Το έργο του θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου Μάριου Ποντίκα “Ο Γάμος“, σκηνοθετούν στο Θέατρο Σταθμός ο Κώστας Παπακωνσταντίνου με την Αγγελική Μαρίνου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το Νοέμβριο του 1980 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και μιλά για την Αφέντρα, ένα νεαρό κορίτσι, μέλος μιας φτωχής οικογένειας, η οποία βιάζεται και στη συνέχεια αντιμετωπίζει την κατακραυγή και την απόρριψη τόσο από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον, όσο και από τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Ο αρραβωνιαστικός της την εγκαταλείπει άμεσα, η οικογένειά της την κατηγορεί ότι τη στιγμάτισε, ενώ το δικαστήριο την αντιμετωπίζει κριτικά και τα μέσα ενημέρωσης χλευάζουν την εξαιρετικά δύσκολη σωματική και ψυχολογική της κατάσταση. Νιώθοντας πλήρως απομονωμένη και μια πραγματική παρίας ακόμα και μέσα στην οικογένειά της, καταλήγει στη λύση της αυτοπυρπόλησής της. Κινούμενη πλέον μεταξύ φθοράς και πραγματικότητας και μετά από αλλεπάλληλες επαφές των οικογενειών του θύματος με αυτή του θύτη, επιλέγεται σαν συμβιβαστική λύση ο γάμος του διαλυμένου ψυχικά και σωματικά κοριτσιού με το βιαστή της, με μία οικονομική εξασφάλιση της σιωπής του περιβάλλοντος του θύματος εν είδει “προίκας” αίματος και συνενοχής στον ολοκληρωτικό ψυχικό βιασμό του. Παρόλο που το έργο αναφέρεται σε ένα χωριό της Ελληνικής επαρχίας, ασχολείται με το ειδεχθέστατο φαινόμενο του γυναικείου βιασμού, το κοινωνικό στίγμα που τον ακολουθεί, την πατριαρχική δομή της οικογένειας και την εικόνα του πατέρα-αφέντη, αλλά και την υποκριτική διαχείριση του γεγονότος τόσο από τον στενό οικογενειακό περίγυρο, όσο και τον κανιβαλισμό του από τα μέσα ενημέρωσης. Σαράντα χρόνια μετά παρόμοιες συμπεριφορές παραμένουν επίκαιρες, έχοντας ίσως μεταλλαχθεί σε μορφή, αλλά όχι στην ουσία τους.
Στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης ο Κώστας Παπακωνσταντίνου με την Αγγελική Μαρίνου προσεγγίζουν το έργο με μία σύγχρονη οπτική που επιχειρεί να θέσει τα προβλήματα στην πραγματική τους βάση, να διερευνήσει τα βαθύτερα ψυχολογικά τους αίτια και να προκαλέσει έναν δημιουργικό προβληματισμό για την εξεύρεση λύσεων. Το αιδοίο είναι το φλογερό αντικείμενο του ανδρικού πόθου, το πολυτιμότερο γυναικείο αγαθό, αλλά και το κέντρο της εξέλιξης της ιστορίας. Η σκηνοθεσία το προβάλλει γυμνό, σε κοινή θέα, απροστάτευτο και ανυπεράσπιστο, τόσο στην κυριολεκτική του λεηλασία, όσο και στη γενικότερη αποδόμησή του από το κοινωνικό περιβάλλον. Το κορίτσι παραμένει καθηλωμένο και με τα πόδια ανοιχτά στη γυναικολογική πολυθρόνα με το “πολυτιμότερο αγαθό” της ορατό από όλους, σε ευθεία συνομιλία με τον θεατή που επιλέγει να ασχολείται με το φαίνεσθαι και να υποβιβάζει την ουσία και τις πραγματικές διαστάσεις του γεγονότος. Πιστεύω όμως ότι μετά το πέρας της γυναικολογικής εξέτασης του κοριτσιού από το γιατρό και την ανακοίνωση του πορίσματός του, το εύρημα της γυμνότητας έχασε μέρος της λειτουργικότητας και του συμβολισμού του και θα μπορούσε να αποφευχθεί η συνέχισή του. Η δράση εκτυλίσσεται με τη συνεχή εναλλαγή οικογενειακών στιγμιοτύπων και σκηνών από τη διεξαγόμενη δίκη, χωρίς οι χώροι να οριοθετούνται με σαφήνεια, παρά μόνο με τη συνδρομή του σχεδιασμού των φωτισμών. Η συνεχής και έντονη χρήση των μικροφώνων στις μαρτυρίες της δίκης, εξασφάλισε μια αφήγηση αποστασιοποιημένη από το συναίσθημα, αλλά δημιούργησε μια ηχητικά τεταμένη ατμόσφαιρα που αποπροσανατόλισε την προσοχή μου από το βαθύτερο νόημα του λόγου και τον έκανε κάπως ξύλινο και δύσπλαστο. Υπήρξαν στιγμές όπου αναπόφευκτα ο ρυθμός της παράστασης έπεσε και η ροή της ιστορίας έκανε κοιλιά, αλλά αυτές ήταν σύντομες, ενώ δεν έλειψαν και κάποιες φωνητικές υπερβάσεις στις ερμηνείες που δεν πρόσφεραν τίποτα, ούτε έδωσαν αιχμηρότητα στις συγκρούσεις των χαρακτήρων. Έξυπνη και ευρηματική ήταν και η μετάβαση του σχεδόν μουμιοποιημένου από τις γάζες κοριτσιού σε μια νύφη που βγάζει ρύζι από το στόμα της και ο γάμος της αποδεικνύεται ένας δεύτερος (και τελειωτικός) βιασμός της ψυχής και της θέλησής της. Σε γενικές γραμμές η σκηνοθετική προσέγγιση κινείται σε πλαίσια ρεαλιστικά, χωρίς διάθεση διδακτισμού, μη διστάζοντας να πάρει ρίσκα που ακόμα κι όταν δεν είναι απόλυτα αποτελεσματικά φέρνουν το έργο σε μια σύγχρονη φόρμα και τροφοδοτούν τη σκέψη και τον προβληματισμό του κοινού.
Ο Ελισσαίος Βλάχος στο ρόλο του ημιμαθούς και σκληρού πατέρα, καταφέρνει να τον μπολιάσει με μια επαρχιώτικη αφέλεια, αλλά και βίαια χαρακτηριστικά τα οποία φαίνονται να προκύπτουν σχεδόν αυθόρμητα όταν νιώθει να του αμφισβητούν το ρόλο του πατέρα-αρχηγού. Τα ξεσπάσματά του είναι συχνά παραληρηματικά, ενώ ο λόγος του απροκάλυπτα κυνικός μοιάζει να βγαίνει από το στόμα του με απόλυτα φυσικό τρόπο. Η κίνησή του όμως δε συντονίστηκε πάντα με το λόγο του, κάτι που με έκανε να αναρωτηθώ αν ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού ή απόρροια σκηνοθετικής οδηγίας. Η Βάσω Καμαράτου υποδύθηκε τη μητέρα του κοριτσιού, που δείχνει να ταλαντεύεται μεταξύ της καθεστηκυίας υποταγής στον άντρα και των επιταγών της γυναικείας φύσης της που την ωθεί να συμπαραστέκεται συναισθηματικά στην κόρη της. Στην πρώτη της πτυχή είναι εξαιρετική μιλώντας σχεδόν ανέκφραστη και με βλέμμα άδειο, ενώ στη δεύτερη υπάρχει μια σχετική δυσαρμονία λόγου και στάσης σώματος, που αφαιρεί την ένταση των συναισθημάτων που βιώνει και την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας τους προς το θεατή. Η Μυρτώ Πανάγου ερμηνεύει την αδερφή της Αφέντρας, η οποία συμπάσχει ελάχιστα με το δράμα της αδερφής της και μοιάζει να ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για το αν και πως θα αποκατασταθεί η ίδια. Η υποκριτική γραμμή που ακολουθήθηκε είχε έντονο το στοιχείο της υπερβολής και μιας υστερίας που ο ίδιος ο ρόλος δεν δικαιολόγησε. Ο Δημήτρης Κουτρουβιδέας έπαιξε τόσο έναν υποδειγματικό και άκρως επαγγελματία Ιατροδικαστή, όσο και κάποιους από τους μάρτυρες της δίκης, τους οποίους φώτισε με την ίδια συνέπεια και δεξιότητα. Ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός ανέλαβε το ρόλο του αρραβωνιαστικού, του βιαστή, αλλά και μαρτύρων της δίκης με εύστοχες φωνητικές και εκφραστικές εναλλαγές και μεταβάσεις και στέρεο σκηνικό στήσιμο. Η Μαργαρίτα Τρίκκα είναι η νεαρή κοπέλα, θύμα του αποτρόπαιου βιασμού, ένα βουβό, αλλά με τον τρόπο του εξαιρετικά εκφραστικό πλάσμα σε ένα επίπονο και απαιτητικό σωματικά ρόλο, μια μαριονέτα στις επιθυμίες και τη βούληση των άλλων.
Την επιμέλεια του σκηνικού χώρου είχε η Βίκυ Πάντζιου, όπου κυριάρχησε η καρέκλα στη μέση της σκηνής και δύο κουρτίνες στα πλάγια που όταν πέφτουν αποκαλύπτουν τους φορτωμένους ποικίλα αντικείμενα χώρους ενός σπιτιού. Τα κοστούμια της ίδιας, απλά, σε λιτή γραμμή και γήινα χρώματα, γάζες που τυλίγουν σφιχτά το ταλαιπωρημένο γυναικείο σώμα κι ένα νυφικό που μοιάζει ξένο, ακολουθώντας τη συναισθηματική απελπισία της υποψήφιας νύφης. Η μουσική του Βασίλη Κουτσιλιέρη τονίζει τις συγκρούσεις και τις συναισθηματικές κορυφώσεις των ηρώων, αν και ενίοτε ξεπερνάει την ενδεδειγμένη ένταση και δυναμική. Η κίνηση της Κατερίνας Γεβετζή κατάφερε να ενσωματώσει όλη τη λανθάνουσα βία, αν και σε κάποιες στιγμές έδειξε λίγο μπερδεμένη ως προς τη διασπορά της στο χώρο. Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές, τόνισαν την απειλητική τους χροιά και εστίασαν σωστά στα πρόσωπα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, είδα μια παράσταση ενός πολύ γνωστού νεοελληνικού έργου που αναφέρεται στην ψυχολογική και σωματική ζημιά που προκαλεί ένας βιασμός, την ενδοοικογενειακή βία, αλλά και την υποκρισία του κοινωνικού περίγυρου. Η σκηνοθετική προσέγγιση το μπόλιασε με σύγχρονες γραμμές, οι οποίες όμως δε λειτούργησαν στην ένταση και την έκταση που θα ήθελαν οι συντελεστές της. Τα έξυπνα ευρήματά τους είχαν αποτελεσματικότητα και εικονοποίησαν συμβολισμούς, αλλά φλέρταραν με την υπερβολή και ενίοτε την υπερέβησαν. Οι ερμηνείες με αρκετές καλές στιγμές, αλλά και κάποια έλλειψη συντονισμού με αρκετές αυτοσχεδιαστικές στιγμές. Ένα θεατρικό εγχείρημα που στο σύνολό του έχει δυνατότητες, αλλά χάνει συχνά τον προσανατολισμό και την απεύθυνσή του.