Το τρίτο βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Εντουάρ Λουί (Édouard Louis – πραγματικό όνομα Eddy Bellegueule) με τίτλο “Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου” (Qui a tué mon Pėre) ανεβάζει η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων σε σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη στο Βιομηχανικό Πάρκο ΠΛΥΦΑ. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2018 και στην Ελλάδα μεταφράστηκε το 2020. Ο γιος αφηγείται τη ζωή του πατέρα του μέσα από τη δύσκολη και συχνά οδυνηρή σχέση μαζί του, με περιστατικά που καθόρισαν τόσο την προσωπική, όσο και την κοινωνική και πολιτική οπτική του. Ο πατέρας ανασαίνει βαριά και ο γιος βάζοντας τα ψηλά, μαύρα τακούνια και τις παγιέτες αρχίζει μια καταβύθιση στις αναμνήσεις του, ξεκινώντας από ένα διαμορφωμένο τώρα και ανατρέχοντας σκηνή τη σκηνή σε περιστατικά και εικόνες του χθες, προσπαθώντας να τις κατανοήσει, να τις προσεγγίσει με μεγαλύτερη ψυχραιμία και τελικά να γίνουν το καθαρτήριο και των δύο. Η προσωπική εξομολόγηση μιλάει για την ανάγκη αποδοχής που όλοι αποζητούμε, τη σεξουαλικότητα και τις εκφάνσεις της, την αγάπη και τον έρωτα, αλλά και την πολιτική και κοινωνική βία που εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως στην καθημερινότητά μας και κατά ένα μεγάλο ποσοστό παίζει σημαντικό (ή και ρυθμιστικό) ρόλο στη διαμόρφωσή της. Με ρεαλιστικό λόγο που δε διστάζει να πάρει θέση, να θίξει και ψέξει, φωτίζει δίκαια και άδικα και δείχνει πως εντελώς αδιόρατα οι προσδοκίες συχνά εξανεμίζονται και καταλήγουμε με αναπάντητα ερωτήματα, απωθημένα και προσωπικούς δαίμονες, που μας καταδιώκουν επί μακρόν και αποζητούν μιαν απάντηση ή μια λύτρωση. Η μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη έχει ροή και συνέχεια και αποδίδει σωστά το συναισθηματικό, κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο του αρχικού κειμένου. Τη δραματουργία υπογράφουν η Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου και ο σκηνοθέτης.
Ο Χρήστος Θεοδωρίδης στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης προσθέτει το στοιχείο της δυαδικότητας στη βιωματική αφήγηση, με τους δύο ηθοποιούς συνεχώς στη σκηνή να εναλλάσσονται στο λόγο, στις σιωπές, στους χαρακτήρες, στα συναισθήματα, στην κίνηση (ακόμα και στο τσιγάρο που καπνίζουν εκτός αίθουσας), με το μοίρασμα αυτό να προσθέτει φρεσκάδα στα ήδη ενδιαφέροντα νοήματα του κειμένου (κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και ανθρώπινα). Το πέρασμα της σκυτάλης του λόγου, των εικόνων και των αναμνήσεων γίνεται με μία ανάσα, χωρίς αλλαγές στον τόνο, τη δυναμική και το ηχόχρωμά τους, σαν φυσική συνέχεια. Οι “σκιές”, η σωρευμένη απόρριψη, η άρνηση της αποδοχής βγαίνουν σχεδόν αυθόρμητα, με έναν ωμό ρεαλισμό που δεν κρύβει σκληρότητα, εκδίκηση ή ένταση, αλλά μια ευαισθησία, την αναζήτηση κατανόησης και βαθύτερης επικοινωνίας, αλλά και την ανάγκη να ειπωθεί και να ακουστεί η αλήθεια. Το “μπαμπά κοίτα” γίνεται πρόσκληση, παράπονο, συναίσθημα, κραυγή, εργαλείο ανθρωπιάς, αλλά και στοιχείο ύπαρξης. Δεν υπάρχει φλυαρία, δεν υπάρχει μελό, δεν υπάρχει πρόκληση, ούτε κούνημα του δαχτύλου στο θεατή, αλλά ένα αδιόρατο πιάσιμο από το χέρι, ένα έντονο κοίταγμα στα μάτια και μια βουβή πρόσκληση, ώστε να κατανοήσει, να αισθανθεί και να συμμετέχει. Οι στιγμές αρρυθμίας ελάχιστες, σε σημείο που να περνούν εν τέλει απαρατήρητες με τη συνεργασία των ηθοποιών στη σκηνή να αγγίζει την υποδειγματική. Η στιγμή του ξέφρενου χορού των δύο, αλλά και η τελική τους σκηνή με τα βλέμματα, τα λόγια και τις σιωπές τους ήταν από εκείνες που αγγίζουν τον θεατή στην καρδιά και μένουν σε αυτή.
Ο Γιώργος Κισσανδράκης και ο Διονύσης (Ντένης) Μακρής είναι το δίδυμο το οποίο ζει, επικοινωνεί, κινείται και ερμηνεύει στη σκηνή όλους τους χαρακτήρες. Η σκηνική τους συνεργασία είναι τόσο αρμονική και δουλεμένη στη λεπτομέρεια, που από κάποια στιγμή κι έπειτα παύεις να προσέχεις πρόσωπα, σώματα και εκφράσεις, απλά ακούς, παρακολουθείς και αφουγκράζεσαι το λόγο, τα νοήματα, το συναίσθημα, τόσο στην ατομική, όσο και την κοινωνική και πολιτική του διάσταση. Με τις ερμηνείες τους δίνουν έναν εξαιρετικό ορισμό της ομαδικής δουλειάς, χωρίς εγωισμούς, αλλά χωρίς παράλληλα να χάνουν ούτε ίχνος της εκφραστικής τους ταυτότητας και προσωπικότητας. Το προσωπικό ταλέντο του καθενός είναι πληθωρικό και εμφανέστατο, όπως είναι ορατό ακόμα και για τον αδαή, το πόσο έχουν δουλέψει το “μαζί” που παρακολουθεί ο θεατής.
Το σκηνικό της Τίνας Τζόκα χρησιμοποιεί λίγα, αλλά ουσιαστικά και χρηστικά αντικείμενα στις δύο άκρες του διαθέσιμου χώρου, ενώ ο υπόλοιπος χρησιμοποιείται έξυπνα τόσο για την κίνηση των ηθοποιών, αλλά και για τη διατήρηση “απόστασης” μεταξύ τους, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Τα κοστούμια της ίδιας είναι λιτά και καθημερινά, με όσα (ελάχιστα) από αυτά ξεφεύγουν από τον κανόνα αυτόν να γίνονται “εργαλεία” αποδοχής και συγγνώμης. Η μουσική επιμέλεια του σκηνοθέτη είχε ένα συμπληρωματικά επεμβατικό ρόλο στη ροή του έργου. Η κίνηση της Ξένιας Θεμελή συνεργάζεται και υποστηρίζει εξαιρετικά το λόγο, γίνεται συναίσθημα, καταγγελία, παράπονο και αποδοχή, αποτελώντας ζωντανό κύτταρο της παράστασης. Οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα είναι διακριτικοί και παρακολουθούν σωστά στο χώρο τους ηθοποιούς.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Βιομηχανικού Πάρκου ΠΛΥΦΑ, παρακολούθησα μια παράσταση ενός πολύ ενδιαφέροντος κειμένου που πέρα από τον αυτοβιογραφικό και προσωπικό του χαρακτήρα, έχει την κοινωνική και την πολιτική του απόχρωση. Η σκηνοθετική προσέγγιση με τη δυαδικότητα και τον αφοπλιστικό ρεαλισμό της αφήγησης από τους δύο ηθοποιούς που εναλλάσσονται ρόλους, καταστάσεις, συναισθήματα ανέδειξε τα πολυεπίπεδα μηνύματά του κειμένου και δίδαξε απλότητα, λιτότητα και ουσία. Οι δύο ηθοποιοί στη σκηνή συμπληρώνοντας ιδανικά ο ένας τον άλλο αποτέλεσαν την επιτομή της ομαδικής δουλειάς, υπηρετώντας μια εξαιρετική θεατρική πρόταση του φετινού χειμώνα.