Το έργο του Αμερικανού σκηνοθέτη και συγγραφέα Στήβεν Σακς (Stephen Sachs) με τίτλο “Σημάδια στην Ομίχλη” (Bakersfield Mist) σκηνοθετεί στον Πολυχώρο Vault ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος. Γραμμένο το 2012, παρουσιάστηκε στο Duchess Theatre του West End του Λονδίνου το Μάιο του 2014 με τους Kathleen Turner και Ian McDiarmid στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μια αληθινή ιστορία, στην οποία η Μωντ είναι μία πρώην μπαργούμαν, άνεργη πλέον, με έναν ελαφρύ εθισμό στο ποτό, κάπως αθυρόστομη και με πολλά από τα όνειρα και τις επιθυμίες της να παραμένουν απραγματοποίητα. Αγοράζει από ένα παλαιοπωλείο έναν μεγάλο σε διαστάσεις και άσχημο ζωγραφικό πίνακα, τον οποίο προόριζε ως δώρο για μία γειτόνισσα. Τελικά αυτός επιστρέφει σε αυτήν και το σχόλιο γι’ αυτόν από έναν καθηγητή των καλλιτεχνικών την κάνει να πιστέψει ότι είναι έργο του σπουδαίου ζωγράφου Jackson Pollock. Καλεί έναν κορυφαίο εκτιμητή έργων τέχνης, αυθεντία στην τέχνη του Pollock για να εκτιμήσει την αυθεντικότητά του, να της δώσει ένα πιστοποιητικό γι’ αυτήν για να μπορέσει στη συνέχεια να τον πουλήσει σε πολύ υψηλή τιμή και να λύσει τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζει. Αυτός εμπιστευόμενος την εμπειρία και το ένστικτό του αποφαίνεται ότι πρόκειται περί μιας πολύ καλής απομίμησης, η οποία δεν έχει τη ζωντάνια και την ενέργεια των πραγματικών πινάκων του Pollock. Η Μωντ επιμένει για την αυθεντικότητά του και έχοντας ερευνήσει το παρελθόν του ερευνητή αμφισβητεί την ευθυκρισία του, ενώ αυτός της απαντά σχολιάζοντας τα τρωτά της σημεία, την ανεργία και τη μοναξιά της. Ένα τελευταίο κρυμμένο χαρτί της γυναίκας, κάμπτει προσωρινά την αποφασιστικότητα του εκτιμητή, χωρίς όμως τελικά να τον πείσει να αλλάξει την εκτίμησή του. Οι συνεχείς διαξιφισμοί τους φέρνουν και τους δύο σε ιδιαίτερα άβολη θέση και στη διάρκεια της έντονης μεταξύ τους κουβέντας έρχονται στην επιφάνεια κρυμμένα μυστικά και απωθημένα. Το αλκοόλ θα αμβλύνει τις διαφορές των δύο, θα βοηθήσει να αναδυθούν αμοιβαία τραύματα κι ευαισθησίες και θα διευκολύνει την κατανόηση του ενός από τον άλλο. Πέρα από τα θέματα και τα ερωτήματα περί τέχνης και της αυθεντικότητάς της, από το έργο, παρά τις κάποιες αφέλειές του και τη σύγκρουση δύο αντίθετων κόσμων διερευνώνται ανθρώπινες αξίες και ευαισθησίες. Η μετάφραση του αρχικού κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.
Ο Λεωνίδας Παπαδόπουλος στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, δίνει έμφαση σε ένα δημιουργικό διάλογο περί τέχνης και μέσα από αυτόν επιχειρεί να αναδείξει τις δύο διαφορετικές προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών και να ενορχηστρώσει μια παράσταση που σχολιάζει γενικότερα τη ζωή και τις συγκυρίες της. Οι δύο χαρακτήρες μοιάζουν να προέρχονται από δύο πλήρως διαφορετικά σύμπαντα, να είναι διαφορετικοί σχεδόν στα πάντα, αλλά να συγκλίνουν σε κοινούς παρονομαστές μοναξιάς και προσωπικών αδιεξόδων. Το υποκειμενικό φαίνεται να μην απέχει πολύ από το αντικειμενικό και τα όρια μεταξύ αξιοπρέπειας και εξευτελισμού είναι εξαιρετικά λεπτά. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, οι διάλογοι έχουν σπιρτάδα και ενέργεια, ενώ υπάρχουν για τον κάθε ήρωα κάποιοι μονόλογοι που αποκαλύπτουν λεπτομέρειες του παρελθόντος τους λειτουργώντας ως καθρέφτης της ψυχοσύνθεσής τους. Οι λεπτομέρειες που ίσως απαιτούν ειδικές γνώσεις περί ζωγραφικής και τεχνοτροπιών είναι λίγες και είναι δοσμένες σε μια γλώσσα απλουστευμένη (και με εξαιρετική σωματικότητα στην περίπτωση της ανάλυσης από το Λάιονελ του τρόπου που ζωγράφιζε ο Pollock), ώστε να είναι κατανοητή και να μην κουράζει. Μοιραία υπάρχουν λίγες κοιλιές στη ροή της ιστορίας, οι οποίες ξεπερνιούνται εύκολα, χωρίς να χαθεί το ενδιαφέρον του θεατή. Παρόμοια μικρή επίδραση στη ροή του έργου έχουν και κάποιες αφέλειες του ίδιου του κειμένου που δημιούργησαν κάποια ερωτηματικά στη σκέψη μου, αλλά δε χάλασαν τον ειρμό και τη συνέχειά της. Υπάρχουν αρκετές ανάσες χιούμορ στο ξετύλιγμα των προσωπικών αναδρομών του κάθε ήρωα στο παρελθόν που αποφορτίζουν την ατμόσφαιρα και γλυκαίνουν τον πόνο που κρύβεται μέσα τους. Το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος φλερτάρουν και με τις δύο πλευρές και συχνά ισορροπούν σε τεντωμένο σκοινί. Οι δύο ερμηνείες ακολουθούν διαφορετικές γραμμές και τόνους, είναι συνεπείς στην προσεκτική σκιαγράφηση των χαρακτήρων και καταφέρνουν να οικοδομήσουν εύστοχες και εναλλασσόμενες σκηνικές σχέσεις που εξελίσσονται και συγκλίνουν στην ανθρώπινη πλευρά τους.
Η Ράνια Σχίζα στο ρόλο της Μωντ, ερμηνεύει μια γυναίκα που προσπαθεί να εκμεταλλευθεί μια ευκαιρία που της προσφέρει η ζωή, νιώθοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία της ελπίδα να ξεφύγει από τη μιζέρια. Αξιοποιεί στο έπακρο το κωμικό και το σαρκαστικό μομέντουμ του χαρακτήρα της, έχει μπρίο, κέφι, ένα λαϊκό έρεισμα που εξελίσσει εύστοχα και με συνέπεια, χωρίς ευτυχώς να αφήνει σε δεύτερη μοίρα τη δραματική πτυχή της ιστορίας της. Εκεί ρίχνει τους τόνους της φωνής, η ερμηνεία της αποκτά εσωτερικότητα και καταδύεται βαθιά μέσα στα ψυχικά τραύματα που τη σημάδεψαν, με εμφανή πικρία αλλά χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς. Καταφέρνει έτσι να πλάσει μια γυναίκα αποφασισμένη μεν, η οποία όμως δεν έχει απωλέσει το νεαρό κορίτσι μέσα του με τις ευαισθησίες και τα όνειρά του. Ο Νίκος Παντελίδης υποδύεται το Λάϊονελ, τον εκτιμητή τέχνης που καλείται να πιστοποιήσει την αυθεντικότητα του πίνακα ή να την απορρίψει. Αποτυπώνει με χειρουργική ακρίβεια έναν ήρωα με αρχικά αλαζονικό, υπερφίαλο λόγο, επιτηδευμένη κίνηση, πάθος για τη δουλειά του και σχεδόν τυφλή εμπιστοσύνη στο ένστικτό του, που αφήνει όμως στο παίξιμό του να γίνονται ορατές κάποιες χαραμάδες νευρικότητας (για παράδειγμα ο τρόπος που κουμπώνει και ξεκουμπώνει το σακάκι του), μιας λανθάνουσας πικρίας και μικρών, σχεδόν αόρατων ρωγμών στο προσωπείο της σιγουριάς του. Ερμηνεύει με υποδειγματική σωματικότητα το μονόλογο περί Pollock και συχνά φλερτάρει με την καρικατούρα, ισορροπώντας στα όριά της, κλείνοντάς της το μάτι, χωρίς όμως ποτέ να πέφτει στις παγίδες της.
Ο σκηνικός χώρος της Όλγας Ντέντα χρησιμοποιεί έξυπνα το διαθέσιμο χώρο με ένα μικρό μπαρ στην άκρη της σκηνής να υπενθυμίζει το εργασιακό παρελθόν της γυναίκας, κάποια λειτουργικά σκηνικά αντικείμενα να παίζουν το ρόλο τους στη ροή της παράστασης, ενώ αφήνει επαρκή κενά για την κίνηση των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ίδιας απόλυτα αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν με ένα στενό τζιν και ικανοποιητικό ντεκολτέ για τη γυναίκα κι ένα κομψό, σκούρο, ατσαλάκωτο σακάκι για τον αλαζονικό εκτιμητή. Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη κάνουν ένα δημιουργικό παιχνίδι με τις σκιές, δημιουργούν ατμόσφαιρα και εστιάζουν σωστά στα πρόσωπα των ηθοποιών στους μονολόγους τους. Ενδιαφέροντα τα ηχητικά τοπία της Λιάνας Τζερεφού, που υποστηρίζουν τις εντάσεις του λόγου, ενώ το video επιμελήθηκε ο Στέφανος Κοσμίδης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Vault, παρακολούθησα μια παράσταση, στην οποία παράλληλα με τα ερωτήματα περί τέχνης που διερευνώνται, τίθενται αντιμέτωποι δύο διαφορετικοί ανθρώπινοι κόσμοι με αδυναμίες και ψυχολογικά αδιέξοδα, στα πρόσωπα μιας λαϊκής κοπέλας που παλεύει για την επιβίωση και ενός εστέτ, αλαζόνα εκτιμητή τέχνης. Η σκηνοθετική προσέγγιση ξεπερνά τις μικρές αφέλειες του έργου, υιοθετεί ένα γρήγορο ρυθμό με ελάχιστες κοιλιές, αποφεύγει τις εκτεταμένες τεχνικές αναφορές που θα κούραζαν, έχει χιούμορ και διερευνά τη σύνδεση μεταξύ ζωής και τέχνης. Οι δύο ηθοποιοί έχουν πολύ καλή χημεία στη σκηνή, καταθέτουν ταλέντο και ενέργεια με τον καθένα να δημιουργεί έναν ιδιαίτερο και απόλυτα διακριτό ανθρώπινο τύπο και τον αντρικό ρόλο να κερδίζει λίγο περισσότερο τις εντυπώσεις, λόγω της πολύ συγκεντρωμένης χρήσης των εκφραστικών του μέσων με τρόπο τέτοιο που ενώ φλερτάρει συνεχώς με την καρικατούρα, δεν υποκύπτει ποτέ στην ευκολία της. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις αυτή την εποχή.