Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Μπέρναρντ Πόμερανς (Bernard Pomerance) “O Άνθρωπος Ελέφαντας” (The Elephant Man) σκηνοθετεί στον πολυχώρο Vault ο Κοραής Δαμάτης. Έκανε πρεμιέρα το Νοέμβριο του 1977 στο Hampstead Theatre του Λονδίνου, ενώ η πρεμιέρα του στο Broadway έγινε το 1979 στο Booth Theatre με μια διαδρομή 916 παραστάσεων.
Βασίζεται στη ζωή του Joseph Carey Merrick, ο οποίος στο έργο αναφέρεται ως John Merrick και απασχόλησε την επιστήμη και την κοινή γνώμη της Μεγάλης Βρετανίας τη Βικτοριανή εποχή λόγω της δυσμορφίας του, επειδή έπασχε από μια σπάνια ασθένεια γνωστή σήμερα ως Σύνδρομο του Πρωτέα κι έγινε γνωστός σαν Άνθρωπος Ελέφαντας. Αυτός βρίσκεται στην υπηρεσία του Ρος, του επικεφαλής ενός περιοδεύοντα θιάσου που φιλοξενεί σόου με τέρατα (freak show), το οποίο παρακολουθεί ο γιατρός Τριβς, ένας ελπιδοφόρος χειρουργός. Εντυπωσιάζεται από τη δυσμορφία του Μέρρικ και προτείνει να τον πάρει στο νοσοκομείο για να τον εξετάσει πιο διεξοδικά, αλλά και να τον προστατεύσει από το πλήθος που τον λοιδωρεί ακατάπαυστα. Ο επικεφαλής του θιάσου ζητά αποζημίωση για να τον παραχωρήσει, την οποία και τελικά λαμβάνει. Ο γιατρός τον εντάσσει σε μια νέα πραγματικότητα και αριστοκρατικό κύκλο κι έχει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τις ιδιαίτερες πτυχές του Μέρρικ για να ανακαλύψει έναν εύστροφο νου, με αντίληψη και καλή καρδιά και μεγάλη επιθυμία να βιώσει την αποδοχή, τον έρωτα και μια όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική ζωή. Στο νοσοκομείο όπου πλέον έχει εγκατασταθεί μόνιμα τον επισκέπτεται η κυρία Κένταλ, μία ηθοποιός που αφού ξεπερνά το αρχικό σοκ της μορφής του, συζητά μαζί του για τον Ρομέο και την Ιουλιέτα και εντυπωσιάζεται από την ευαισθησία και το βάθος των απόψεών του για τον ήρωα του έργου του Shakespeare. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη σχέση αλήθειας κι εμπιστοσύνης και αυτός της εκμυστηρεύεται τις ερωτικές του επιθυμίες. Κολακευμένη από το θαυμασμό που της δείχνει, τον αφήνει να τη δει γυμνή ικανοποιώντας μια μεγάλη του επιθυμία με το γιατρό όμως να διακόπτει τη σκηνή, να οργίζεται με τα τεκταινόμενα και να τη διώχνει. Ο “ασθενής” αντιμετωπίζει λεκτικά το γιατρό του και τον κάνει να συνειδητοποιήσει τα λάθη στους χειρισμούς του και τη σκληρότητα των αντιδράσεών του. Η σχέση των δύο ανδρών θα φτάσει γρήγορα στη δραματική της κορύφωση. Η μετάφραση από τη Μαρλένα Γεωργιάδη είναι ακριβής και διατηρεί όλη την ουσία και τους νοηματικούς χυμούς του αρχικού κειμένου, ενώ τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία έκανε ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Κοραής Δαμάτης σκηνοθετεί την παράσταση, χρησιμοποιώντας τη σωματική δυσμορφία για να περιγράψει και να αναλύσει τους διαχρονικούς φόβους και προκαταλήψεις μιας οποιασδήποτε κοινωνίας και την ευκολία της απόρριψης προς οτιδήποτε ξεφεύγει από την κανονικότητα, είτε πρόκειται για σωματική αναπηρία, είτε για μια καινοτόμα ιδέα, ή ακόμα και κάποια μορφή τέχνης. Η προσέγγιση ακολουθεί ρεαλιστικές φόρμες, με το λόγο να είναι πρωταγωνιστής, να αντιμάχεται τη δύναμη της εικόνας, ώστε να προετοιμάσει το θεατή να αντιμετωπίσει την πρόκληση του κεντρικού ήρωα και να τον ενθαρρύνει να ξεπεράσει τις προκαταλήψεις του. Πίσω από τις προφανείς δυσμορφίες ενός προσώπου ή ενός σώματος καθρεφτίζονται όλες οι δυσκαμψίες και οι ανασφάλειες της ανθρώπινης φύσης και η επιθυμία της για αποδοχή και (γιατί όχι;) υπεροχή έναντι του ασθενέστερου. Με παρόμοιο τρόπο πίσω από μία πρώτη καταγγελτική ανάγνωση της εκμετάλλευσης του αδύναμου από το δυνατότερο, καιροφυλακτεί μία δεύτερη, που αγγίζει τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου για ενδοσκόπηση για να γνωρίσει τις ατέλειές του, να τις αποδεχθεί και να τις χρησιμοποιήσει επ’ ωφελεία του. Η σκληρότητα αναμετράται με το συναίσθημα, η λογική με την ευαισθησία, η δύναμη της μάζας με τη μοναδικότητα του ατόμου, το όνειρο με τον εφιάλτη με λόγο αιχμηρό, που βασίζεται εξ’ ολοκλήρου στη λογική, αλλά στοχεύει την ψυχή του θεατή. Οι εικόνες έχουν αιχμηρότητα και ζωντάνια, αρκετές σκηνές δράσης και αλληλεπίδρασης των χαρακτήρων, ενώ δεν καταφεύγουν σε συνταγές φτηνού εντυπωσιασμού. Ο ρυθμός είναι γρηγορος, με ελάχιστες κοιλιές που δε στέκονται ικανές να ανακόψουν τη ροή του έργου. Οι κορυφώσεις είναι αρκετές, με την ένταση των φωνών να μην ξεφεύγει σε αχρείαστες υπερβολές και τις σιωπές να αφήνουν χρόνο στο θεατή να αντιμετωπίσει την παραγόμενη ενέργεια . Τα συναισθήματα που δημιουργούνται είναι αυθόρμητα, δεν εκβιάζονται και αν και κάποιες σκηνές φλερτάρουν με πινελιές μελό, τελικά δεν ενοχλούν, γιατί γίνονται μέρος του ανθρωπιστικού μηνύματος που θέλει να μεταδώσει η παράσταση.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς στο ρόλο του Τζον Μέρρικ, δημιουργεί ένα πλάσμα με εξαιρετική εκφραστικότητα, που καταφέρνει παρά την εξωτερική του δυσπλασία να γίνει ανεκτός, να προκαλέσει πέρα από το επιστημονικό ενδιαφέρον και το ανθρώπινο κι εν τέλει να γίνει οικείος και συμπαθής, με μία εξελικτική κλιμάκωση που δεν εκβιάζει, αλλά έχει συνέχεια και συνέπεια. Η μορφή του αλλοιώνεται με μεταλλικά πρόσθετα και μία μάσκα, η κίνησή του σέρνεται με χαρακτηριστικό τρόπο, ο λόγος ενίοτε έχει ένα τραύλισμα δισταγμού, αποτυπώνοντας με ακρίβεια και δυναμισμό ένα ον τρομακτικό στην όψη, αλλά μοναδικό στην εσωτερική του ποιότητα. Ο Περικλής Μοσχολιδάκης υποδύθηκε τον γιατρό Τριβς, τον άνθρωπο που ανακαλύπτει τον Μέρρικ στο freak show κι αναλαμβάνει να τον σώσει από αυτό το είδος ζωής και να του εξασφαλίσει μια άλλη, πιο ανθρώπινη. Πειστικός ως επιστήμονας που διψά για νέες προκλήσεις και έρευνα, αλλά και στη ματαιοδοξία του επιτυχημένου, σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα όπου ο γιατρός και ερευνητής συνήθως επικρατεί του ανθρώπου. Η μόνη μου ένσταση είναι ότι στις σκηνές όπου η έκφρασή του δείχνει απουσία συναισθήματος, η φωνή έχει έντονο χρώμα και διακυμάνσεις, με αυτά τα δύο να μη δένουν αρμονικά. Οι ισορροπίες του αποκαθίστανται πλήρως στο μονόλογό του της τελευταίας σκηνής. Η Μαρία Καβουκίδη παίζει την αινιγματική κυρία Κένταλ, μια ηθοποιό που ξεπερνώντας το αρχικό της σοκ αντικρίζοντας τον Μέρρικ, γίνεται άθελά της το πρόσθετο κίνητρό του για ζωή. Με μαγνητική θηλυκότητα που τη χρησιμοποιεί μαζί με τη φυσική γοητεία της για να τον “αποπλανήσει”, καταλήγει σχεδόν ασυνείδητα να επιζητά να μπει στο σύμπαν του. Οι εκφράσεις και το βλέμμα της, η λικνιστική της κίνηση, το κόμπιασμα στη φωνή συντελούν σε μια προσεγμένη και ολοκληρωμένη ερμηνεία. Ο Στέλιος Καλαϊτζής ως Ρος (επικεφαλής του θιάσου του freak show), επίσκοπος, αλλά κι ένας από τους νοσοκόμους έχει ενέργεια και πάθος στη σκηνή. Ιδιαίτερα στον πρώτο του ρόλο δημιουργεί έναν πολύ πειστικά φιλοχρήματο και κουτοπόνηρο ανθρώπινο τύπο, που απλά προσπαθεί να πιάσει την καλή με κάθε τρόπο. Ο Μιχάλης Καλιότσος ερμηνεύει εύστοχα τόσο τον Καρλ Γκομ, το φιλόδοξο και ωφελιμιστή διευθυντή του νοσοκομείου όπου καταφεύγει ο Μέρρικ, όσο και τον ελεγκτή. Ο Αντώνης Καραθανασόπουλος (άνδρας στο τσίρκο, αστυνομικός και ο έτερος των νοσοκόμων) και η Σοφία Ρούβα (Δεσποινίς Σάντουιτς, Σουβλίτσα) ολοκληρώνουν με το ταλέντο και την ενέργειά τους επιτυχημένα μια άρτια και προσεκτικά δουλεμένη ερμηνευτική ομάδα.
Ο σκηνοθέτης επιμελήθηκε τα σκηνικά, τα οποία ταίριαξαν με το χώρο, ήταν λειτουργικά, αν και συχνά ένιωσα ότι ήθελαν λίγο μεγαλύτερες ανάσες για να απλωθούν πιο αποτελεσματικά. Ο ίδιος σχεδίασε και τα κοστούμια, τα οποία είχαν εικαστική συνέπεια με τη σκηνοθετική προσέγγιση, ποικιλία και αισθητική. Οι μάσκες της Ελένης Σουμή αποτελούν ενεργό κύτταρο της παράστασης και συμβολίζουν τη διπροσωπία και την υποκρισία που μπορεί να κρύβεται τόσο στον άνθρωπο μεμονωμένα, όσο και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα. Ο Σωκράτης Παπαδόπουλος κατασκεύασε τη μάσκα του Ανθρώπου-Ελέφαντα, ενώ τα φωτόσπαθα ο Χρήστος Σάλεμ (ένα εύρημα, το οποίο δε λειτούργησε όμως πάντα σωστά στη ροή της παράστασης). Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη ήταν αρκούντως υποβλητική και έδωσε ένταση και έμφαση στις κορυφώσεις του έργου. Η κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα μελετημένη στη λεπτομέρεια, τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και σε αυτό της ομάδας ήταν σε αρμονία με τις συναισθηματικές εναλλαγές των ηρώων. Οι φωτισμοί από το σκηνοθέτη, έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές κι εκμεταλλεύθηκαν έξυπνα τα υποφωτισμένα πλάνα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Vault, παρακολούθησα μια παράσταση που πραγματεύεται τη διαφορετικότητα και τον πόνο ή τη δυστυχία που μπορεί αυτή να γεννήσει. Η προσέγγιση είναι ρεαλιστική, με διάθεση κριτική, επιχειρώντας όχι να στηλιτεύσει με τρόπο στείρο, αλλά να προκαλέσει το δημιουργικό προβληματισμό αποφεύγοντας τις εύκολες συνταγές. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, η εικόνα έχει αισθητική και συντονίζεται με το λόγο, κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος, με τις όποιες μικρές αρρυθμίες να μην επηρεάζουν το άρτιο τελικό αποτέλεσμα. Η ερμηνευτική ομάδα είναι συντονισμένη, κινείται σε υψηλά επίπεδα και ανταποκρίνεται στη γενικότερη σκηνοθετική οπτική.