Το έργο του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα (Martin McDonagh) με τίτλο “Ο Πουπουλένιος” (The Pillowman) σκηνοθετεί στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών η Μαίρη Ανδρέου. Γράφτηκε το 2003 και ανέβηκε το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (σκηνή Cottesloe), ενώ η πρεμιέρα του στο Broadway έγινε τον Απρίλιο του 2005 στο Booth Theatre. Το 2004 κέρδισε το βραβείο Olivier ως καλύτερο θεατρικό έργο της χρονιάς. Σε ένα ολοκληρωτικό κράτος (το οποίο δεν προσδιορίζεται) ένας σχετικά άσημος συγγραφέας μικρών ιστοριών και ο νοητικά στερημένος αδερφός του συλλαμβάνονται από δύο αστυνομικούς και ανακρίνονται εξονυχιστικά, καθώς κάποιες από τις ιστορίες του πρώτου μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με μια σειρά από δολοφονίες μικρών παιδιών που συμβαίνουν στην πόλη. Τα δύο αδέρφια ανακρίνονται σε διαφορετικά δωμάτια και όσο η ανάκριση προχωράει αποκαλύπτονται τραυματικές λεπτομέρειες του παρελθόντος τόσο για τα αδέρφια, όσο και για τους δύο αστυνομικούς. Το παρελθόν έρχεται συχνά να μπλεχτεί με το παρόν, η αλήθεια με το ψέμα και η πραγματικότητα με την ψευδαίσθηση. Το κουβάρι των χαρακτήρων αρχίζει να ξετυλίγεται μέσα από προσωπικές ιστορίες και εξομολογήσεις, ενώ αποσπάσματα από κάποια κείμενα του συγγραφέα διαβάζονται στο κοινό, για να επισημανθεί η ανατριχιαστική ομοιότητα με τα αληθινά περιστατικά. Η μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη είναι ακριβής και συνεπής ακόμα και σε λεκτικά παιχνίδια ή ιδιωματισμούς που έχει το αρχικό κείμενο του οποίου διατηρεί όλο το μυστήριο, τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια.
Η Μαίρη Ανδρέου σκηνοθετεί την παράσταση, ενσωματώνοντας ενεργά σε αυτή και τον εικαστικό παράγοντα, διατηρώντας έναν πολύ γρήγορο ρυθμό και δημιουργώντας εικόνες κινηματογραφικής αισθητικής. Η σκηνή (με τα σκηνικά της αντικείμενα) είναι χωρισμένη ακριβώς στη μέση με τη μισή να είναι λευκή και την άλλη μισή μαύρη, δημιουργώντας εξ’ αρχής μια αίσθηση ότι η σκηνοθετική οπτική θα βασιστεί σε μια σειρά από δίπολα. Όσο η παράσταση κυλά αυτά γίνονται κάτι παραπάνω από εμφανή, από τα θεμελιώδη, όπως το καλό και το κακό, την αλήθεια και το ψέμα, την πραγματικότητα και τη φαντασία, τη νοητική διαύγεια και την πνευματική σύγχυση, το τραυματικό παρελθόν και το καλύτερο αύριο, μέχρι κάποια δευτερεύοντα, όπως το παιχνίδι του σκοταδιού με το φως, την εναλλαγή καλού και κακού αστυνομικού, του χαμόγελου με την οργή, της ηρεμίας και της έκρηξης. Οι ήρωες άλλοτε φορούν μάσκες και άλλοτε έχουν τα πραγματικά τους πρόσωπα, η ψευδαίσθηση παίζει κρυφτό με την πραγματικότητα, το παρελθόν έρχεται ως καταλυτικός παράγοντας των εξελίξεων του παρόντος, με τη ροή να μη χάνει σχεδόν ποτέ το γρήγορο ρυθμό της. Οι όποιες ανάσες κρατούν τόσο, όσο χρειάζεται ο θεατής να σκεφτεί και να αφομοιώσει τα τεκταινόμενα και να αντιμετωπίσει τις συνεχείς ανατροπές και τα νέα στοιχεία. Ο λόγος βρίσκεται σε σχεδόν απόλυτη αρμονία με την κίνηση, η οποία είναι έντονη, ζωντανή, παθιασμένη κι εκμεταλλεύεται εξαιρετικά την έλλειψη απόστασης μεταξύ κοινού και ηθοποιών. Οι αποκαλύψεις που προκύπτουν από την ανάκριση, που συχνά μοιάζει με το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, δημιουργούν στο θεατή μια ατμόσφαιρα αγωνίας για τη συνέχεια, η οποία επιτείνεται από τα βιντεάκια που προβάλλονται και την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι σκιές που γεμίζουν το χώρο. Το “πράσινο κοριτσάκι” που κάνει μία σύντομη (αλλά ουσιαστική) εμφάνιση προς το τέλος της παράστασης είναι μια αναδρομή στα παιδικά χρόνια των ηρώων του έργου, αλλά και μία φρικτή υπενθύμιση της σκληρής πραγματικότητας της μικρής πόλης. Οι ισορροπίες των χαρακτήρων είναι εξαιρετικά εύθραυστες, κανείς δε μένει απλός θεατής και όλοι παλεύουν να σιγάσουν τις εσωτερικές τους κραυγές και τους ψιθύρους της σκέψης τους.
Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης ερμηνεύει τον Κατούριαν, το συγγραφέα των σύντομων ιστοριών, που συλλαμβάνεται και ανακρίνεται από την αστυνομία. Αποτυπώνει με εξαιρετική ακρίβεια ένα “ανθρωπάκι” που προσπαθεί να βρει ταυτότητα και να χαράξει πιο έντονα τα βήματά του στη ζωή. Όχημα γι’ αυτά είναι οι ιστορίες του, που είναι συνάμα βίαιες, αλλά και με μία παράξενη αίσθηση τρυφερότητας, ενώ κρύβουν ένα παρελθόν γεμάτο πληγές και αδιέξοδα. Συνεσταλμένος και άτολμος απέναντι στην ένταση της ανάκρισης (οι στάσεις του σώματος και τα φοβισμένα βλέμματα συνοδεύουν αρμονικά το λόγο του), αλλά και με μία λανθάνουσα θρασύτητα, δείχνει να έχει μελετήσει σε βάθος τις πτυχές του ρόλου του και ιχνογραφεί με καθαρότητα και συνέπεια έναν σύνθετο χαρακτήρα. Ο Χρίστος Στυλιανού είναι ο Μίσαλ, ο καθυστερημένος αδερφός του Κατούριαν, αλλά και ο ψυχολογικός καθρέφτης του. Λιτός, σοβαρός, μετρημένος, υποδύεται ένα προβληματικό νέο με απλότητα, εσωτερικότητα και ευαισθησία, χωρίς να καταφεύγει σε συναισθηματικούς εκβιασμούς της ψυχολογίας του θεατή. Εκεί βρίσκεται και το μυστικό της εξαιρετικής σκηνικής παρουσίας του, ότι εκπέμπει αμεσότητα και μια σχεδόν παιδική αφέλεια, ενώ δε σταματά να εξελίσσει το ρόλο του, ακόμα και όταν δε συμμετέχει ενεργά στα τεκταινόμενα στη σκηνή. Ο Σπύρος Σαραφιανός στο ρόλο του Τουπόλσκι, του αστυνομικού που κατευθύνει την ανάκριση πλάθει το προφίλ του “καλού” και δεκτικού μπάτσου. Χωρίς να υψώνει τους τόνους, αλλά και με κάποιες απαραίτητες εκρήξεις, δημιουργεί μια δήθεν “φιλική” ατμόσφαιρα, μια επίπλαστη ευγένεια, όπου όμως δεν παύει να υποβόσκει η απειλή και η υπόνοια της βιαιότητας. Η μάσκα αυτή του αυτοέλεγχου σπάει έξυπνα στη ροή της παράστασης, όταν αποκαλύπτονται προσωπικές λεπτομέρειες και τραύματα και καταφεύγει στην πιο ανθρώπινη πλευρά του. Ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος υποδύεται τον Άριελ, τον “κακό”, βίαιο και εκρηκτικό αστυνομικό, που συμμετέχει στην ανάκριση. Με μία σχεδόν μόνιμη μάσκα οργής στο πρόσωπό του, κίνηση έντονη και συχνά στα όρια της βαναυσότητας, δημιουργεί ένα τύπο που εξωτερικεύει τις σκέψεις και τα αισθήματά του και που το κοινό λατρεύει να αντιπαθεί. Σιγά, σιγά εμφανίζονται έντεχνα οι ρωγμές σε αυτό του το προσωπείο καθώς και οι ενδείξεις μιας καλά κρυμμένης ευαισθησίας κι ενός τραυματικού παρελθόντος. Το πράσινο κοριτσάκι που κάνει ένα σύντομο, αλλά ουσιαστικό πέρασμα στη σκηνή ήταν η Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η σκηνοθέτις και εξυπηρέτησε απόλυτα τη ματιά της, με ένα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο, βαμμένο μισό λευκό και μισό μαύρο, φονικά όργανα να κρέμονται στον τοίχο υπενθυμίζοντας την απειλή της βίας και του θανάτου και αφήνοντας αρκετό χώρο για την κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια είχαν επίσης τη φροντίδα της ίδιας και έντυσαν σωστά, καθημερινά και χωρίς καμία υπερβολή το χαρακτήρα που ερμήνευσε ο κάθε ηθοποιός. Η μουσική του Γιάννη Τσεμπερλίδη υπογράμμισε και τόνισε τις μικρές διαδοχικές ψυχολογικές και συναισθηματικές κορυφώσεις της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου ήταν υποδειγματικοί, άλλοτε πιο έντονοι και άλλοτε χαμηλότεροι, δημιουργώντας μια υποβλητική ατμόσφαιρα που συμπλήρωσε εξαιρετικά την εικαστικότητα της σκηνοθεσίας. Τα βίντεο επιμελήθηκαν η Αθηνά Σωτήρογλου και η Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη, ενώ την κίνηση, η οποία ήταν σε σχεδόν απόλυτη αρμονία με τις διακυμάνσεις του λόγου συντόνισε η Ευανθία Σωφρονίδου.
Συμπερασματικά, στο φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου έργου με μια σκηνοθετική ματιά, που ενσωμάτωσε επιτυχημένα και μια εικαστική άποψη σε αυτή. Ο ρυθμός ήταν γρήγορος, συχνά καταιγιστικός, με την πραγματικότητα να εναλλάσσεται με την ψευδαίσθηση, η αλήθεια να διαδέχεται το ψέμα και τις διαδοχικές μικρές αποκαλύψεις από το παρελθόν να ανεβάζουν την ένταση του έργου. Οι πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς, η δυναμική σκηνική τους χημεία και η συνεπέστατη καλλιτεχνική επιμέλεια συνετέλεσαν σε ένα τελικό αποτέλεσμα που δικαίωσε σχεδόν πλήρως τους εμπνευστές του.