Το πολύ γνωστό έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Έντουαρντ Άλμπι (Edward Franklin Albee III) “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” (Who’s afraid of Virginia Woolf) σκηνοθετεί στο Θέατρο Αθηνών ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Η πρεμιέρα του στο Broadway έγινε στο Billy Rose Theatre τον Οκτώβριο του 1962 και κέρδισε το Tony καλύτερου θεατρικού έργου το 1963, καθώς και το αντίστοιχο βραβείο του New York Drama Critics’ Circle του 1962-63. Το 1966 έγινε η κινηματογραφική του μεταφορά, σε σκηνοθεσία Mike Nichols και τους Richard Burton και Elizabeth Taylor στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο τίτλος του έργου προέκυψε από ένα λογοπαίγνιο στο τραγουδάκι “Who’s afraid of the Big Bad Wolf” από την ταινία της Walt Disney “Three Little Pigs” του 1933, αντικαθιστώντας το λύκο με το όνομα της σπουδαίας Βρετανίδας συγγραφέα, ένα σκοπό που το τραγουδούν οι ήρωες συχνά στη ροή του. Περιγράφει τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα ενός μεσήλικου παντρεμένου ζευγαριού, της Μάρθας και του Τζορτζ, που είναι παντρεμένοι περίπου για μια εικοσαετία. Αυτή είναι κόρη του πρύτανη του Πανεπιστημίου στο οποίο είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας ο σύζυγός της. Ένα βράδυ γυρνώντας στο σπίτι τους σχεδόν μεθυσμένοι μετά από ένα πάρτυ στο Πανεπιστήμιο, η Μάρθα αποκαλύπτει στον Τζορτζ ότι έχει προσκαλέσει στο σπίτι τους ένα νεαρό ζευγάρι, τον Νικ (που διδάσκει Βιολογία) και τη σύζυγό του Χάνι για γνωριμία κι ένα τελευταίο ποτό. Μόλις φτάνουν οι καλεσμένοι το μεσήλικο ζευγάρι πίνοντας ακόμη περισσότερο, αρχίζει να επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ αμοιβαίων λεκτικών προκλήσεων και προσβολών μεταξύ τους, ένα ολοένα και πιο ανελέητο παιχνίδι αλληλοσπαραγμού. Το νεαρό ζευγάρι παρακολουθεί το παιχνίδι αυτό με φανερή αμηχανία, η οποία γίνεται εκνευρισμός και ένταση όταν και η δική τους ζωή γίνεται στόχος των δύο αντιμαχόμενων μερών και άθελά τους γίνονται συμμέτοχοι του εκτυλισσόμενου δράματος. Το νεαρό ζευγάρι δεν αργεί να μπει στα βαθιά, να αποκαλύψει δικά του κρυμμένα μυστικά και να δοκιμάσει τα σαθρά και ωφελιμιστικά κριτήρια πάνω στα οποία βάσισαν τη μεταξύ τους συμβίωση. Οι σχέσεις οδηγούνται στα άκρα, οι φραγμοί (βοηθούντος και του αλκοόλ) καταρρέουν και οι προσωπικές αντοχές δοκιμάζονται μέχρις εσχάτων. Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη είναι ακριβής, εύστοχη, αποδίδοντας στο ακέραιο τόσο τα “παιχνιδίσματα” του λόγου του Άλμπι, όσο και το βάθος της προβληματικής του.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί την παράσταση μέσα από μια οπτική ρεαλισμού, με τα ζευγάρια να χρησιμοποιούν το λόγο για να αποδομήσουν με την αιχμηρότητά του, αργά αλλά σταθερά, ο ένας τις άμυνες του άλλου και να κατακερματίσουν την ψυχολογία του. Στην αρχή κάτω από την ευφρόσυνη επίδραση του αλκοόλ και τα επιφανειακά χαμόγελα δείχνει να υποβόσκει μια κρίση που έχει τη δυναμική μιας πιθανής μελλοντικής καταιγίδας. Τα χαμόγελα είναι σαν παγωμένα προσωπεία που καλύπτουν την εσωτερική λάβα που κοχλάζει. Η κλιμάκωση είναι αργή και διερευνητική στην αρχή, με τις πρώτες πληγές να είναι αμυχές σε σχέση με αυτές που θα ακολουθήσουν. Η εξέλιξη όμως είναι καταιγιστική, ανελέητη και διαρκώς σπρώχνει τα ανθρώπινα όρια όλο και πιο πίσω. Κι εκεί που κάποιες σιωπές δείχνουν να προσπαθούν να επαναφέρουν μια κάποια ισορροπία, μία έστω προσωρινή ηρεμία, αποδεικνύονται μια ελάχιστη ανάπαυλα πριν την επόμενη καταιγίδα. Το χιούμορ είναι παρόν, καυστικό, βιτριολικό, απελπισμένο, υποδαυλίζει τα πάθη και βαθαίνει το χάσμα μεταξύ των ηρώων. Η ροή της παράστασης ακολουθεί την εξέλιξη του λόγου και των σχέσεων, οι ρυθμοί γίνονται ολοένα και πιο γρήγοροι, ο λόγος αγγίζει τα όρια του παραληρήματος και η κίνηση κρύβει μια υπόγεια βιαιότητα. Η σκηνοθετική οπτική όμως κρατά το μέτρο και δεν καταφεύγει σε υπερβολές για να αναδείξει τις αδυναμίες και τα βαθιά ψυχολογικά αδιέξοδα των χαρακτήρων, που μοιάζουν να βουλιάζουν στην κινούμενη άμμο που δημιουργεί ο αλληλοσπαραγμός τους. Μιλούν και κινούνται σε ένα ψυχολογικό παροξυσμό που οδηγεί αναπόφευκτα σε μία λυτρωτική συντριβή. Οι σιωπές μοιάζουν εκκωφαντικές και απλά προετοιμάζουν το έδαφος για το επόμενο μπαράζ ύβρεων και προσβολών. Το τραγικό συνυπάρχει με το γελοίο, με τους ήρωες να επιχειρούν ένα διαρκές προσωπικό bras de fer συναισθημάτων, πνεύματος και ψυχών, μέχρι τελικής πτώσης. Τα διαχρονικά θέματα της μοναξιάς, της αδυναμίας συνύπαρξης, της ισορροπίας μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, της ερωτικής ανεπάρκειας είναι οι κινητήριοι μοχλοί αυτής της εύρυθμης και καλοκουρδισμένης παράστασης με λίγες κοιλιές, που κρατά το ενδιαφέρον του θεατή ως το τέλος.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Τζορτζ, του καθηγητή Ιστορίας που παντρεύτηκε την κόρη του πρύτανη. Πλάθει έναν χαρακτήρα που μοιάζει με βολεμένο, συντηρητικό αστό, παγιδευμένο στα αδιέξοδά του και στην αρχή ανίκανο να διαχειριστεί την ολομέτωπη σύγκρουση με τη γυναίκα του. Ο λόγος του αιχμηρός, συγκροτημένος, με πινελιές λογικής, δείχνει να διστάζει να αναμετρηθεί με την προφανή επιθετικότητα της Μάρθα, με τους δισταγμούς του αυτούς να συνοδεύονται από ένα μάλλον αμυντικό σκηνικό στήσιμο του σώματος και βλέμμα παγιδευμένου ζώου. Συσπειρώνει τα συναισθηματικά και ψυχικά του αποθέματα για να αντεπιτεθεί προσεκτικά, υπολογισμένα, μεθοδικά, με χιούμορ ανελέητο και λόγο ισοπεδωτικό. Η ερμηνεία του κρατά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες του ήρωά του, δείχνει να έχει κατανοήσει σε βάθος τις ιδιαιτερότητές του και αποδίδει ολοκληρωμένα τον ψυχισμό του.
Η Μαρία Πρωτόπαππα υποδύεται τη Μάρθα, μια γυναίκα που μοιάζει να βουλιάζει στο τέλμα της ερωτικής, συναισθηματικής και ψυχικής απομόνωσης από το σύζυγό της. Με εκρηκτικό ταμπεραμέντο και ανεκπλήρωτες προσδοκίες σε όλους τους τομείς της ζωής της, εξαπολύει μια σαρωτική επίθεση στον Τζορτζ, ελπίζοντας να τον συντρίψει τόσο ως άντρα, όσο και ως προσωπικότητα. Ο λόγος της με έντονο σαρκασμό και αθυροστομία δε συνάδει πάντα με ένα αντίστοιχα επιθετικό σκηνικό στήσιμο, δίνοντας την αίσθηση ότι μένει στην επιφάνεια και δεν υποστηρίζει ολοκληρωμένα και με αυθορμητισμό την πολυπλοκότητα της ηρωίδας της. Η πολύ καλή τεχνική της δεν καταφέρνει να συγκαλύψει μια αδυναμία απεικόνισης στη σκηνή της εσωτερικής της τρικυμίας.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος παίζει τον Νικ, έναν νεαρό βιολόγο και προστατευόμενο του πατέρα της Μάρθα. Ξεκινά με μια νεανική αφέλεια και αμηχανία για τα τεκταινόμενα μεταξύ του άλλου ζευγαριού, αλλά όταν γίνεται πιόνι του παιχνιδιού τους, απελευθερώνει την υφέρπουσα αλαζονεία και το θράσος του, στηριζόμενος στο ψυχολογικό δεκανίκι που του προσφέρει η Μάρθα. Δεν κατάφερε όμως να αποδώσει με πληρότητα όλο το φάσμα των ψυχολογικών εναλλαγών του χαρακτήρα του, αφήνοντας κάποιες πλευρές του ασαφείς. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου είναι η Χάνι, σύζυγος του Νικ και γόνος ενός πλούσιου, αλλά τσαρλατάνου ιεροκήρυκα. Αποτυπώνει εύστοχα και με ακρίβεια μια νεαρή κοπέλα που φαίνεται να ζει στο δικό της σύμπαν ψευδαισθήσεων, με έναν νεανικό ψευδεπίγραφο συντηρητισμό να υποστηρίζει απόλυτα και να ερμηνεύει σκηνικά το εύρος της συναισθηματικής καταπίεσης που έχει δεχθεί στην πορεία της ζωής της κι έχει, ακούσια, θάψει μέσα της. Αυτή η καταπίεση είναι φανερή τόσο στο συχνά ασυνάρτητο λόγο της, όσο και στη νευρωτική κίνησή της.
Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή είναι ένα προσεγμένο και καλαίσθητο αστικό σαλόνι, με μια διακριτική αίσθηση ευμάρειας, αλλά και λόγιες πινελιές, με τα βιβλία να κυριαρχούν στο χώρο, απόλυτα αντιπροσωπευτικό για ένα ζευγάρι όπως ο Τζορτζ και η Μάρθα. Τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα με ίχνη συντηρητισμού των 60s (εποχής που γράφτηκε το έργο) και συνάμα κομψά και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα συνόδευσε την κλιμάκωση της σύγκρουσης των χαρακτήρων, αλλά δεν είχε παρεμβατική διάθεση και μου έλειψαν οι κορυφώσεις που θα έδιναν έμφαση στις αντίστοιχες του λόγου. Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου είχαν αισθητική και επικούρησαν την “αρρωστημένη” ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι δηλητηριώδεις ατάκες των πρωταγωνιστών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών, παρακολούθησα ίσως το γνωστότερο έργο του πολύ σημαντικού Αμερικανού συγγραφέα, σε μια προσέγγιση που απέφυγε τους ακραίους πειραματισμούς, αλλά δεν αρκέστηκε σε μια φιλολογική καταγραφή των χαρακτήρων και των ιδιαιτεροτήτων τους. Εμβάθυνε στη λεπτομερή ψυχολογική αποτύπωση των αδιεξόδων και των αδυναμιών τους, αλλά και τη διαχρονικότητα των εσωτερικών προβλημάτων που τους οδήγησαν στον αλληλοσπαραγμό και τη συντριβή. Ο ρυθμός αυξάνει διαρκώς τις στροφές του, η ατμόσφαιρα γίνεται τεταμένη και οι ανατροπές επιτείνουν το ενδιαφέρον του θεατή, που παρακολουθεί μια κλιμακούμενη αναμέτρηση χωρίς νικητές. Οι ερμηνείες σε ένα γενικά καλό επίπεδο, με κάποιες αρρυθμίες και δυσαρμονίες που όμως δε χαλούν το θετικό τελικό πρόσημο της παράστασης.