη και πιο ρεαλιστική βάση.
Ο Γιώργος Καπουτζίδης αναλαμβάνει και πάλι τη σκηνοθεσία του θεατρικού του πονήματος, βασιζόμενος σε βασικές αρχές της κωμωδίας, όπως είναι οι γρήγοροι ρυθμοί, η εναλλαγή των διαλόγων, οι αιχμηρές ατάκες, οι παρεξηγήσεις μεταξύ των χαρακτήρων, μέχρι να φτάσουμε στο τελικό ξεκαθάρισμα που αποκαθιστά τις ισορροπίες και δίνει λύσεις χωρίς να παραλείψει να θίξει και να σχολιάσει σύγχρονα κοινωνικά θέματα της καθημερινότητάς μας. Οι ήρωες του έργου επιλέγονται να είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αναγνωρίσιμοι, στους οποίους όλοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε κομμάτια του εαυτού μας και να ταυτιστούμε με την ψυχολογία και τα συναισθήματά τους. Ο λόγος έχει αρκετή επαφή με το σήμερα, η γλώσσα είναι απλή και κατανοητή, θίγει με άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο κάποια κοινωνικά στερεότυπα και κακώς κείμενα που όλοι τα έχουμε κατά νου, αλλά υπάρχουν στιγμές που τόσο οι ατάκες, όσο και η κίνηση των ηθοποιών στηρίζονται σε τηλεοπτικές φόρμες, με αποτέλεσμα οι εικόνες που πλάθει να υστερούν σε σπιρτάδα και αμεσότητα αυτών που υπαγορεύει το κωμικό θέατρο. Οι σκηνές έχουν αρχικά ενδιαφέρον, στη συνέχεια παρουσιάζουν μια κάμψη και μια επαναληπτικότητα, με αποτέλεσμα τα μοτίβα του λόγου να πλατειάζουν και μένει η ενέργεια και η ετοιμότητα των ηθοποιών να κρατούν το ρυθμό, αλλά και το ενδιαφέρον του θεατή. Υπάρχουν οι στιγμές με αρκετό γέλιο και κάποιες άλλες που αναλώνονται σε φληναφήματα, με το θεατή να γίνεται παθητικός και μάλλον αμήχανος δέκτης των διαλόγων. Το ενδιαφέρον τονώνεται κάθε φορά που ένας νέος χαρακτήρας εισέρχεται στην πλοκή και η ισορροπία επανέρχεται, όχι όμως ολοκληρωτικά. Κάποιοι μονόλογοι με κοινωνικές αναφορές έχουν έναν λανθάνοντα διδακτισμό και μια λογιότητα, στοιχεία αχρείαστα σε μία κωμωδία. Στα συν του έργου εντάσσεται σίγουρα το γεγονός ότι δεν επιστρατεύεται η ευκολία της βρισιάς και της απαξίωσης, αλλά μόνο μια καθομιλουμένη αργκό που χρησιμοποιείται έξυπνα για να τονώσει την αιχμηρότητα της ατάκας, ενώ επίσης αποφεύγονται τα στερεότυπα πάνω στα οποία στοχεύει να προβληματίσει η παράσταση. Οι στόχοι και το υλικό είναι προφανές ότι υπάρχουν, η απόδοσή τους έχει κάποιες αδυναμίες, αλλά ο θεατής αποχωρεί έχοντας μια τελική θετική αίσθηση μέσα του, έχοντας περάσει ένα ευχάριστο και αρκετά αστείο θεατρικό απόγευμα ή βράδυ.
Η Χρύσα Τουμανίδου είναι η Κική, η κοπέλα που έχει μόλις χωρίσει, εγκαταλείπει μαζί με το μωρό της τη συζυγική εστία κι έρχεται στη φίλη της για παρηγοριά. Αεικίνητη, νευρική, με λόγο χειμαρρώδη, αποτυπώνει με πολύ γλαφυρό αλλά και χαριτωμένο τρόπο μια νεαρή κοπέλα που έχει υποστεί πολλή καταπίεση στη ζωή της και προσπαθεί να παλέψει με τις ανασφάλειές της. Μπριόζα, δυναμική, χρησιμοποιεί ευρύ φάσμα των εκφραστικών της μέσων και σε παρασύρει στον κόσμο της, δείχνοντας να απολαμβάνει στο μέγιστο το χαρακτήρα που υποδύεται στη σκηνή. Η Ελευθερία Αγγελίτσα παίζει τη Δήμητρα, τη λεσβία φίλη της, στο σπίτι της οποίας διαδραματίζεται η όλη ιστορία και η οποία έχει μια πολύ καλή δουλειά και μια (σχετικά) πιο τακτοποιημένη ζωή. Υποδύεται ένα διαφορετικό τύπο νεαρής γυναίκας, λίγο πιο συγκρατημένο, με ελεγχόμενα συναισθήματα και εξορθολογισμένη σκέψη (διευθύντρια στη BMW γαρ), αλλά και αρκετά μυστικά και απωθημένα, όπως αυτό του εφηβικού έρωτά της για την τρίτη φίλη τους. Είχε κάποιες αμήχανες στιγμές, όπου δεν άφησε τον εαυτό της ελεύθερο στη σκηνή, αλλά γενικά η χημεία των δύο κοριτσιών ήταν καλή. Η τρίτη της παρέας (ο ανομολόγητος έρωτας που προείπα) είναι η Νατάσα Δαλιάκα, η Νατάσα του έργου, η οποία ετοιμάζεται να ντυθεί νύφη, μέχρι που επανακάμπτει στη ζωή της ο πρώην της και την αναστατώνει. Ξεκίνησε δυναμικά την ερμηνεία της, αλλά στη ροή του έργου δεν απέφυγε κάποιες υπερβολές προσπαθώντας να αποτυπώσει τις ιδιαιτερότητες της ηρωίδας της, χωρίς όμως να χάσει το ρόλο, ούτε το κωμικό της μομέντουμ. Συντόνισε με χάρη το διχασμό της ανάμεσα στους δύο άντρες που τη διεκδικούν, αλλά και την έκπληξή της για τον κρυμμένο έρωτα της φίλης της (η καλύτερή της στιγμή στην παράσταση). Ο Νίκος Κουσούλης είναι ο Χάρης, ο συγκάτοικος της Δήμητρας, ο οποίος είναι μάλλον χαμηλών τόνων κι έχει συνηθίσει όλες του οι γνωριμίες να γίνονται μέσω ίντερνετ. Απλός, καθημερινός, άμεσος, ευθύς, αποτελεί την ήρεμη και σταθεροποιητική δύναμη στην παράνοια στην οποία οδηγείται η παρέα των κοριτσιών και την ερωτική κόντρα των αντρών και δίνει μια ολοκληρωμένη ερμηνεία. Ο Νίκος Τσολερίδης υποδύεται τον πρώην της Νατάσας, το Μιχάλη, που επανέρχεται δυναμικά και διεκδικεί παλαιότερα ερωτικά του κεκτημένα. Η ερμηνεία του αν και με κάποιες υπερβολές, κατάφερε να πείσει γι’ αυτή τη δυναμική διεκδίκηση, καθώς ανταποκρίθηκε στις αναμενόμενες και απαραίτητες εξάρσεις λόγου ή/και συναισθήματος. Ο Γιάννης Γκρέζιος έπαιξε τον νυν της ίδιας κοπέλας και υποψήφιο γαμπρό, τον Ιάκωβο, ο οποίος έρχεται προ εκπλήξεως, μαθαίνοντας τις ξαφνικές επιφυλάξεις της συντρόφου του, λίγες ώρες πριν τον γάμο τους. Καλοκουρδισμένη ερμηνεία, με ισορροπία μεταξύ συναισθήματος και αστείων στιγμών, εκμεταλλεύθηκε πολύ καλά τόσο τις κωμικές ευκαιρίες του ρόλου του, αλλά και τις πιο φορτισμένες στιγμές του. Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης είναι ο υδραυλικός, ο οποίος έρχεται εσπευσμένα μέσα στη νύχτα για να διορθώσει μια διαρροή νερού στο υπνοδωμάτιο. Ακομπλεξάριστος, με έναν αφοπλιστικό αυθορμητισμό στο παίξιμό του και σωστή απόδοση των κωμικών του στιγμιοτύπων, είτε ήταν ατάκα, είτε κίνηση, είτε γκριμάτσα, έγινε εξαιρετικά συμπαθής και άφησε θετικό αποτύπωμα με τη σκηνική του παρουσία. Άφησα τελευταία την Έφη Σταμούλη, με το ρόλο της (συνονόματης) μάνας στην παράσταση αυτή, καθώς έδειξε ότι μια έμπειρη και με πλούσιο ταλέντο ηθοποιός, μπορεί να κάνει το ρόλο να φαίνεται λες και είναι ο πραγματικός της εαυτός επί σκηνής. Χειρίστηκε εξαιρετικά τόσο την αστεία πτυχή του χαρακτήρα της, όσο και την πιο δραματική του, με την εξομολόγηση του ερωτικού της παρελθόντος στην κόρη της να έχει όλο το συγκινησιακό υπόβαθρο που θα απαιτούσε η σκηνή, καταφέρνοντας να περάσει και τα μηνύματα που κρύβουν τα λόγια της, κερδίζοντας επάξια το πολύ θερμό χειροκρότημα.
Το σκηνικό της Δανάης Πανά εκμεταλλεύθηκε όλο το βάθος και το πλάτος της σκηνής, δημιουργώντας δύο επίπεδα (ώστε να διαχωριστεί έξυπνα ο χώρος της κρεβατοκάμαρας και να μην παρεμβάλλει αχρείαστους τοίχους), είχε όλα τα στοιχεία ενός σύγχρονου, νεανικού σαλονιού και άφησε αρκετό χώρο για την κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου είναι απλά και καθημερινά, χωρίς πρόθεση να τραβήξουν την προσοχή του θεατή. αλλά να ντύσουν λειτουργικά τους χαρακτήρες του έργου. Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου προτίμησαν κυρίως γενικά πλάνα με σβηστά φώτα στο επίπεδο του σκηνικού που δε χρησιμοποιείτο στην εξέλιξη της ιστορίας και εστίασαν εύστοχα στα πρόσωπα των ηρώων στους μονολόγους τους.