Ο Άντον Τσέχωφ (1860-1904) ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού έζησε πολλά χρόνια στη Ρωσική επαρχία και γνώρισε τους ανθρώπους της, γαιοκτήμονες και κολίγους. Με το ανήσυχο πνεύμα του, την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του και τη βαθιά ενσυναίσθησή του διείσδυσε στον εσωτερικό κόσμο αυτών των ανθρώπων. Το βύθισμα στη ψυχή αυτών των ανθρώπων και τη βαθιά γνώση της επαρχιακής καθημερινότητας μετουσίωσε σε κορυφαία τέχνη στα διηγήματά του και στα τέσσερα ανυπέρβλητα θεατρικά του έργα: “Γλάρος”, “Θείος Βάνιας”, “Τρεις αδελφές” και ” Βυσσινόκηπος”. Ο “θείος Βάνιας” (1896) είναι το κατεξοχήν έργο μέσα από τα “σπλάχνα” του οποίου ξεπηδούν τα καίρια ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, του έρωτα, της ευτυχίας, της δυστυχίας, της μοναξιάς, του συμβιβασμού, της επιβίωσης. Ο Τσέχωφ εστιάζοντας στον τρόπο ζωής του Βάνια και των ανθρώπων που συμβιώνουν μαζί του στο κτήμα ( μέσα από το ειδικό) μεγενθύνει, φωτίζει και αποκαλύπτει τη μεγάλη εικόνα της Ζωής.
Ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Σερεμπριακώφ επιστρέφει στο κτήμα της πρώτης του γυναίκας μαζί με τη νέα και πολύ ελκυστική δεύτερη σύζυγό του Ελένα. Η άφιξή τους προκαλεί μεγάλη αναστάτωση και επώδυνες αλλαγές στους ενοίκους του κτήματος. Ο θείος Βάνιας, που μια ζωή δουλεύει για να στέλνει χρήματα στον καθηγητή, ερωτεύεται την Ελένα, ζηλεύει τον καθηγητή και συνειδητοποιεί το τέλος των ψευδαισθήσεων. Η Ελένα διαπιστώνει ότι πρέπει να συμβιβαστεί μέσα σ’ έναν άχαρο γάμο με έναν υποχόνδριο ηλικιωμένο σύζυγο. Η δε Σόνια κατανοεί ότι θα πρέπει να δουλεύει σκληρά για να επιβιώσει καταπνίγοντας τον χωρίς ανταπόκριση έρωτά της για τον γιατρό Αστρώφ.
Το 2009, ο τότε 22χρονος Δημήτρης Καραντζάς, άγουρος όχι μόνον ηλικιακά αλλά και στον σκηνοθετικό στίβο, επιχειρεί να “αναμετρηθεί” με τον Τσέχωφ παρουσιάζοντας σε μορφή σκηνοθετημένου αναλογίου το έργο “Ιβάνοφ”, έργο που κυοφορεί όλα τα θέματα που αναπτύσσει ο συγγραφέας στα επόμενα κορυφαία θεατρικά του έργα. Το 2020 σκηνοθετεί τις “Τρεις αδελφές” με μια τολμηρή ματιά και την περίοδο 2022-2023, μετά τα δύο δύσκολα χρόνια της καραντίνας λόγω του COVID-19, ανεβάζει τον “Θείο Βάνια” σε μια ιδιαίτερη ανάγνωση.
Ο Καραντζάς εμβαθύνει στον ψυχισμό των δραματικών προσώπων και τα προσεγγίζει με μια πρωτότυπη ματιά. Πολύτιμο εργαλείο στην σκηνοθετική του φαρέτρα για την ανάδειξη κάθε πτυχής ειρωνείας, υπαινιγμών, κωμικοτραγικών καταστάσεων καθώς και της πλήξης, της ανίας, της μοναξιάς και των ματαιωμένων ονείρων αποτελεί η χρήση της περίτεχνης μετάφρασης της Χρύσας Προκοπάκη. Ο Καραντζάς στη δική του σκηνοθετική προσέγγιση περιορίζει την σκηνική παρουσία του Τελιέγκιν, του ξεπεσμένου γαιοκτήμονα, δίνοντας του όμως τη δυνατότητα χρησιμοποιώντας ένα μικρό μουσικό όργανο να τονίζει τις σιωπές και να γεμίζει τις παύσεις ” χρωματίζοντας” τον χρόνο που κυλάει. Ένας ρόλος κυρίως σιωπηλός αλλά με έντονα κωμικοτραγικά ξεσπάσματα σε χορευτικές φιγούρες μαζί με τον γιατρό Αστρώφ πάνω στο τραπέζι. Συγχρόνως διαφοροποιεί τον ρόλο της Νένας σε μια αεικίνητη οικονόμο. Η Νένα, η γριά παραμάνα, μεταμορφώνεται σε μια “τροφό” όλων των ενοίκων του σπιτιού, η οποία “τροφοδοτεί” ασταμάτητα το τεράστιο τραπέζι με ποικιλία εδεσμάτων και γλυκών και πολύ τσάι. Μια φωτεινή παρουσία που προσπερνά τη δική της μοναξιά προσφέροντας στους άλλους υλική τροφή μαζί με ένα ζεστό χαμόγελο και έναν λόγο παρηγοριάς. Ο γιατρός Αστρώφ, ένας περίεργος συνδιασμός κυνισμού και ρομαντισμού, οραματίζεται ένα λαμπρό μέλλον για την ανθρωπότητα, λατρεύει τη φύση, ανίκανος όμως να αγαπήσει τον εαυτό του και τον διπλανό του. Ωστόσο σαγηνεύεται από την ομορφιά της Ελένας. Ο Καραντζάς κάνει μια κόντρα επιλογή από την επικρατούσα άποψη σχετικά με τη γοητευτική εξωτερική εμφάνιση του γιατρού. Ο δικός του Αστρώφ δεν είναι όμορφος, διαθέτει όμως μια εσωτερική ακτινοβολία. Τα πιστεύω του, οι ιδέες του αλλά και η αυτοκαταστροφικότητά του εκπέμπουν μια ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες (Σόνια, Ελένα). Αν ο Τσέχωφ σαρκάζει τον Βάνια με την σκηνή του αποτυχιμένου πυροβολισμού εναντίον του καθηγητή, ο Καραντζάς ανιχνεύει την τραγική διάσταση του ρόλου του Βάνια μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις βίαιων ξεσπασμάτων θυμού, παράφορων λεκτικών εκρήξεων, ωμού αυτοσαρκασμού και έντονης σωματοποιημένης οργής προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να βρει διέξοδο ο θυμός του, ο πόνος του και οι ματαιώσεις του. “Βρυχάται” ο Βάνιας σαν ένα ανήμπορο λαβωμένο λιοντάρι σε κλουβί. Αυτό το “κλουβί”, αυτός ο εγκλωβισμός, ο οποίος αφορά όλα τα πρόσωπα του έργου, αποτυπώνεται τέλεια στο σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά.
Ένα τεράστιο τραπέζι με 24 καρέκλες καλύπτει όλον τον ζωτικό χώρο της σκηνής υποχρεώνοντας τους ήρωες του έργου να κινούνται περιμετρικά σε απόσταση αναπνοής από τους γύρω τοίχους. Αυτός ο ασφυκτικός χώρος λειτουργεί σαν μέγγενη στους ενοίκους του σπιτιού και μαρτυρά το αναπόδραστο της ζωής αυτών των δυστυχισμένων υπάρξεων καθώς και της αδιέξοδης μοναξιάς τους. Αυτό το τραπέζι χρεισιμοποιούν για να τρώνε, να πίνουν τσάι, να χορεύουν ακόμα και σαν κρησφύγετο για να εξομολογούνται καλά κρυμμένα μυστικά κάτω από αυτό αλλά και να το μετατρέπουν σε αρένα έντονων συγκρούσεων , σε έναν ανθρωποφαγικό στίβο .
Κορυφαία σκηνή της παράστασης η στιγμή που μη μπορώντας να εκφράσει η Σόνια τον έρωτά της στον Αστρώφ βρίσκεται μαζί του πάνω στο τραπέζι. Περπατούν, στροβιλίζονται, γονατίζουν και με χορογραφημένες κινήσεις τρώνε βουλιμικά με τα χέρια γλυκά και φαγητά πασαλείβοντας τα πρόσωπά τους. Μια συναρπαστική κωμικοτραγική απεικόνιση ενός ανεπίδοτου ματαιωμένου έρωτα, ενός λανθάνοντα ερωτισμού. Πολύ εύστοχη η αλλαγή των πινάκων στο βάθος του στενού χολ, του μοναδικού ανοίγματος- εξόδου της σκηνής, Οι τρεις πρώτοι πίνακες αναπαριστούν φυσικά τοπία. Το μέγεθος των πινάκων συνεχώς μικραίνει σχολιάζοντας τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση και την πρόταση του καθηγητή σχετικά με την πώληση του κτήματος. Ο τέταρτος και τελευταίος πϊνακας απεικονίζει μια αγελάδα, η οποία “καθρεφτίζει” τον τελευταίο μονόλογο της Σόνιας, Ένας μονόλογος πλημμυρισμένος με την ανάγκη για σκληρή δουλειά, ατελείωτη προσφορά, ατέρμονη υπομονή και εγκαρτέρηση.
Όλοι οι ηθοποιοί ερμήνευσαν μοναδικά τους ρόλους τους ανταποκρινόμενοι απόλυτα στην σκηνοθετική σύλληψη. Ο Σερεμπριακώφ του Μανώλη Μαυροματάκη, μια εγωιστική ύπαρξη, απέπνεε με πειστικό τρόπο την ιδιορρυθμία, τη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία του καθηγητή. Η Θεοδώρα Τζήμου στο ρόλο της Ελένας, έχοντας τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, δημιούργησε μια γυναίκα που πάλλεται από αισθήματα αλλά γνωρίζει τον τρόπο να προσγειώνεται από τη λογική. Η Ηρώ Μπέζου, σε μια ώριμη στιγμή της καριέρας της , σπαρακτική και γήινη, χωρίς ποτέ να γίνεται μελοδραματική, έπλασε το ρόλο της Σόνιας με ιδιαίτερη υποκριτική ποιότητα και ηχόχρωμα φωνής. Ο Φιντέλ Ταλαμπούκας δόμησε το ρόλο του γιατρού Αστρώφ με υποκριτική δύναμη, ο Αντώνης Αντωνόπουλος υποστήριξε τον ρόλο του Τελιέγκιν με συνέπεια και η Μαρία Φιλίνη ως Νένα ήταν μια περσόνα λαμπερή και δυναμική. Η Ρίτα Λυτού (στην παράσταση που παρακολούθησα) στάθηκε με αξιοπρέπεια στον ρόλο της μητέρας του Βάνια. Όσο για τον Χρήστο Λούλη υπήρξε ένας συγκλονιστικός Βάνιας. Με ωριμότητα και μεστό υποκριτικό ταλέντο έδωσε υπόσταση σε έναν άνθρωπο απογοητευμένο, βαθιά πληγωμένο, που διψά να ζήσει και. λαχταρά να απολαύσει τις χαρές της ζωής αλλά νιώθει τη ζωή του να χάνεται στο τέλμα μιας αδιάφορης επαρχιακής ζωής .
Εξαιρετικά τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη υπογράμμιζαν τον χαρακτήρα του κάθε ρόλου. Οι φωτισμοί του έμπειρου Λευτέρη Παυλόπουλου λειτούργησαν πολύ ατμοσφαιρικά στην παράσταση. Λιτή η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Καμαρωτού έντυσε με ηχητικό ηχόχρωμα τις σιωπές, τις παύσεις και τον ψυχισμό των δραματικών προσώπων δημιουργώντας συγχρόνως έναν αόρατο μανδύα μονοτονίας, απραξίας και το αίσθημα ότι ο χρόνος παραμένει οδυνηρά αμετακίνητος.
Μια καθηλωτική παράσταση η οποία αποδεικνύει περίτρανα την σκηνοθετική ευφυΐα του Δημήτρη Καραντζά και την τόλμη του να δοκιμάζεται σε νέες καλλιτεχνικές προκλήσεις.